Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

28 Οκτωβρίου 1940



Από Δαμ-ων

Εξήντα οκτώ χρόνια συμπληρώνονται αύριο το πρωί από το χάραμα εκείνο της 28ης Οκτωβρίου 1940, που η Ελλάδα σύσσωμη τινάχτηκε πάνω κι αποκρίθηκε στη φασιστική πρόκληση με το παλικαρίσιο ΟΧΙ.
Αύριο η πατρίδα πάλι γιορτάζει τα ένδοξα γεγονότα που ακολούθησαν την 28η Οκτωβρίου 1940. Αύριο έχουμε γιορτή αλλά και μνημόσυνο. Γιορτή, γιατί με ευφρόσυνη διάθεση αναλογιζόμαστε και θυμόμαστε τις ηρωικές πράξεις του Ελληνικού λαού. Εύγε λοιπόν! Και άξιος είναι ο λαός που θυμάται, και το έθνος ευτυχισμένο όταν τιμά τους νεκρούς του ενσυνείδητα.
Μνημόσυνο, γιατί η θύμησή μας αγκαλιάζει εκείνους που αδικοχάθηκαν για μια δίκαιη υπόθεση.
Τον πόλεμο του 1940 δεν τον ζητήσαμε, δεν τον προκαλέσαμε, δεν τον θελήσαμε. Μας επιβλήθηκε με τον χυδαιότερο τρόπο. Η Ιταλία ψυχρά, υποκριτικά, με το θράσος και την αλαζονεία του δυνατού, ζήτησε από την αδύναμη φαινομενικά Ελλάδα να παραδώσει τα εδάφη της, να αρνηθεί την ελευθερία της, να κατασπιλώσει την τιμή της.
Οι Έλληνες όμως του 40, γνήσιοι απόγονοι αυτών που πολέμησαν τα παλιά χρόνια στον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Θερμοπύλες, και στη νεώτερη εποχή στα Δερβενάκια, τη Γραβιά και την Αλαμάνα, είπαν και πάλι «Μολών λαβέ». Βροντοφώναξαν ΟΧΙ. Και ο άνθρωπος με το ΟΧΙ της Ελληνικής ψυχής αποκάλυπτε το είναι του, έβρισκε τις αληθινές του διαστάσεις, που ορίζονται από την πίστη σε ιδεώδη συνεργασίας, ανιδιοτέλειας, αλληλεγγύης, αγάπης, φιλίας και συντροφικότητας, από εμπιστοσύνη στη δική του δύναμη και στις δικές του αξίες. Αυτή η απάντησή μας ήταν για τους Ευρωπαϊκούς λαούς, που στέναζαν κιόλας από το ζόφο της Χιτλερικής σκλαβιάς, ένα φως, το οποίο προμηνούσε τον ερχομό της ελπίδας και της λευτεριάς. Ο κόσμος μάθαινε για μια ακόμη φορά, πως άξιοι για να ζήσουν είναι μόνο αυτοί που γνωρίζουν να πεθαίνουν.
Οι Έλληνες, χωρίς επαρκή εφοδιασμό, χωρίς σύγχρονο πολεμικό υλικό, κινητοποιήθηκαν, έτρεξαν στην πρώτη γραμμή, γιατί «αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο», έχοντας την πίστη ότι ο αγώνας τους είναι αγώνας για την πατρίδα, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία. Το σκηνικό της νέας δραματικής εθνικής εποποιίας είναι οι χιονοσκέπαστες βουνοκορφές της Πίνδου, η κακοτράχαλη Ήπειρος, οι Ελληνοαλβανικές μεθοριακές γραμμές, η δύσβατη Βόρεια Ήπειρος. Οι Έλληνες φαντάροι, βροντοφωνάζοντας «Αέρα», απόκρουσαν την επιδρομή, έκαναν στη συνέχεια αντεπίθεση απωθώντας του Ιταλούς και κόντεψαν να τους ρίξουν στη θάλασσα.
Κι έτσι γράφτηκε το Αλβανικό έπος. Η Ιστορία έπαψε να είναι λόγοι και σελίδες των σχολικών βιβλίων, των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και των εγκυκλοπαιδειών και μεταβάλλεται σε πράξη ζωής. Δε γράφεται πια με μελάνι αλλά με το κοχλαστό αίμα των ηρώων. Ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι, που μας κήρυξε τον πόλεμο, αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ανωτερότητα του πάθους για τιμή κι ελευθερία απέναντι στις αρτιότερα εξοπλισμένες μεραρχίες, λέγοντας: « Ο πόλεμος με την Ελλάδα απέδειξε ότι τίποτε δεν είναι ακλόνητον εις τα στρατιωτικά πράγματα και πάντοτε μας περιμένουν εκπλήξεις.»
