Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Το μυστηριακό υπόβαθρο του Χριστιανισμού



{…άνθη και οπώρες από τον κήπο της γνώσης…}

« Αυτό που σήμερα λέμε χριστιανική θρησκεία, υπήρχε στους αρχαίους και δεν έπαυσε να υπάρχει από καταβολής ανθρώπινου γένους, μέχρις ότου ήλθε ο ίδιος ο Χριστός και άρχισαν ν’ αποκαλούν “χριστιανική” την αληθινή θρησκεία η οποία υπήρχε από παλιά.» ( Αγ. Αυγουστίνος- Retractaticnes)

Μέσα από τα λόγια του Αγ. Αυγουστίνου φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός οικοδομήθηκε στα θεμέλια που είχαν βάλει οι προηγούμενες θρησκείες, και κυρίως, όπως θα δείξουμε σ’ αυτό το άρθρο, τα αρχαία ελληνικά μυστήρια. Ιδίως ο χριστιανικός εσωτερισμός, που είναι άγνωστος στους περισσότερους Χριστιανούς, είναι επέκταση των Ελευσινίων και των Ορφικών Μυστηρίων ( εδώ βέβαια δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τα Αιγυπτιακά καθώς και τα Μιθραϊκά Μυστήρια).
Η Πρωτοχριστιανική εκκλησία προσπάθησε ν’ αγκαλιάσει τον Έλληνα, όπως φαίνεται από τα λόγια του Κλήμη της Αλεξανδρείας, στο έργο του “Προτρεπτικός”:
« Έλα σε μένα γέροντα, έλα κι εσύ!
Εγκατάλειψε τις Θήβες. Τίναξε μακριά την προφητεία σου και το βακχικό όργιο και οδηγήσου στην αλήθεια. Κοίτα, σου δίνω το ξύλο του Σταυρού, ν’ ακουμπήσεις επάνω του.
Βιάσου, Τειρεσία, πίστεψε!
Θα δεις το φως. Ο Χριστός, με τον οποίο βλέπουν ξανά τα μάτια του τυφλού, θα λάμψει επάνω σου λαμπρότερα κι από τον ήλιο…
Θα δεις τον ουρανό, γέροντα, αν και δε θα δεις τις Θήβες.
Ω αληθινά ιερά μυστήρια! Ω αγνό φως! Στη λάμψη των δαυλών έχω ένα όραμα του ουρανού και του Θεού. Γίνομαι άγιος με τη μύηση. »
Και σε ένα άλλο σημείο λέει:
« Έλα, θα σου δείξω το Λόγο και τα Μυστήρια του Λόγου. Θα σου τα ερμηνεύσω με εικόνες που σου είναι οικείες. »
Όταν απευθύνεται στον “ειδωλολάτρη” Τειρεσία και του αναφέρει τις “οικείες εικόνες”, σίγουρα υπονοεί ότι οι χριστιανικές δοξασίες και τα μυστήρια έχουν πολλά κοινά σημεία με αυτά που γνώριζε και πίστευε ο αρχαίος Έλληνας πρόγονός μας.
H χριστιανική θρησκεία βασίζεται στα μυστήρια, τα οποία για την Ορθόδοξη εκκλησία, αλλά και για τη Ρωμαιοκαθολική, είναι επτά, τα ακόλουθα:
Βάπτισμα- Χρίσμα- Ευχαριστεία- Μετάνοια- Ιεροσύνη- Γάμος- Ευχέλαιο.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι για την ορθόδοξη θεολογία τα μυστήρια είναι πράξεις ή αναπαραστάσεις μιας υπερφυσικής πραγματικότητας, που είναι απρόσιτη στις αισθήσεις και στην ορθολογική κατανόηση, οι οποίες μεταδίδουν τη θεία χάρη. Ιδρύθηκαν από τον Ιησού Χριστό, που είναι και ο πρώτος ιεροφάντης τους, κι αναπτύχθηκαν στην ουσία τους από τους Πατέρες της εκκλησίας.
Παρακάτω θα δώσουμε γενικά τα κοινά στοιχεία των μυστηρίων που αναφέραμε με τα αρχαία μυστήρια και τις παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων.