Μα η νίκη, φτερωτή πάντοτε, αφού στεφάνωσε το Ελληνικά όπλα και τα μέτωπα των νέων πολεμιστών, έφυγε κυνηγημένη από τους σιδηρόφρακτους νέους κατακτητές της Ευρώπης, τους οραματιστές της Άρειας φυλής. Οι Γερμανοί άρχισαν την επίθεση στις 6 Απριλίου 1941. Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα αναβιώνουν στα οχυρά του Ρούπελ. Με ελάχιστα πυρομαχικά και της καρδιάς τα όπλα ανάγκασαν τους άκαμπτους και σκληροτράχηλους Γερμανούς να υποκλιθούν μπροστά στον ηρωισμό τους και τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούσβελτ, να αναγνωρίσει ότι: «Οι Έλληνες εδίδαξαν δια μέσου των αιώνων την αξιοπρέπειαν. Όταν όλος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα,, ο Ελληνικός λαός ετόλμησε να αμφισβητήσει το αήττητον του γερμανικού τέρατος αντιτάσσοντας το υπερήφανον πνεύμα της ελευθερίας.» . Αναγνωρίζεται σε όλη την υφήλιο ότι οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες σαν Έλληνες!
Ο αρχηγός του Γερμανικού έθνους, Αδόλφος Χίτλερ, σε λόγο του, που εκφώνησε στο Ράιχσταγκ, παραδέχτηκε: «Χάριν της ιστορικής αληθείας οφείλω να διαπιστώσω ότι μόνον οι Έλληνες εξ’ όλων των αντιπάλων οι οποίοι με αντιμετώπισαν, επολέμησαν με παράτολμον θάρρος και υψίστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον.»
Όμως η συνδυασμένη δύναμη των δύο αυτοκρατοριών, μας έκαμψε. Έτσι άρχισε η φοβερή κατοχή. Μπορεί ο λαός να δεινοπάθησε από την πείνα και το κρύο, αλλά η καρδιά του παλλόταν στο ρυθμό της μακραίωνης ιστορίας του. Ο αγώνας συνεχίστηκε στην Κρήτη, στις πόλεις, στα βουνά. Νέες σελίδες γράφονται στο βιβλίο της Ελληνικής Ιστορίας, που σε τίποτα δεν υπολείπονταν από τις ένδοξες του παρελθόντος. Ο Ελληνικός λαός αντιστέκεται. Σε όλα τα μέρη της πατρίδας μας, ανεξάρτητα από κομματικές και κοινωνικές διαφορές. Ο κατακτητής έχασε πολύτιμο χρόνο μ’ αυτόν το αδάμαστο λαό, κι αναγκάστηκε να έχει μεγάλο στράτευμα στον ελλαδικό τόπο. Έτσι άργησε να ξεκινήσει τον πόλεμο της Ρωσίας, τον οποίο έκανε μέσα στον άγριο χειμώνα γνωρίζοντας την ήττα. Ο στρατάρχης του σοβιετικού στρατού Γεώργης Ζουκώφ έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Εάν ο Ρωσικός λαός κατόρθωσε να ορθώσει αντίσταση μπροστά στις πόρτες της Μόσχας, να συγκρατήσει και να ανατρέψει τον Γερμανικό χείμαρρο, το οφείλει στον Ελληνικό λαό, που καθυστέρησε τις Γερμανικές μεραρχίες όλον τον καιρό, που θα μπορούσαν να μας γονατίσουν. Η γιγαντομαχία της Κρήτης υπήρξε το κορύφωμα της Ελληνικής προσφοράς.»
Τελικά ήρθε η κατάρρευση του “άξονα” , μετά από πολλούς αγώνες και θυσίες σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο, και το δέντρο της λευτεριάς άρχισε να δίνει τα πρώτα μπουμπούκια στην πατρίδα μας. Μα δεν το άφησαν να γίνει ολάνθιστο, γιατί αντί να αναγνωριστεί η συμβολή μας στη νίκη και να μας βοηθήσουν στην επούλωση των πληγών, τα παγκόσμια συμφέροντα μας έσυραν στον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, που πολλαπλασίασε τις πληγές μας κι ήταν σαν να έριξαν αλάτι πάνω σ’ αυτές. Έτσι στην πατρίδα μας άργησε να έρθει η άνοιξη, άργησε το καλοκαίρι με τους καρπούς της ανάπτυξης και της ευημερίας.
Η προσφορά μας στον αγώνα για να σκορπιστούν τα μαύρα σύννεφα του 2ου παγκόσμιου πολέμου και να εδραιωθεί η ειρήνη, όταν δοθεί σε αριθμούς είναι: ημέρες αντίστασης 219, έναντι 61 μόλις της Νορβηγίας και 43 της Γαλλίας, που ήταν υπερδύναμη της εποχής, 30 της Πολωνίας κ.λ.π. Συνολικές απώλειες σε ποσοστό πληθυσμού 10%, .έναντι 2,8% της Σοβιετικής Ένωσης, 2,2% της Ολλανδίας, 2% της Γαλλίας κ.λ.π.
• Αύριο θα βρεθούμε στα ηρώα των πόλεων όπου κατοικούμε, καλοντυμένοι και γιορτινοί, ζώντας με ειρήνη και δημοκρατία, για να τιμήσουμε τον μεγάλο αγώνα των παππούδων μας και των πατεράδων μας, των δικών μας ανθρώπων, που από το στόμα τους, μέσα από τις διηγήσεις τους, τις κρύες μέρες του χειμώνα, γύρω από το τζάκι, μάθαμε τη νεότερη ιστορία μας, τη ζωντανή μας ιστορία. Η δική μας γενιά είχε το προνόμιο να γνωρίσει, να ζήσει από κοντά, μερικούς από τους πρωταγωνιστές αυτού του αγώνα, που γράφτηκε στο βιβλίο της ιστορίας με χρυσά γράμματα δίπλα στους αγώνες των Ελλήνων κατά των Περσών, των αγώνων κατά των αρχαίων Ρωμαίων, του αγώνα του μαρμαρωμένου βασιλιά κατά του πορθητή από την Ανατολή, του αγώνα των σκλαβωμένων επαναστατών κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για να ιδρυθεί το νεοελληνικό κράτος. Θα πρέπει για λίγο, να αφήσουμε κατά μέρος τη φροντίδα για τον καθημερινό αγώνα της πεζής μας ζωής, του μόχθου για να ικανοποιήσουμε τις υλικές ανάγκες στα πλαίσια που μας βάζει η κοινωνία του καταναλωτισμού και της παγκοσμιοποίησης. Θα πρέπει να γυρέψουμε το νόημα του έπους του 40 και το νόημα αυτό να το αντιστοιχίσουμε στις μέρες μας. Να δούμε σε τι μπορεί να χρησιμέψει σε μας, σήμερα, αυτό το γιορτινό μνημόσυνο. Θα πρέπει να σκεφτούμε- κάτι, που δυστυχώς, κάνουμε μέρα με τη μέρα όλο και πιο λίγο, γιατί αφήσαμε τους τεχνοκράτες και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές να σκέφτονται και ν’ αποφασίζουν για μας- να σκεφτούμε λοιπόν, γιατί ειπώθηκε το μεγάλο ΟΧΙ και αν αξίζει η μεγάλη θυσία για τα ιδανικά της φυλής, όπως μας κληροδοτήθηκαν σαν αιώνια παρακαταθήκη. Αν πάνω από το “εγώ” πρέπει να προτάξουμε το “εμείς”, αν πρέπει να σπάσουμε τα στεγανά του εαυτού μας και να ενεργούμε όχι μόνον για το προσωπικό αλλά και για το εθνικό συμφέρον.
Οι ηρωικές μορφές του 40 μας υπαγορεύουν τι είδους γιορτής θα ταίριαζε στο ήθος τους: Nα θεωρούμε κι εμείς με λόγια και έργα πως ανώτερο καθήκον μας είναι, και πως ΠΑΝΤΑ θα πρέπει να είναι, η προσφορά μας προς τον διπλανό μας, τους άλλους, την πατρίδα.