Βάπτισμα:
Σ’ όλη τη ζωή του ανθρώπου το νερό στάθηκε η πηγή της ζωής. Ο Eliade το χαρακτηρίζει « μήτρα όλων των δυνατοτήτων ύπαρξης », γιατί προηγείται κάθε μορφής αλλά και στηρίζει κάθε δημιουργία.
Το βάφτισμα στο νερό συμβολίζει την επιστροφή στην πρωταρχική μορφή, την καθολική αναγέννηση.
Η επαφή με το νερό, πλούσιο σε σπέρματα, γονιμοποιεί τη γη, τα ζώα, τη γυναίκα. Η ανάδυση της Αφροδίτης από τα κύματα, κατά τη μυθολογία, η γέννησή της από το νερό, είναι συμβολισμός της άμεσης σχέσης νερού, γονιμοποίησης και γέννησης.
Στην Οδύσσεια (θ’ 362- 64) η Αφροδίτη, αφού έχει λευτερωθεί από το δίχτυ με το οποίο την παγίδευσε ο Ήφαιστος για ν’ αποδείξει ότι τον απάτησε με τον Άρη, τρέχει στην Πάφο, όπου την περίμεναν οι Χάριτες στο βωμό της και μόλις έφτασε την έλουσαν και μετά την άλειψαν με αρωματικά λάδια.
Ο Παυσανίας μας αναφέρει ότι στο ιερό της Αφροδίτης στη Σικυώνα υπήρχε ιέρεια παρθένα, που ονομαζόταν λουτροφόρος. Ο Καλλίμαχος τραγουδάει στους ύμνους του το λουτρό της Αθηνάς. Στο ιερατείο των Καβειρίων μυστηρίων υπήρχε η λουτροφόρος, που ήταν η ιέρεια η οποία ασχολιόταν με τους καθαρμούς των υποψηφίων για μύηση.
Στην αρχαιότητα, επίσης, συνήθιζαν να βαφτίζουν τα αγάλματα των θεαινών, επιδιώκοντας την αναγέννησή τους μέσα στο νερό. Το έθιμο του ιερού λουτρού συνηθιζόταν στις λατρείες των μεγάλων θεαινών της γονιμότητας και της καλλιέργειας. Στα μυστήρια Κυβέλης και Άττι γινόταν το βάφτισμα με αίμα σφαγμένου ταύρου. Ο μυούμενος κατέβαινε σ΄ έναν λάκκο και περιλουζόταν με το αίμα του ταύρου που έσφαζαν από πάνω του. Όμως και στη μύηση των διαφόρων βαθμών στο Μιθραϊσμό, προηγούνταν επανειλημμένα βαφτίσματα ή ραντίσματα κατά τον Τερτυλλιανό.
Το βάφτισμα καθιερώθηκε από τους Αποστόλους για την κάθαρση του ατόμου από το ρύπο της αμαρτίας και στην εποχή μας που έχει καθιερωθεί το νηπιοβάφτισμα για την απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα. Στις πράξεις των αποστόλων διαβάζουμε: « Μετανοήσατε και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών• και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος ». Ο Ν. Πολίτης υποστηρίζει ότι επειδή η χριστιανική εκκλησία δεν μπόρεσε να εξαλείψει πολλές συνήθειες της αρχαίας θρησκείας, αναγκάστηκε να τις υιοθετήσει, αφού τις περιέβαλλε με θρησκευτικούς τύπους. Γι’ αυτό οι ακολουθίες του βαφτίσματος, του γάμου και οι νεκρώσιμες είναι γεμάτες από αρχαία εθνικά σύμβολα. Το βάφτισμα, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της θρησκειολογικής σχολής, και προπαντός οι Retzentein και Frazer, εισήχθη στην εκκλησία από τον Απ. Παύλο, που ήταν επηρεασμένος από τις ανατολικές μυστηριακές θρησκείες, στις οποίες οι θρησκευτικοί καθαρμοί έφερναν το ίδιο αποτέλεσμα και είχαν την ίδια έννοια με το μυστήριο του βαφτίσματος.
Πιθανόν το βάφτισμα να είναι υπόλειμμα της θυσίας δια του πνιγμού. Στην αρχαία Κύπρο, αλλά και σ’ άλλες χώρες, κάθε χρόνο έριχναν στη θάλασσα έναν άνθρωπο. Η θυσία αυτή γινόταν για να σωθούν οι συνάνθρωποί του από τα κακά πνεύματα. Έτσι το βάφτισμα είναι ένα υπόλειμμα του εθίμου του πνιγμού κι επειδή αυτή η εξιλεωτική προσφορά νομιζόταν ευεργετική για τους θύτες κι επαινετή για το θύμα, της έδιναν τη σημασία ως απαρχής μιας καινούργιας ζωής, μιας ανάστασης. Εκείνος που ριχνόταν στο νερό και πρόσφερε τη ζωή του για τη σωτηρία των άλλων ήταν άξιος να ξαναζήσει.
Στον Χριστιανισμό το βάφτισμα γίνεται το κύριο όργανο της πνευματικής αναγέννησης γιατί η καταβύθιση στο “βαπτιστικό ύδωρ” ισοδυναμεί με τον ενταφιασμό του Χριστού. Ο Απ. Παύλος μας λέει: « όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν » ( προς Ρωμαίους, στ’ 3)
Έτσι, συμβολικά, ο άνθρωπος πεθαίνει μέσα από το βάφτισμα και ξαναγεννιέται εξαγνισμένος, ανανεωμένος, ακριβώς όπως ο Χριστός αναστήθηκε από το μνήμα του. « Συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις θάνατον, ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περπατήσωμεν » συνεχίζει ο Απ. Παύλος στην ίδια επιστολή.
Σχεδόν όλοι οι λαοί της αρχαιότητας, παρατηρεί ο Γιαροσλάβσκι, γνώριζαν τη βάφτιση, όπου με το βούτηγμα στο νερό γινόταν ένα είδος μαγικού καθαρμού. Έτσι και στους Έλληνες, στους οποίους ο αγνισμός γενικά καταλάμβανε σπουδαία θέση θέση, το νήπιο βαπτιζόταν σε νερό όπου είχαν αναμείξει οίνο και λάδι. Με το βάφτισμα συνδέουμε και την αττική γιορτή “Αμφιδρόμια”. Η γιορτή αυτή γινόταν την 5η, την 7η ή τη 10η μέρα από τη γέννηση του παιδιού. Η μαμμή ή κάποια άλλη γυναίκα, που είχε λάβει μέρος στη διαδικασία του ξεγεννήματος, βαστούσε το βρέφος και το γυρνούσε γύρω από τη συνοικία, για να το ιδούν όλοι, και στη συνέχεια γύρω από την οικιακή εστία. Στη συνέχεια ακολουθούσε θυσία, κατά την οποία μπροστά σε όλους έδιναν στο βρέφος το όνομά του.
Με το μυστήριο του βαφτίσματος μπορούμε να συσχετίσουμε και τους καθαρμούς των αρχαίων προγόνων μας. Κάθαρση μεταφορικά σημαίνει τον ψυχικό εξαγνισμό, την εξιλέωση, την απαλλαγή από ακάθαρτα στοιχεία ή πνεύματα και γενικά κάθε ενέργεια που ξαλαφρώνει την ψυχή και μας ανεβάζει σε πιο αιθέριες σφαίρες, ώστε να μπορούμε να συνδεθούμε με το θείο ή να επικοινωνήσουμε με άλλα αγαθά πνεύματα. Προφανώς το αποτέλεσμα της κάθαρσης είναι ο καθαρμός, για τον οποίο χρησιμοποιούσαν:
- Το νερό, ποταμίσιο ή θαλασσινό
- Το αίμα της θυσίας
- Τη φωτιά
- Καπνούς από διάφορα βότανα
- Το κρασί και το λάδι.
Σε όλα τα αρχαία μυστήρια οι καθαρμοί ήταν μέρος του τελετουργικού της μύησης. Στα Ελευσίνια μυστήρια οι μυούμενοι θυσίαζαν δέλφακα (χοιρίδιο) και με τα νερά του ποταμού (Ιλισσός) καθαρίζονταν από τα μιάσματα με τη βοήθεια ειδικού ιερέα που λεγόταν "Υδρανός". Γενικά στα αρχαία μυστήρια δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να υποστεί τις δοκιμασίες της μύησης, ούτε ακόμα να μπει στο ιερό του ναού, αν προηγουμένως δεν υποβαλλόταν σε καθαρμό.

Μετάνοια ή εξομολόγηση:
Μας είναι γνωστό ότι με το μυστήριο της εξομολόγησης ο ιερέας δίνει άφεση αμαρτιών σε όσους μετανοούν ειλικρινά και του εξομολογούνται τις αμαρτίες τους.
Στα Καβείρια μυστήρια, υπήρχε για την εξομολόγηση ειδικός εξομολογητής, ο Κόης, που ήταν αποκλειστικά επιφορτισμένος με την ιερή κι εμπιστευτική αυτή διακονία. Η μύηση στα Καβείρια μυστήρια της Σαμοθράκης στο πρώτο στάδιο ήταν κάτι ανάλογο με την κατήχηση των πρώτων χριστιανών. Η εξομολόγηση πρέπει να θεωρηθεί ως το προπαρασκευαστικό και κατηχητικό στάδιο για τη μύηση και σαν στοιχειώδης όρος για την εισδοχή των μυημένων στο τάγμα ή την τάξη. Ο Κόης εκτιμούσε το ηθικό ποιόν των νεοφώτιστων κι έκρινε, αν έπρεπε ο υποψήφιος για μύηση να γίνει δεκτός ή ν’ απορριφθεί. Ανεξάρτητα από την εξομολόγηση, φαίνεται ότι ο Κόης ήταν επιφορτισμένος και με την κάθαρση εκείνων που βαρύνονταν με φόνο.

Μετάληψη:
Η θεία κοινωνία ή μετάληψη είναι ψωμί και κρασί, που με την ευλογία του ιερέα μετουσιώνονται σε σάρκα και αίμα του Ιησού. Ο συμβολισμός της μετάληψης ξεκινάει από την τοτεμική μετάληψη, διακλαδίζεται στην ωμοφαγική μετάληψη και τελικά με τον χριστιανισμό παίρνει τη σημερινή της μορφή. Το συμβολισμό της θείας κοινωνίας τον συναντάμε στα αρχαία μυστήρια, όπως τα Κρητικά, τα Διονυσιακά, τα Ορφικά, τα Ελευσίνια, τα Μιθραϊκά κ.λ.π.
Στην τελετή, που οι Ορφικοί ονόμαζαν “ωμοφαγία”, οι μυημένοι έτρωγαν τις ωμές σάρκες ταύρου. Δοθέντος ότι ο ταύρος ήταν ένας χαρακτήρες του Διόνυσου, σημαίνει πως οι μυημένοι τρώγοντας τις σάρκες του ταύρου, έτρωγαν συμβολικά το σώμα του θεού κι έπιναν το αίμα του στο μυστικό συμπόσιο. Πίστευαν δε ότι μ’ αυτό τον τρόπο ο θεός κατερχόταν σ΄ αυτούς και με τη θεότητά του γέμιζε τις ψυχές τους. Η ωμοφαγία ήταν μια από τις υποχρεώσεις του Ορφικού βίου, όπως η θεία κοινωνία είναι για τους χριστιανούς.
Μια ωραία περιγραφή του μυστηρίου της μετάληψης μας δίνει ο Ορφέας στα “Αργοναυτικά”, όπου αφηγείται στον Μουσαίο μα κάθε λεπτομέρεια πώς ετοίμασε τη θυσία του ταύρου. Αφού τελείωσε η θυσία παρακάλεσε όλους τους ήρωες να σχηματίσουν κύκλο. Στη μέση του κύκλου τοποθέτησε ένα οστράκινο αγγείο που περιείχε κυκεώνα και που εκεί είχαν αναμιχθεί όλα με πολλή επιμέλεια: πρώτα το κριθάλευρο που μας δίνει ζωή, αίμα από τον ταύρο κι αλμυρό νερό από τη θάλασσα. Αφού στεφανώθηκαν με λιόκλαδα, πήρε στα χέρια του χρυσή φιάλη, τη γέμισε με το μίγμα και τη μοίρασε με τη σειρά σε όλους. Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα:

« Μουσαίε, αγαπημένο παιδί του Αντιόφημου,
με πρόσταζε να ετοιμάσω γρήγορα θυσίες πρεπούμενες.
Κι εγώ στις αμμουδερές ακτές μάζεψα
ξύλα, όσα προέρχονται από βελανιδιά βουνοθρεμμένη•
κι από πάνω σε πέπλο τοποθέτησα πλούσια δώρα
στους θεούς. Και τότε αρχηγό βοδιών, μεγάλο ταύρο,
έσφαζα, γυρίζοντας το κεφάλι του προς τον θεϊκό αιθέρα,
παίρνοντάς του τη ζωή• στον σωρό των ξύλων γύρω
έχυνα το αίμα εδώ κι εκεί. Κι αφού έβγαλα
την καρδιά του και την έβαλα σε κριθαρόπιτες
και έχυσα λάδι υγρό και πάνω γάλα προβατίνας,
τους ήρωες πρόσταξα να σταθούν ολόγυρα
και να καρφώσουν τα δόρατα
και τα ξίφη με την πλατιά λαβή
στο δέρμα και στα σπλάχνα του ταύρου,
πιέζοντας με τις παλάμες τους. Έβγαλα στη μέση
στηρίζοντάς το ένα αγγείο οστράκινο
γεμάτο από ένα μείγμα, στο οποίο με προσοχή
όλα είχαν ανακατευτεί,
της Δήμητρας πρώτα το ζωοποιό κριθάλευρο,
και αίμα ταύρου και αλμυρό νερό της θάλασσας.
Διέταξα να στεφανωθούν με λατρευτά στεφάνια ελιάς•
και τότε χρυσό κύπελλο με τα χέρια μου
γεμίζοντας από το μείγμα, το έδωσα στη σειρά
να δοκιμάσει κάθε άντρας
από τους αντρειωμένους βασιλιάδες. »

Οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια αναφωνούσαν: « Ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα, έλαβον εκ κίστης, εγγευσάμενος επεθέμην εις κάλαθον και εκ καλάθου εις κίστην. Καλά γε τα θεάματα και θεώ πρέποντα ». Γίνεται φανερό ότι της μετάληψης του κυκεώνα προηγείτο νηστεία, όπως και στη χριστιανική μετάληψη. Γενικά οι μυούμενοι νήστευαν πολλές ημέρες πριν την μύησή τους, κάνοντας έναν σωματικό καθαρμό.
Κατά την τελετουργία του Μυστικού Δείπνου του Μίθρα ( ναι, αυτή είναι η ονομασία!) συναντάμε την εξής καταπληκτική φράση: « Αυτός, που δε θα φάει από το σώμα μου και δε θα πιεί από το αίμα μου έτσι ώστε να ταυτιστεί μαζί μου κι εγώ μαζί του, δε θα λάβει σωτηρία. »
Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο διαβάζουμε: « λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε• λάβετε φάγετε τούτο εστι το σώμα μου• και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων• πίετε εξ αυτού πάντες• τούτο γαρ εστι το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών ». Στο κατά Ιωάννην επαναλανβάνονται από τον Ιησού, μετά από πολλά χρόνια, όσα είχε πει ο Μίθρας: « αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκαν του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωής εν εαυτοίς…ο τρώγων μου την σάρκαν και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.»
Θα θυμίσουμε επίσης ότι τόσο στα αρχαία μυστήρια όσο και στη χριστιανική θρησκεία η μετάληψη προϋποθέτει κατάλληλη προετοιμασία καθώς και νηστεία.

Χρίσμα:
Το έθιμο του χρίσματος με λάδι πιθανόν να είναι αιγυπτιακής έμπνευσης και παρατηρείται για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα π.Χ. στον συριακό χώρο. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία ο Φαραώ Θουτμές ο Γ’ έχυσε λάδι στο κεφάλι του παππού του ηγεμόνα Νουχάσσι, κάνοντας έτσι τον ίδιο βασιλιά της Συρίας και τους απογόνους του κληρονομικούς διαδόχους του. Οι Αιγύπτιοι Φαραώ ήσαν και θρησκευτικοί ηγέτες και θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα αιγυπτιακά μυστήρια έλκουν την καταγωγή τους στα προκατακλυσμιαία ελληνικά μυστήρια ( όπως εκτενέστερα αποδείξαμε σε σχετικό άρθρο μας σε προηγούμενη ανάρτηση.)
Στα Καβείρια μυστήρια η λουτροφόρος μετά το καθαρτήριο λουτρό έχριζε με λάδι τους μυούμενους.

Ιεροσύνη:
Είναι το μυστήριο της χειροτονίας, όπου ο επίσκοπος επιθέτει τα χέρια του πάνω στον χειροτονούμενο και προσεύχεται, οπότε κατεβαίνει η θεία χάρη και κάνει τον χειροτονούμενο άξιο λειτουργό του Υψίστου.
Σε όλες τις θρησκείες για να γίνουν οι ιερές τελετές και για την επικοινωνία των πιστών με το θείο υπήρχε το ιερατείο. Στα Ελευσίνια μυστήρια το ιερατείο αποτελούνταν από τους: Ιεροφάντη, Δαδούχο, Ιεροκήρυκα και τον Επιβώμιο ιερέα. Στα Καβείρια μυστήρια έχουμε: τον Κόη, τους Ανακτοτελεστές, τη Λουτροφόρο. Όπως στους αρχαίους έχουμε μια ιεραρχική διαβάθμιση, έτσι και στην χριστιανική εκκλησία έχουμε: τον Επίσκοπο, τον Πρεσβύτερο και τον Διάκονο. Ο μυούμενος Διάκονος χειραγωγείται από τους άλλους ιερωμένους « εις τα άδυτα και υπό την άπλετον φωταγωγίαν του ναού κυκλοί το θυσιαστήριον τρις ». Ανάλογη κίνηση έχουμε στους κορυβαντικούς χορούς των αρχαίων μυστηρίων.
Στη μύηση του επισκόπου έχουμε και τον ενθρονισμό του. Την τελετή της ενθρόνισης μνημονεύει ο Πλάτων στον “Ευθύδημο” και λέει: « Ίσως να ξέρεις, αν έχεις μυηθεί, στην ενθρόνιση αρχίζουν με χορούς και λογής παιγνίδια γύρω από τον μυούμενο. »
Στα Καβείρια μυστήρια η μύηση έληγε με τον ενθρονισμό του νεομύητου. Κάθιζαν τον νεομύητο σε θρόνο, μπροστά στον οποίο έκαιγε φωτιά. Γύρω από τη φωτιά χόρευαν πανηγυρίζοντας οι τελεστές ψιθυρίζοντας λέξεις ακατάληπτες στους αμύητους.

Γάμος:
Ο γάμος είναι η νόμιμη ένωση του άντρα και της γυναίκας. Στη χριστιανική θρησκεία με τη σχετική τελετή καθαγιάζεται ο γάμος με τη θεία χάρη που επέρχεται με τις ευλογίες του ιερέα. Ο γάμος ως κοινωνικός θεσμός, κυρίως, είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια. Από τους πρώτους εγγεγραμμένους είναι ο γάμος της Πηνελόπης στην Οδύσσεια. Αλλά και στην Ιλιάδα ο Ήφαιστος πλουμίζει την ασπίδα του Αχιλλέα:

« ……………………..ιστόρησε και γάμους
τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους με φώτα και λαμπάδες
και τις περνούσαν με νυφιάτικα τραγούδια από τις ρούγες… »

Ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει τη Μήδεια, λίγο πριν σκοτώσει τα παιδιά της, να θρηνεί λέγοντας:

« …και πριν ευτυχισμένα να σας αντικρίσω
πριν και λουτρά και νύφη και νυφικό κρεβάτι
στολίσω, και κρατήσω ακόμη τις λαμπάδες… »

Στους παραπάνω στίχους αναγνωρίζουμε πολλές αρχαίες επιβιώσεις στις σημερινές συνήθειες γύρω από τον γάμο. Στην αρχαιότητα, για να ΄ναι ο γάμος νόμιμος δινόταν εγγύηση, ο αρραβώνας. Ο γαμπρός και η νύφη ήσαν λαμπρά στολισμένοι και στεφανωμένοι ( Οδύσσεια ). Ο Σπυριδάκης υποστηρίζει ότι τα στέφανα ήταν “ειδωλολατρική συνήθεια”. Από τον Πλούταρχο πάλι και τον Δημοσθένη μαθαίνουμε πως στο τραπέζι του γάμου ( την γαμική θοίνη ) υπήρχαν πολλοί προσκαλεσμένοι, άνδρες και γυναίκες, για να μετριούνται ανάλογες μαρτυρίες πως ο γάμος γίνηκε νόμιμα.
Το πέταγμα του ρυζιού επικρατούσε σαν συμβολισμός της γονιμότητας. Βέβαια στα χρόνια μας έχει και τη σημασία του ριζώματος του γάμου. Και οι λαμπάδες του γάμου είναι παμπάλαιο έθιμο καθώς έλκουν την καταγωγή τους από τις δάδες των αρχαίων Ελλήνων.

Ευχέλαιο:
Ο σκοπός αυτού του μυστηρίου, όπου χρησιμοποιείται λάδι από το καντήλι αυτού που κάνει το ευχέλαιο, είναι η ίαση από τις ψυχοσωματικές ασθένειες γενικά και η άφεση των αμαρτιών κατά δεύτερο λόγο.
Από τα πανάρχαια χρόνια το λάδι είχε χρησιμοποιηθεί για τις θεραπείες διαφόρων ασθενειών και για την ευρωστία γενικά του σώματος. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά:
- Ο Όμηρος τραγουδούσε το λάδι με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό τους οι ήρωές του.
- Ο Πλάτωνας το παίνευε ως “πόνων αρωγήν”.
- Οι αθλητές πριν τους αγώνες αλείφονταν με λάδι.
- Τόσο οι θεοί όσο και οι άνθρωποι μετά το λουτρό τους χρησιμοποιούσαν αρωματικά λάδια.
Αναμφίβολα όλες αυτές οι χρήσεις του λαδιού δεν είχαν συμβολικό χαρακτήρα. Ωστόσο όμως αποτέλεσαν την αρχή για τον καθορισμό του λαδιού σαν μέσου χριστικού.

Το Μυστηριακό υπόβαθρο:
Η Καινή Διαθήκη περιέχει την εξωτερική διδασκαλία με πολύτιμες νύξεις για τις υπέρτατες αλήθειες των Μυστηρίων. Όποιος θέλει να μελετήσει την εσωτερική διδασκαλία που περιέχονται στο χριστιανισμό πρέπει να ανιχνεύσει τις μεγάλες αλήθειες, που κρύβονται πίσω από τις παραβολές και τις αλληγορίες, γιατί τα “άγια” δεν πρέπει να δίνονται στους ανίδεους και τους ανήθικους, κατά την προτροπή του Ιησού: « Μη δότε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτες υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήπωτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς ».
Και ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας είπε ότι είναι δύσκολο να εκθέσει κανείς την αλήθεια σε χονδροειδή ώτα. Ο Κέλσος κατηγορούσε τον χριστιανισμό ότι κρατούσε μυστική την εσωτερική του διδασκαλία. Ο Ωριγένης αντικρούοντας τον Κέλσο παραδέχτηκε πως είναι αλήθεια ότι υπήρχε μια μυστική διδασκαλία , η οποία δεν αποκαλυπτόταν στους πολλούς, αλλά πρόσθεσε ότι σ’ αυτό η εκκλησία ακολουθούσε το παράδειγμα των αρχαίων μυστηρίων, τα οποία δεν αποκάλυπταν τις εσωτερικές διδασκαλίες στους βέβηλους και σε ώτα ανεπαρκώς προετοιμασμένα.
Πιστεύουμε ότι στον ορθόδοξο μυστικισμό των μοναχών, κυρίως στο Αγ. Όρος, υπάρχουν μετά τον βαθμό των Μεγαλόσχημων ( οι φανεροί βαθμοί είναι: Ρασοφόροι- Σταυροφόροι- Μεγαλόσχημοι ) κι άλλοι μυστικοί βαθμοί ( πιθανόν άλλοι τριάντα, σύνολο τριάντα τρείς, όσα και τα χρόνια του Χριστού ) με διδασκαλίες και τεχνικές εντελώς άγνωστες όχι μόνο στον μέσο πιστό, αλλά και στους μοναχούς.
Είναι γεγονός ότι το τι ακριβώς ήταν η μύηση, το γινόταν και τι διδασκόταν στο άδυτο των ιερών των μυστηρίων, δεν είναι γνωστό. Και τούτο γιατί κανένας από τους μυημένους δε θέλησε να φανερώσει τα απόρρητα. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης προτρέπει τον χριστιανό μυημένο να μην αποκαλύψει τα όσα βίωσε με τα ακόλουθα λόγια: « Πρόσεξε μην αποκαλύψεις τα άγια των αγίων. Διατήρησε τα μυστήρια του κρυμμένου Θεού, έτσι ώστε να μη μπορέσει να συμμετάσχει ο βέβηλος σε αυτά και στις θείες ενοράσεις σου μόλα για τα ιερά πράγματα μόνο στους αγίους. »
Στα Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας ο ιεροκήρυκας με την κραυγή: « Εκάς, εκάς εστέ βέβηλοι » απομάκρυνε τους περίεργους και το πλήθος των αμυήτων. Ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο” λέει πως για ν’ απομακρύνουν τους αμύητους φώναζαν: « θύρας τοις ωσίν επίθεσθε βέβηλοι ». Στη χριστιανική λειτουργία σε κάποιο σημείο πρέπει να απέλθουν οι κατηχούμενοι και να μείνουν μόνον οι πιστοί, δηλ. όσοι είχαν βαπτιστεί. Πριν την επίκληση των ευχών για την μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, ο ιερέας συνιστά να προσέχουν άγρυπνα τις θύρες λέγοντας: « τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν ».
Είναι γεγονός πως η τελετουργία στρεφόταν γύρω από έναν θνήσκοντα θεό που τελικά ανασταίνεται. Στον χριστιανισμό έχουμε τον σταυρωμένο και θνήσκοντα Χριστό που την τρίτη μέρα ανασταίνεται. Το ίδιο έχουμε και στα Θρφικά μυστήρια όπου ο Διόνυσος- Ζαγρέας θανατώνεται από τους Τιτάνες, αλλά μετά ανασταίνεται από τον Δία. Στα Καβείρια μυστήρια ο Καδμίλος σκοτώνεται αλλά τον ανασταίνει ο Ερμής
Αγαπητέ αναγνώστη, θα μπορούσαμε να γράψουμε δεκάδες σελίδων, απ’ όπου θα είχες κι άλλες αποδείξεις ότι το μυστηριακό υπόβαθρο του χριστιανισμού είναι τα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια. Με όσα αναφέραμε, πιστεύουμε ότι γίνεται ολοφάνερη η συμβολή της μυστηριακής τελετουργίας και του συμβολισμού των αρχαίων Ελληνικών Μυστηρίων στις τελετές και τον συμβολισμό των Χριστιανικών Μυστηρίων.
Παρατηρώντας την πρώιμη χριστιανική αναπαράσταση της Σταύρωσης, με τις λέξεις « Ορφεύς Βακχικός », θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σταυρωμένος Χριστός είναι ο « αληθινός Ορφέας » που μετέφερε την ανθρωπότητα, όπως τη νύφη του στον “οίκο” της από τα βάθη του σκοτεινού Άδη.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

{ …άνθη και οπώρες από τον κήπο της γνώσης… }

Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ο γάμος για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ιερός. Σκοπός του ήταν η από κοινού συμβίωση του αντρα με τη γυναίκα ώστε να υπάρχει αλληλοβοήθεια στη ζωή και η τεκνοποίηση. Έτσι η κοινωνία ευδαιμονούσε και τροφοδοτούνταν με υγιή, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή και το πνεύμα, νέα μέλη. Ο Ξενοφών στον “Οικονομικό” μας λέει: « Εμοί γαρ τοι, έφη, φάναι, και οι θεοί, ω γύναι, δοκούσι πολύ διεσκεμμένως μάλιστα το ζεύγος τούτο συντεθεικέναι ό καλείται θήλυ και άρρεν, όπως ότι ωφελιμώτατον ή αυτώ εις την κοινωνίαν. πρώτον μεν γαρ του μη εκλιπείν ζώων γένη τούτο το ζεύγος κείται μετ’ αλλήλων τεκνοποιούμενον, έπειτα το γηροβοσκούς κεκτήσθαι εαυτοίς εκ τούτου του ζεύγους τοις γουν ανθρώποις πορίζεσθαι.» ( Ξενοφ. Οικονομ. VII. 18 ). Kαι συνεχίζει πιο κάτω: « Συνεπαινεί δε, έφη φάναι, και ο νόμος αυτά, συζευγνύς άνδρα και γυναίκα, και κοινωνούς ώσπερ των τέκνων ο θεός εποίησεν, ούτω και ο νόμος του οίκου κοινωνούς καθίστησι.» ( Ξενοφ. Οικονομ. VII. 30 )
Ο μεγάλος επικός ποιητής Όμηρος μας παρουσιάζει δύο θαυμάσια παραδείγματα συζύγων, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, του Έκτορα και της Ανδρομάχης. Η αφοσίωση της Ανδρομάχης με σπαραγμό δίνεται στην προσπάθειά της να αποτρέψει τον Έκτορα από το να βγει στη μάχη με τον Αχιλλέα:
« Η ορμή σου το θάνατο, άμοιρε, θα σου φέρει.
το μωρό σου δε συμπονάς, την άμοιρη εμένα,
που χήρα γοργά θα μείνω. όλοι γοργά ορμώντας
πάνω σου θα σε σκοτώσουν. αν στερηθώ εσένα,
ν’ ανοίξει η γη και να χωθώ καλύτερα για μένα.
Δε θα έχω άλλη ζεστασιά, αν τώρα συ πεθάνεις,…
Για μένα είσαι, Έκτορα, και μάνα και πατέρας
και αδελφός και δυνατός της κλίνης σύντροφός μου…( Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Ζ’, στ. 407-430 )
Το εγκώμιο της Πηνελόπης πλέκει ο Αγαμέμνονας:
« Μίλησε τότε η ψυχή του γιου του Ατρέα κι είπε:
«- Καλότυχε, Λαέρτη γιε, πολύσοφε Οδυσσέα,
γυναίκα συ απόκτησες μ’ ασύγκριτες τις χάρες.
Πόσο άψογη στη σκέψη της ήταν η Πηνελόπη,
η κόρη του Ικάριου! Δεν ξέχασε ποτέ της
τον άντρα της! Η δόξα της αρετής θα μείνει.
και θα της κάμουν οι θεοί πανέμορφο τραγούδι
πάνω στη γη να τραγουδούν όλη την Πηνελόπη…» » ( Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Ω’, στ. 191- 198 ).
Η ιερότητα του γάμου δηλώνεται στην πλατωνική πολιτεία: « Δήλον δε ότι γάμους το μετά τούτο ποιήσομεν ιερούς εις δύναμιν ότι μάλιστα…». Ο γάμος μεταξύ συγγενικών ατόμων δεν ήταν επιτρεπτός, ούτε το ερωτικό σμίξιμο. Το ίδιο ανεπίτρεπτο ήταν ο άντρας να έχει πολλές γυναίκες. Ο Ευριπίδης μέσα από το στόμα της Ερμιόνης απευθύνει τα ακόλουθα λόγια προς την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα, που σκλάβα στην Ελλάδα έχει μεταφερθεί μετά της Τροίας το κούρσεμα:
« Κι έχεις σε τόση αναισθησία φτάσει,
που τολμάς να πλαγιάζεις, κακομοίρα,
με το γιο εκεινού που ‘χει σκοτώσει
τον άντρα σου και τέκνα έχεις γεννήσει
με το φονιά. Το γένος των βαρβάρων
τέτοιο. Γονιός με θυγατέρα σμίγει,
μάνα με γιο, αδερφός την αδερφή του.
ο συγγενής το συγγενή του σφάζει
κι οι νόμοι τους αυτά δεν τα εμποδίζουν.
Τέτοιες συνήθειες εδώ μη φέρνεις.
Δεν είναι ωραίο ένας άντρας να ‘χει δύο
γυναίκες. Όποιοι θέλουν να πηγαίνει
καλά το σπιτικό τους, ένα μόνο
κρεβάτι νυφικό τους φτάνει. » ( Ευριπίδου “Ανδρομάχη”, στ. 170- 181)
Η γυναίκα έπρεπε να κοσμείται από αρετές, γιατί « ου το κάλλος, ώ γύναι, αλλ’ αρεταί τέρπουσι τους ξυνευνέτας » [ Μετάφρ.: οι αρετές μας κι όχι τα κάλλη του κορμιού γλυκαίνουν τους άντρες.]
( Ευριπίδου “Ανδρομάχη”, στ.207-208 ). Δεν κυνηγούσαν νύφες με πλούσια προίκα, αλλά επεδίωκαν η σύντροφος να είχε ευγενικό ήθος και τρόπους. Η κατάληξη γάμων από συμφέρον πολλές φορές οδηγούσε ( αλλά και σε όλες τις εποχές οδηγεί ) σε συμφορές. Είναι χαρακτηριστική η γεμάτη απόγνωση αποστροφή του Πηλέα, του γονιού του Αχιλλέα, όταν έμαθε το θάνατο του εγγονού του Νεοπτόλεμου, που δολοφονήθηκε στο ιερό των Δελφών από τον Ορέστη, ο οποίος διεκδικούσε τη γυναίκα του δολοφονημένου, Ερμιόνη:
« κάτ’ ου γαμείν δήτ’ εκ τε γενναίων χρεών
δούναί τ’ ες εσθλούς, όστις εύ βουλεύεται,
κακών δε λέκτρων μη ‘πιθυμίαν έχειν,
μηδ’ εί ζαπλούτους οίσεται φερνάς δόμοις;
ου γάρ ποτ’ αν πράξειαν εκ θεών κακώς. »
[Μετάφρ.: Ο γνωστικός πρέπει να σμίγει πάντα μ’ ευγενική γενιά και τα παιδιά του
μ’ ευγενική γενιά να τα παντρεύει, γάμους ανάξιους να μη θέλει μήτε
πολύχρυση κι αν πάρει προίκα. Αν κάνουν έτσι, κακό οι θεοί δε θα τους δώσουν.] ( Ευριπίδου “Ανδρομάχη” , στ. 1289-1283 ).
Ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” καθορίζει και την κατάλληλη ηλικία για γάμο, λαμβάνοντας υπόψη την ακμή του σώματος και της φρόνησης καθώς και την ωριμότητα για τεκνογονία. Έτσι για τη γυναίκα καθόριζε το 20ο έτος της ηλικίας και για τον άντρα το 30ο. Προηγείτο αρραβώνας, όπου οι γονείς της κόρης έδιναν εγγυήσεις, που τις ονόμαζαν “εγγύαι” (*1), και καθόριζαν την προίκα, που ονομαζόταν “φερνή” και “έδνον”.
Τον γάμο τελούσαν σε ορισμένο μήνα, που τον αποκαλούσαν Γαμηλιώνα ( σημερινό Ιανουάριο και αρχές Φεβρουαρίου ) διαλέγοντας να είναι αίθριος και γαλήνιος ο καιρός (*2) και ημέρα κοντά σε πανσέληνο. Πριν το γάμο προηγούνταν γιορτή αφιερωμένη στους γαμήλιοιυς θεούς, στους οποίους θυσίαζαν, την οποία ονόμαζαν προγάμεια ή προτέλεια (*3).
Υπήρχε η συνήθεια πριν από το γάμο να τελείται και η γιορτή του λουτρού, κατά την οποία η μελλόνυμφος έπαιρνε το λουτρό του γάμου σε ορισμένη κρήνη ( βρύση ), πηγή ή ποταμό. Στην Αθήνα γινόταν η τελετή στην κρήνη Καλλιρρόη, ενώ στη Θήβα στον Ισμηνό ποταμό. Ο Θουκυδίδης μας αναφέρει: « Και τη κρήνη τη νυν μεν των τυράννων σκευασάντων Εννεακρούνω καλουμένη, το δε πάλαι φανερών ουσών των πηγών Καλλιρρόη ωνομασμένη, εκείνοί τε εγγύς ούση, τα πλείστου αξία εχρώντο, και νυν έτι από του αρχαίου πρό τε γαμικών και εις άλλα των ιερών έτι νομίζεται χρήσθαι. » Ο Ευριπίδης στις “Φοίνισσες” γράφει: « ανυμέναια δ’ Ισμηνός εκυδεύθη λουτροφόρου χλιδάς. ανά δε Θηβαίων πόλιν εσιγάθη σας έσοδοι νύμφας ».
Όταν ο γαμπρός έκανε τον πρώτο του γάμο, ο ίδιος έπαιρνε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι και την οδηγούσε στο σπίτι του με άμαξα, την οποία ονόμαζαν “απήνη” (*4). Η νύφη ήταν ντυμένη με λαμπρή στολή, φορώντας εσθήτα με στολίδια, περιδέραιο και δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους, ήταν μυρωμένη μ’ ευωδιαστά μύρα, στο κεφάλι είχε ευρύ και μακρύ βέλος και ήταν στεφανωμένη. Πάνω στην άμαξα κάθονταν τρεις, στη μέση η νύφη και δεξιά κι αριστεράς ο γαμπρός και ο παράνυμφος ή πάροχος ( ο σημερινός κουμπάρος ) (*5). Στεφανωμένοι ήσαν επίσης ο γαμπρός και ο πάροχος. Το σπίτι της νύφης στολιζόταν με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Τη συνοδεία των νεονύμφων αποτελούσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι. Από τις πληροφορίες που έχουμε, θα πρέπει η γαμήλια πομπή να σχηματιζόταν το βράδυ, γιατί μπροστά πήγαιναν οι δαδούχοι, φέροντας τις νυφικές δάδες, ενώ άλλοι έψαλλαν με τη συνοδεία αυλού τον υμέναιο, δηλ. το νυφικό τραγούδι και οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν. Η νύφη στη διάρκεια της μεταφοράς της, που περνούσαν από την αγορά κι έβγαιναν στο δρόμο για να τους ευχηθούν οι συμπολίτες τους, είχε το πρόσωπο καλυμμένο με το πέπλο.
Ο Ησίοδος κάνει μια πολύ ωραία περιγραφή:
« …παρά δ’ εύπυργος πόλις ανδρών,
χρύσειαι δε μιν είχον υπερθυρίοις αραρυίαι
επτά πύλαι. τοι δ’ άνδρες εν αγλαϊαις τε χοροίς τε
τέρψιν έχον. τοι μεν εϋσσώτρου επ’ απήνης
ήγοντ’ ανδρί γυναίκα, πολύς δ’ υμέναιος ορώρει.
τήλε δ’ απ’ αιθομένων δαϊδων σέλαε ειλύφαζε
χερσίν ενί δμωών. ται δ’ αγλαίη τεθαλυίαι
πρόσθ’ έκιον, τήσιν δε χοροί παίζοντες έποντο.
τοι μεν υπό λιγυρών συρίγγων ίεσαν αυδήν
εξ απαλών στομάτων, περί δε σφισιν άγνυτο ηχώ.
αι δ’ υπό φορμίγγων άναγον χορόν ιμερόεντα. »
[Μετάφρ.: Δίπλα υπήρχε ανθρώπων πόλη με ωραίους πύργους
Πύλες εφτά την κλείνανε χρυσές στ’ ανώφλια τους
καλόκλειστες. Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς χαιρόταν.
Άλλοι σε αμάξια μ’ ωραίους τροχούς γυναίκα στο σπίτι
του γαμπρού οδηγούσανε και το νυφιάτικο τραγούδι ζωηρό υψωνόταν.
Μακριά απ’ τα φλεγόμενα δαδιά το φως τους στριφογύρναγε,
σαν τα κρατάγανε στα χέρια τους οι δούλες. Κι εκείνες,
με τη γιορτή χαρούμενες, πηγαίναν μπρος και πίσω τους
ακολουθούσαν παίζοντας χοροί.
Οι άντρες κάτω απ’ τον ήχο των γλυκόφωνων συρίγγων αφήνανε φωνή
απ΄ τα απαλά τους στόματα και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
Και οι γυναίκες κάτω απ’ της φόρμιγγας τον ήχο εράσμιο έσερναν χορό.] ( Ησιόδου “Η ασπίδα του
Ηρακλή”, στ. 270-280 )

Και ο Όμηρος μας δίνει παρόμοια περιγραφή:
« Έβαλε και δυο όμορφες θνητών ανθρώπων πόλεις.
Στη μια απ’ αυτές γίνονταν γάμοι και χαροκόπια.
νύφες από τα σπίτια τους με φωτιά, με λαμπάδες
μες στους δρόμους συνόδευαν, τραγούδια αντιλαλούσαν.
χορευτές στιφογύριζαν. στη μέση αντηχούσαν
κιθάρες, αυλοί. στις πόρτες στέκονταν οι γυναίκες
και καθεμιά τους έβλεπε με θαυμασμό τους γάμους. » ( Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Σ’, στ. 490- 496 ).
Αν, όμως, ο γαμπρός έκανε δεύτερο γάμο, δεν επιτρεπόταν να παραλάβει ο ίδιος τη νύφη, αλλά την οδηγούσε σ’ αυτόν κάποιος από τους φίλους του, που λεγόταν νυμφαγωγός ή νυμφοστόλος.
Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι του γαμπρού, που ήταν κι αυτό στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νύφη υποδεχόταν η μητέρα του γαμπρού κρατώντας στα χέρια δάδες. Οι συγγενείς έριχναν στους νεόνυμφους σύκα κι άλλα καλούδια, που τα έλεγαν καταχύσματα (*6), για να έχει το ζευγάρι ευπορία και εύθυμο βίο.
Σε ορισμένα μέρη της Βοιωτίας υπήρχε η συνήθεια να καίνε μπροστά στη κεντρική πύλη ή την πόρτα τον άξονα της άμαξας, με την οποία έφεραν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αυτό δήλωνε την υποχρέωση της νύφης να είναι προσηλωμένη στον άντρα της και στο σπιτικό της.
Με την είσοδο της νύφης στο σπίτι του γαμπρού, παραθέτανε γαμήλιο τραπέζι, την γαμική θοίνη, στο οποίο καλούσαν άντρες και γυναίκες, για να υπάρχουν πολλοί μάρτυρες σχετικά με τη νομιμότητα του γάμου. Έτρωγαν, όμως, ξεχωριστά, σε άλλο δωμάτιο οι άντρες και σ’ άλλο οι γυναίκες και ανάμεσα σ’ αυτούς στεκόταν η νύφη, φορώντας πάντα το πέπλο. Στα εδέσματα συμπεριλαμβανόταν ο φτιαγμένος από σουσάμι μεγάλος πλακούντας (*7), σύμβολο πολυτεκνίας. Ο Αριστοφάνης μας λέει:
« εδόκουν γαρ εν τοις γάμοις σήσαμον διδόναι,
ός έστι πλακούς γαμικός από σησάμου,πεποιημένος
δια το πολύγονον, ως φησί Μένανδρος.» ( Αριστοφάνους “Ειρήνη”, στ. 869-871)
Τα φαγητά ήσαν πλούσια με πολλά σφάγια. Ας αφήσουμε τον Όμηρο να κάνει την περιγραφή:
« Στην πολυφάραγγη Σπάρτη , στη βαθουλή, σαν πήγαν,
προς το παλάτι τράβηξαν του ένδοξου Ατρείδη.
Τον βρήκαν να γιορτάζει εκεί μ’ ένα σωρό δικούς του
γιου γάμο, κόρης άψογης στο σπιτικό του μέσα.
Την κόρη του έστελνε στο γιο του αντρείου Αχιλλέα.
την είχε τάξει απαρχής στην Τροία, για γυναίκα
να του τη δώσει. Κι οι θεοί ξετέλειωναν το γάμο.
μ’ αμάξια και με άλογα την έστελνε να πάει
στων Μυρμιδόνων τη λαμπρή πόλη που κυβερνούσε…
Έτσι μες στο ψηλόροφο ξεφάντωναν παλάτι
γείτονες και συμπέθεροι του ένδοξου Ατρείδη
και χαίρονταν. και δίπλα τους κρατώντας την κιθάρα
ο έξοχος τραγουδιστής τραγουδούσε. στη μέση
δύο ακροβάτες χόρευαν στριφογυρνώντας όλο….
Τότε ο ξανθός Μενέλαος τους είπε χαιρετώντας:
«-Τρώτε, λοιπόν, κι έχετε γειά! Κι όταν αποφάτε,
Ώρα να σας ρωτήσουμε ποιοι άνθρωποι να είστε…»
Έτσι είπε και τους έδωσε παχιά βοδίσια πλάτη
Ψητή, στα χέρια πιάνοντας, σ’ αυτού που είχαν δώσει.
Σ’ έτοιμα φαγητά αυτοί τα χέρια τους κινούσαν…
( Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Δ’, αποσπάσματα στ. από 1 έως 67 ).
Αφού φρόντιζαν για τους καλεσμένους οι νεόνυμφοι, μετά αποσύρονταν σ’ ένα θάλαμο για να φάνε μαζί το πρώτο τους δείπνο. Στην αρχή τους έδιναν να φάνε γλυκό κυδώνι για να έχουν γλυκιά και τερπνή ομιλία. Για όσο χρόνο έτρωγαν νέοι και νέες τους τραγουδούσαν τον υμέναιο και τον επιθαλάμιο ύμνο (*8). Ταυτόχρονα λαμπροντυμένες παρθένες στεφανωμένες με υακίνθους έψαλλαν και χόρευαν. Μετά τα μεσάνυχτα έληγε η γαμήλια τελετή κι ακολουθούσε η λεγόμενη μυστική νύχτα, όπου έσμιγαν ερωτικά οι νεόνυμφοι. Όταν ξημέρωνε η επόμενη μέρα, δεχόντουσαν δώρα οι συζευγμένοι νέοι, τα λεγόμενα επαύλια, ενώ τα δώρα που έπαιρναν τη δεύτερη μετά το γάμο μέρα λεγόντουσαν απαύλια (*9) και της τρίτης μέρας οπτήρια και ανακαλυπτήρια, γιατί αυτή τη μέρα η νύφη έβγαζε το πέπλο της κι έβλεπαν το πρόσωπό της.
Από τα παραπάνω φαίνεται πως ο γάμος διαρκούσε τέσσερις μέρες, όπως και μέχρι πριν από χρόνια, περί τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ο Πλάτωνας τονίζει πως ο άνθρωπος με το γάμο πρέπει να αποβλέπει στη διαιώνιση του είδους, αφήνοντας πίσω του απογόνους, που θα υπηρετούν τον θεό. Την πρώτη μέρα του γάμου πρέπει να είναι προσεχτικοί να μη μεθύσουν. Στο βιβλίο του “Νόμοι” διαβάζουμε:
« Ιδιαίτερα την ημέρα του γάμου, του πιο σημαντικού γεγονότος της ζωής τους, τόσο ο γαμπρός όσο και η νύφη πρέπει να δείξουν αυτοσυγκράτηση, αφού δεν ξέρουν πότε με τη βοήθεια του θεού θα συλληφθεί το παιδί τους, ώστε να είναι βέβαιοι ότι δεν ήσαν μεθυσμένοι όταν τεκνοποίησαν. Είναι γνωστό ότι η σύλληψη δεν πρέπει να γίνεται από μεθυσμένους γονείς αλλά χωρίς κανέναν εξωτερικό επηρεασμό, ώστε το έμβρυο να αναπτυχθεί κανονικά και αδιατάραχτα. Όταν ο άνθρωπος είναι μεθυσμένος πηγαινοέρχεται σαν τρελός κάτω από την επίδραση του ποτού. Έτσι το σπέρμα του είναι ανεπαρκές και σε κακή κατάσταση, με αποτέλεσμα να φέρει στον κόσμο παιδιά με κακό χαρακτήρα και, πολύ πιθανό, με ανάπηρο σώμα και ψυχή. Για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου αλλά και της ζωής του, και προπάντων στο διάστημα της τεκνοποιίας, πρέπει κανείς να προσέχει πολύ να μην κάνει τίποτα που να βλάψει την υγεία του ή θα προκαλέσει βιαιότητες και αδικίες, αφού όλα αυτά αποτυπώνονται στα σώματα και τις ψυχές των παιδιών του, που μοιάζουν με τον πατέρα τους και γίνονται δυστυχισμένα πλάσματα. Ιδιαίτερα πρέπει να προσέχει την πρώτη μέρα και την πρώτη νύχτα του γάμου του, γιατί, αν η αρχή γίνει σωστά και προσεχτικά, υπάρχει η εγγύηση των θεών ότι όλα θα πάνε καλά. Αν τηρήσει τα παραπάνω απολαμβάνει και τις ανάλογες τιμές. » ( Πλάτωνος “Νόμοι”, βιβλίο ΣΤ, 775c-e )
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Eγγύη: εγγύηση σε μνηστεία, που έδινε ο πατέρας στον γαμπρό ενώπιον μαρτύρων (« εγγύην δε είναι κυρίαν πατρός μεν πρώτον»)
Φερνή: καθετί που φέρνει η γυναίκα στο σπίτι του άντρα όταν παντρεύονται.
Έδνον: το υπό του μνηστήρος καταβαλλόμενο τίμημα προς τον πατέρα της μνηστής, αλλά και τα προσφερόμενα δώρα στη νύφη από τους συγγενείς του πατέρα και της μητέρας.

(*2). Γνωρίζουμε ότι αυτή την περίοδο υπάρχουν τέτοιες μέρες, οι λεγόμενες “αλκυονίδες μέρες”.

(*3). Προγάμεια: θρησκευτική τελετή με θυσίες που τελούσαν πριν το γάμο, αφιερωμένη στους προστάτες θεούς του γάμου, όπως το Δία, την Ήρα, την Άρτεμη, κατά την οποία η νύφη έκοβε και πρόσφερε ως απαρχή μπούκλες από τα μαλλιά της.
Στο λεξικό Σουϊδα διαβάζουμε: « προτέλεια, ημέραν ούτως ονομάζουσιν, εν ή εις την ακρόπολιν την γαμουμένην παρθένον άγουσιν οι γονείς εις τον θεόν και θυσίαν επιτελούσι ».

(*4). Απήνη: τετράτροχη άμαξα που την έσερναν ημίονοι ή βόδια. Γενικότερα κάθε είδους άμαξα ή άρμα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας λέει: « ημίονοι έλκον τετράκυκλον απήνη ».

(*5). Πάροχος: αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον πάνω σ’ ένα όχημα, ο παροχούμενος, ο συνέποχος, ο παράνυμφος.
Κατά το λεξικό του Φωτίου « πάροχος, ο παροχούμενος εκ τρίτων τω νυμφίω και τη νύμφη επί της αμάξης » ενώ κατά το Σουϊδα « πάροχοι λέγονται και οι παράνυμφοι, παρά το παροχείσθαι τοις νυμφίοις. επ’ οχήματος γαρ τας νύμφας ήγον ».

(*6). Καταχύσματα: μίγμα από ξηρούς καρπούς, όπως σύκα, φοίνικες, αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια, στραγάλια, σταφύδες, κάστανα κ.α. με τα οποία έραιναν τους νεονύμφους και όλους τους παρευρισκόμενους, για να προοιωνίσουν την ευπραγία.

(*7). Πλακούς: είδος γλυκίσματος από ζύμη με ζάχαρη, αρώματα κ.α., που είχε πεπλατυσμένο σχήμα, σαν πίττα.

(*8). Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα του επιθαλάμιου ύμνου της Ελένης, όπως μας έχει διασωθεί:
« Εν ποκ’ άρα Σπάρτα ξανθότριχι παρ Μενελάω παρθενικαί θάλλοντα
κόμαις υάκινθον έχοισι πρόσθεν νεογράπτω θαλάμω χορόν εστάσαντο,…»
[Μετάφρ.: Με τα ζουμπούλια στα μαλλιά οι δώδεκα παρθένες, που ήταν οι καλύτερες από τη Λακωνία,
στην Σπάρτη όταν ήρθανε, στου Μενέλαου το σπίτι, του ξανθομάλλη γιου του Ατρέα,
εστάθηκαν έξω από την κάμαρα την καινουργιοβαμμένη, που είχαν κλείσει μέσα κει
τη νιόπαντρη γυναίκα, την κόρη του Τυνδάρεω, την όμορφη Ελένη,
και στήσανε εκεί χορό και όλες τραγουδούσαν, πλέκοντας τα ποδάρια τους
που ρυθμικά κροτούσαν, κι αντιλαλούσε η κάμαρα του γάμου το τραγούδι…
Σαν την αυγή το χάραμα την όψη της που δείχνει, σαν άνοιξη κατάλευκη
σαν φεύγει ο χειμώνας, τέτοια η Ελένη η χρυσή λάμπει ανάμεσά μας.
Στολίδι μέσ’ τον εύφορο αγρό είναι το κυπαρίσσι, όταν ψηλό ορθώνεται
μα και στο περιβόλι, ή άλογο θεσσαλικό στο άρμα είν’ στολίδι,
στην Λακωνία στόλισμα η ροδαλή Ελένη…
Είθε να δώσει η Λητώ, Λητώ η παιδομάνα, πολλά παιδιά
κι η Κύπριδα να σας μοιράσει αγάπη. Του Κρόνου ο γιος
ο Ζευς άφθονα να δώσει από φαμίλια αρχοντικιά σε αρχοντικιά να πάνε.
Κοιμάστε αναπνέοντας αγάπη ο ένας του άλλου και σηκωθείτε
την αυγή για να μην ξεχαστείτε. Εμείς θα ‘ρθούμε την αυγή
όταν γλυκολαλήσει απ’ τη φωλιά του ο πετεινός τραγουδιστής
ο πρώτος, με ψηλωμένο το λαιμό, φτερά που έχει ωραία.
Νιώσε χαρά, Υμέναιε, για τούτονε το γάμο. ]

(*9). Αυτό το έθιμο πραγματεύεται ο Ευστάθιος λέγοντας ότι κατά τον Παυσανία: « εκάλουν επαυλίαν ημέραν, καθ’ ήν εν τη του νυμφίου οικία η νύμφη πρώτον επηύλισται, και απαύλια τα μετά την εχομένην ημέραν του γάμου δώρα παρά της νύμφης πατρός φερόμενα τοις νυμφίοις εν σχήματι πομπής. Παις γάρ, φησίν, ηγείτο χλανίδα (*10) λευκήν έχων και λαμπάδα καιομένην. Έπειτα παίς ετέρα κανηφόρος, είτα λοιπαί φέρουσαι λεκανίδας, σμήγματα, φορεία, κτένας…»

(*10) Χλανίς: είδος λεπτού και ελαφριού επενδύτη, που φορούσαν άνδρες και γυναίκες περισσότερο διακοσμιτικά και λιγότερο για να προφυλαχθούν από το κρύο « γαμικήν χλανίδα δότω τις δεύρό μοι…»