Αυτά τα λόγια ίσως να ηχούν παράταιρα στην σημερινή εποχή του άκρατου υλισμού και της αλλοτρίωσης, όπου κυριαρχεί το προσωπικό συμφέρον, που έχουμε κλειστεί στο ατομικό μας καβούκι και δεν μας ενδιαφέρει τι γίνεται δίπλα μας. Ας αναλογιστούμε όμως πως το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και του εγωκεντρισμού το έχει και η τίγρις και η ύαινα. Θα υποβιβαστούμε σ’ αυτό το επίπεδο; Και τότε τι θα γίνουν η ανθρωπιά και οι ανώτερες ιδιότητες που εν δυνάμει έχουμε μέσα μας, δώρα Αυτού που μας έπλασε κατ’ εικόνα Του και μας προτρέπει να γίνουμε και καθ’ ομοίωσιν;
Ας πάψουμε για λίγο ν’ ακούμε την οχλοβοή στα παράθυρα της τηλεόρασης, τις διαφημίσεις ανώφελων προϊόντων, τον θόρυβο των μηχανών που μας κάνουν τάχα καλύτερη τη ζωή, τις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικάντηδων, για ν’ ακούσουμε, όπως βγαίνει μέσα από τα κατάβαθα του είναι μας, τη φωνή των προγόνων μας. Μέσα στη φωνή της σιγής θα ακούσουμε τούτα τα λόγια:
« Αδέρφια μας. Σας μιλάμε από τα βάθη της μνήμης σας, από το μικρό μπαλκόνι του χρέους στα τρίσβαθα των λογισμών σας. Εμείς είμαστε εσείς, τα αδέρφια σας, οι πατεράδες σας, τα σπλάχνα των σπλάχνων σας, η Ελληνική φυλή.
Εσείς σήμερα ζείτε και χαίρεστε το φως του ήλιου και τις χαρές της ζωής. Εμείς χάσαμε τη ζωή μας γιά να έχετε αυτές τις χαρές. Όμως από σας ζητάμε τούτο: Μη ξεχνάτε ποτέ, πως δεν υπάρχει στον κόσμο ομορφότερο αγαθό από την λευτεριά και την αξιοπρέπεια. Κι αυτή την αξιοπρέπεια δεν την είδαμε στην προδοσία της Κύπρου, δεν την βλέπουμε όταν αφήνετε να οργώνουν τις θάλασσές μας και τον ουρανό μας οι Τούρκοι, τους Αλβανούς να ονειρεύονται την μεγάλη Αλβανία μέχρι την Πρέβεζα, τους αυτοαποκαλούμενους Μακεδόνες- Σκοπιανούς να θέλουν να επεκταθούν μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όταν αφήνετε να κλείνουν τα ελληνικά σχολεία .Γι αυτήν την αξιοπρέπεια, εμείς δεν δεχτήκαμε τότε να γίνουμε σκλάβοι του θρασύτατου επιδρομέα
Ο τόπος που σήμερα ζείτε και αφήνετε να τον καταστρέφουν με φωτιές και βιομηχανικά απόβλητα έχει ζυμωθεί, λιθάρι – λιθάρι με το αίμα μας και τον αγνό ιδρώτα μας. Τον υπερασπιστήκαμε χωρίς να κιοτέψουμε μπροστά στα άρματα του εχθρού προτάσσοντας τ’ ανοιχτά μας στήθη με τι μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου, όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. Η γιορτή ετούτη, που κάνετε, είναι δική σας, εσείς τη χρειάζεστε για να μη χαθείτε μέσα στον μύλο που φτιάχνει το χαρμάνι της παγκοσμιοποίησης. Για μας γιορτή είναι να ζούμε στη μνήμη σας. Δικός σας είναι ο κόσμος και η ομορφιά του, όση αφήσατε ν’ απομείνει. Χρέος σας, όμως, είναι τον μικρό αυτό αλλά ένδοξο τόπο να τον κρατάτε λεύτερο και πάντα περήφανο. Μην επιτρέψετε σε κανέναν μεγαλοκαυχησιάρη λαό να σας προσβάλλει, να αλλοιώσει την ιστορία μας, να σας υποτιμήσει, να σας βλάψει, να σας αδικήσει. Σε κανέναν, όσο μεγάλος κι αν φαντάζει, γιατί μπροστά στο θάρρος και το δίκιο ακόμη κι ο γίγαντας φαντάζει νάνος. Έτσι θα είμαστε κι εμείς γαλήνιοι στο φωτεινό τόπο που βρισκόμαστε.»
Αυτή η φωνή θα πρέπει να μας οδηγεί και να βάζει τα ατομικά και τα εθνικά μας ορόσημα. Κι εμείς, σαν γνήσιοι απόγονοί τους, να δώσουμε την υπόσχεση, την υπόσχεση που έδιναν τα Σπαρτιατόπουλα στους γεροντότερους : «Άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες» - εμείς θα γεννούμε πολύ καλύτεροί σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: