Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η Ιστορια ενός Βατράχου ...





Κλίκ στο τρίτο βελάκι (δεξιά) ...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δυστυχώς βράζουμε στο ζουμί μας και αν ακόμα επιχειρήσουμε την υπέρβαση πάλι οι κομφορμισμοί, τα συμφέροντα, η ηλιθιότητα εντέλει ορισμένων μας τελματώνουν, μας απογοητεύουν, μας ωθούν στην μαζική "αυτοκτονία". Το κακό είναι πως αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους.

Τάδε έφη:Ο "Τρομοκράτης-αναρχικός" Βάτραχος

Ανώνυμος είπε...

{…άνθη και οπώρες από τον κήπο της γνώσης… }

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ

Στο συμβολικό βιντεάκι με τον βάτραχο αναφέρεται ο μύθος του σπηλαίου, που έγραψε ο Πλάτωνας. Είναι ένας διαχρονικός μύθος που έχει πολύ μεγάλη σημασία σε όλους τους αιώνες. Επιτρέψτε μου να σας τον παρουσιάσω. Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να τον αποσυμβολίσω. Το αν πέτυχα ή όχι, εσείς θα το κρίνετε…

Ο Πλάτωνας έδωσε θαυμάσιες διδασκαλίες μέσα από τους μύθους και τις εικόνες. Μία εικόνα, που έχει σχέση με τη γνώση, είναι η εικόνα του σπηλαίου (*), η οποία αναφέρεται στην παιδεία- γνώση και στην απαιδευσία- άγνοια. Περιλαμβάνεται στην “Πολιτεία”, βιβλίο Ζ’. Σας την παραθέτουμε:
« ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, είπα, ύστερ’ απ’ αυτά, παρομοίασε με μια εικόνα σαν κι αυτή την ανθρώπινη φύση αναφορικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή προς το φως της μέρας, που το μάκρος της πιάνει πέρα πέρα όλη τη πρόσοψη της σπηλιάς• και να βρίσκονται εκεί από την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα σκέλη και στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μην βλέπουν παρά μόνο ό,τι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν την δυνατότητα, εξαιτίας της αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε αρκετή απόσταση, σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά• και στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, δρόμος ανηφορικός και παράλληλα μ’ αυτόν να’ ναι
χτισμένος μαντρότοιχος, να, σαν τα χαμηλά διαφράγματα που τοποθετούν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές, πάνω απ’ τα οποία δείχνουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.
ΓΛΑΥΚΩΝ Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.
ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα με αυτόν τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο• κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.
ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.
ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα• γιατί πιστεύεις ότι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που τις σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;
ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;
ΣΩ. Και τι θα ‘χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις σκιές τους;
ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια.
ΣΩ. Λοιπόν, αν είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τι νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετέδιδε τις φωνές, κάθε φορά που κάποιος απ’ τους διερχόμενους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φαντάζονταν ότι κάτι άλλο βγάζει φωνή και όχι οι σκιές των διερχόμενων;
ΓΛ. Μα τον Δία, όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.
ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;
ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.
ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα, τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράματα σαν και τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ‘νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φως, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ‘νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ τον φως, θ’ αδυνατούσε να αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις σκιές τους• λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά – βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντάς του ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε να απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ‘ναι αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ‘χε χαμένα και θα θεωρούσε ότι βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;
ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια.
ΣΩ. Λοιπόν, κι αν τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ‘νιωθε πονόματο και δε θα προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του δείχνουν;
ΓΛ. Ναι, αυτό θα νόμιζε, είπε.
ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσ’ απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δε θα ‘ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ΄ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτό τον τρόπο; και, όταν θα ‘φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;
ΓΛ. Αποκλείεται έτσι ξαφνικά.
ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί• έτσι, θα ‘βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και των ανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τα’ αντικείμενα αυτά καθαυτά• κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ό,τι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τέλος- τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλό του, όπως αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρίσει αυτόν καθαυτόν στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.
ΓΛ. Αυτό επιβάλλει η ανάγκη, είπε.
ΣΩ. Και κατόπι θα κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας7.
Και κατά κάποιο τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.
ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.
ΣΩ. Τί λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ‘νιωθε οίκτο για τους άλλους;
ΓΛ. Και με το παραπάνω.
ΣΩ. Και νομίζεις ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόνταν σε προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια ορισμένη στιγμή – τι λες; Θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρίσκονταν στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του:
Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ‘χασε τον κλήρο του κι είναι
το βιός του λίγο
και να ξεπέσει σ’ οποιονδήποτε άλλη κατάσταση, παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή.
ΓΛ. Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε• θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’ εκείνο τον τρόπο.
ΣΩ. Και κάνε και την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;
ΓΛ. Σίγουρα, είπε.
ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), δε θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ΄λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ν’ ανέβει εκεί πάνω να ‘τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά• και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.
ΓΛ. Χωρίς άλλο, είπε.
ΣΩ. Λοιπόν αγαπητέ μου Γλάυκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’ αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που αντικρίζουμε με την όρασή μας• το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η ενέργεια του ήλιου• κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά και τη θέση των όσων βρίσκονται εκεί με την άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ‘χεις εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου …
Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας, τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρίσουν το αγαθόν και να επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μην τους επιτρέπεται αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.
ΓΛ. Τι ακριβώς;
ΣΩ. Το να μένουν συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ ‘ εκείνο το σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.
ΓΛ. Αν καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.
ΣΩ. Φίλε μου, ξέχασες και πάλι ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πώς μια κατηγορία πολιτών θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό αυτό να τα’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και με εξαναγκασμό σε σύμπνοια• υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιήσει στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.» ( 27 )

Σχόλια- ανάλυση:
Ας κάνουμε τώρα μερικά σχόλια.
Η σπηλιά εικονίζει τη ζωή των ανθρώπων που ζουν στην αμάθεια και την άγνοια. Όπως το φως του ήλιου δεν φτάνει μέσα στη σπηλιά, έτσι και το φως της γνώσης, το φως της αλήθειας, δε φτάνει στους δεσμώτες, που βρίσκονται μέσα στη σπηλιά. Οι άνθρωποι- δεσμώτες, δηλ. οι απαίδευτοι, οι αμόρφωτοι άνθρωποι, έχουν από την παιδική τους ηλικία αλυσοδεθεί, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να κουνήσουν τα μέλη του σώματός τους, ούτε καν το κεφάλι, και βλέπουν μόνο μπροστά τους το βάθος της σπηλιάς. Η νοητική μας ικανότητα είναι δεσμευμένη. Σκεφτόμαστε με τον τρόπο που θέλουν αυτοί, οι οποίοι μας δέσμευσαν, χωρίς να το καταλάβουμε, αυτοί που μας έχουν κάνει, ουσιαστικά, πλύση εγκεφάλου. Το πολιτικό- οικονομικό και θρησκευτικό κατεστημένο έχει χαλκεύσει τα δεσμά της άγνοιας, ώστε να μην είμαστε ελεύθερα σκεπτόμενα άτομα, αλλά δέσμιοι στα δικά του συμφέροντα. Από την τρυφερή ηλικία του παιδιού του προβάλουν τη δική τους άποψη, μη αφήνοντας περιθώρια να διαμορφώσει δική του άποψη, δική του φιλοσοφία, προϊόν της αναζήτησής του και της εκλογής του. Τα δεσμά είναι με τόση τέχνη φτιαγμένα, ώστε να μην έχουμε επίγνωση της σκλαβιάς μας. Επί πλέον δεν μπορούμε να δούμε τον διπλανό μας, έχουμε ξεχάσει τι θα πει ανθρώπινες σχέσεις. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι το φτωχό μας “σαρκίο”. Έχουμε αποξενωθεί, δε νοιαζόμαστε τον γείτονα, ούτε καν τον ίδιο μας τον αδελφό.
Στο βάθος της σπηλιάς προβάλλεται η εικόνα, που το κατεστημένο θέλει να παρουσιάσει, κι αυτή όχι φωτεινή, αλλά σκιές. Ακόμη κι αυτές είναι στρεβλές λόγω των ανωμαλιών της επιφάνειας των βράχων. Οι εικόνες μας δεν έχουν χρώμα, δεν έχουν όγκο. Είναι επίπεδες, χωρίς βάθος, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Από τη μικρή μας ηλικία θυμόμαστε να μας παρουσιάζεται μια ζοφερή οικονομική κατάσταση, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτούνται θυσίες όχι απ’ αυτούς που έχουν, αλλά από τους μη έχοντες. Έτσι οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι, οι οποίοι προκαλούν με την εκκεντρικότητά τους αυτούς που τα βγάζουν πέρα με δυσκολία. Κατασκευάζονται δήθεν εχθροί, ώστε ο ιδρώτας του φτωχού ξωμάχου να μην επενδυθεί στην παιδεία και την κοινωνική μέριμνα, αλλά σε όπλα. Πάνω από τη δικαιοσύνη τοποθετείται το συμφέρον των ολίγων. Επικρατεί παγκόσμια ένδεια και φτώχεια, συνάνθρωποί μας πεθαίνουν από την πείνα, δισεκατομμύρια λοιμοκτονούν, για να έχουν υπερκέρδη και να ζουν στη χλιδή μερικές χιλιάδες. ,
Στο θέμα της θρησκείας, η θαυμάσια διδασκαλία της αγάπης από τον Διδάσκαλο των Διδασκάλων, τον Ιησού, κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα των εκμεταλλευτών της πίστης των δεσμωτών στα πνευματικά δεσμά. Παραποιημένα τα λόγια του Θεανθρώπου, χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθούν άλλα κέντρα δυνάστευσης από νέους Φαρισαίους, ρασοφόρους και μη ρασοφόρους. Κι ενώ διακηρύσσεται η αγάπη και η ειρήνη, στο όνομά τους πραγματοποιούνται πόλεμοι με έξυπνα όπλα, λες και η εξυπνάδα του ανθρώπου αναδεικνύεται με τον τρόπο που θα εξοντώσεις τον αντίπαλό σου. Και, δυστυχώς, οι νέοι αιμοδιψείς ιμπεράτορες εμφανίζονται σαν οι εκπρόσωποι του Θεού στη Γη, που έχουν την έγκρισή Του για το αιματοκύλισμα. ,
Στα τοιχώματα της σπηλιάς, όπου μας έχουν τοποθετήσει καταχθόνια μυαλά, προβάλλονται οι σκιές αυτών των δήθεν γνώσεων, που θέλουν να αποκτήσουμε, κι όχι όσων μας είναι αναγκαίες για την πνευματική μας τελείωση. Καταιγιζόμαστε από πληροφορίες ασύνδετες μεταξύ τους, που μας αποσυντονίζουν δημιουργώντας σύγχυση. Θέλουν να μη διαλογιζόμαστε, να είμαστε συνειδησιακά κατακερματισμένοι, να μην προλαβαίνουμε να σκεφτούμε. Μας δίνουν εικόνες και πληροφορίες με καταιγιστικό ρυθμό, για να μη προλάβουμε να σκεφτούμε, να κρατήσουμε όσα είναι σωστά και ν’ απορρίψουμε τα άχρηστα, για να προκαλέσουν συνειδησιακό κατακερματισμό. Ακόμη, και η διά βίου εκπαίδευση στον επαγγελματικό τομέα έχει ύποπτη βάση, μη επιτρέποντας στο άτομο να ασχοληθεί με θέματα που θα το εξυψώσουν, αλλά να εξειδικεύεται για να μπορέσει να επιζήσει στον επαγγελματικό του χώρο. Οι αυξημένες ανάγκες στην ειδίκευση πάνω στο αντικείμενο της απασχόλησής μας και ο εξαντλητικός ρυθμός εργασίας, μας αφήνουν χρόνο για ενδοσκόπηση και για μελέτη κειμένων, από τα οποία θα αντλήσουμε τροφή για την ψυχή; Κι αν καλύπτουμε τις πλασματικές μας ανάγκες της ζωής, που μέρα με τη μέρα φροντίζουν να τις αυξάνουν, ζούμε περισσότερο ευτυχισμένοι, έχουμε ψυχική ευφορία;
Το σχολείο έπαψε να διαπλάθει το ήθος των παιδιών, οι μαθητές ν’ αποκτούν βασικές γνώσεις και να οξύνεται η κρίση τους. Κατάντησε ένα προπαρασκευαστήριο για την εισαγωγή στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτήρια. Η διάπλαση των παιδιών περιήλθε στους αμφίβολης ηθικότητας ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε., που τα προβαλλόμενα πρότυπα είναι πέρα από το ήθος των Ελλήνων. Η σωματική και ψυχική εκπόρνευση είναι το προβαλλόμενο μέσο για την αναρρίχηση των νέων μας. Οι λέξεις σωφροσύνη, αρετή, δικαιοσύνη, άμιλλα, «ευγενώς αγωνίζεσθαι και ηθικώς ζειν» ανήκουν στις άγνωστες λέξεις και τις συναντάς μόνο στα λεξικά. ,.
Οι δεσμώτες ακούν τους ήχους αυτών, που τους δημιουργούν τις σκιές. Μα η σπηλιά λειτουργεί σαν αντηχείο. Οι ήχοι αναμειγνύονται, παθαίνουν πολλαπλές ανακλάσεις και στα αυτιά των καημένων των αλυσοδεμένων ανθρώπων φτάνει ένα βουητό, από το οποίο δεν καταλαβαίνουν λέξη. Έχετε παρακολουθήσει τις συζητήσεις στην τηλεόραση, είτε των πολιτικών προσώπων, είτε των δημοσιογράφων, είτε των φτιαγμένων από πηλό ειδώλων της σύγχρονης “γκλαμουριάς”. Έχετε καταλάβει για ποιο θέμα ομιλούν; Έχετε ακούσει να χρησιμοποιούν πειστικά επιχειρήματα ή πομφόλυγες που σκάνε παράταιρα στα δύστυχα τα αυτιά μας. Μας μεταφέρεται η άποψη του κάθε ανώμαλου σωματικά και ψυχικά, ενώ αγνοείται η άποψη των ανθρώπων- διαμαντιών που έχει η ελληνική κοινωνία!
Έτσι έχουν παραπλανήσει τις δύο βασικές αισθήσεις της γνώσης, την όραση και την ακοή, δίνοντάς μας σκιές και θορύβους, ώστε να μη μπορούμε να αντιληφθούμε την αλήθεια, να γνωρίσουμε, να συνειδητοποιήσουμε, να προσλάβουμε τις πραγματικές παραστάσεις και ν’ αποκτήσουμε τη γνώση, αυτή που με την καταλυτική της δύναμη θα σπάσει τα δεσμά της άγνοιας.
Κάποιοι από μας, όμως, κατορθώνουν ν’ απαλλαγούν από τα δεσμά τους, λίγοι βέβαια, και τότε αντιλαμβάνονται την μεγάλη θυμαπάτη, στην οποία ήσαν βυθισμένοι. Τις περισσότερες φορές ένα ξαφνικό και συγχρόνως οδυνηρό γεγονός μας κάνει να αναθεωρήσουμε την κοσμοθεωρία μας, να διώξουμε από πάνω μας την σκόνη της λήθης και της άγνοιας, να σπάσουμε τον ιστό, που περίτεχνα σαν αράχνες έστησαν γύρω μας. Στο πλατωνικό « εξαίφνης » κρύβεται όλη η οδύνη της αλλαγής, γιατί παθαίνουμε ένα σοκ που μας ανατρέπει το ρυθμό της ζωή μας. Και τότε σαν τον Ηρακλή έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε ένα δίλημμα. Στην είσοδο του σπηλαίου συναντούμε δύο δρόμους, ο ένας ευκολοδιάβατος, ο δρόμος της κακίας, του κακού χειρισμού της ελευθερίας. Εύκολος, γεμάτος ευχάριστες και ηδονικές στιγμές, δρόμος ικανοποίησης των αναγκών του σώματος, όχι όμως της ψυχής. Ο άλλος δεν είναι καν δρόμος, είναι ένα κακοτράχαλο κι ανηφορικό μονοπάτι. Διαφαίνεται πως αν το βαδίσεις θα ματώσεις, θα πρέπει να κάνεις πολλές θυσίες. Όσοι το ακολουθήσουν, η ψυχή τους θα τους οδηγήσει προς το πραγματικό φως, την αλήθεια. Τους άλλους, όμως, που πήραν τον εύκολο δρόμο, η ματαιοδοξία τους καθιστά υποχείριο του κατεστημένου, το οποίο τους θαμπώνει τα μάτια με υλικά αγαθά και τους κάνει πιστούς υπηρέτες του. Είναι αυτοί, που θα δημιουργήσουν τις νέες σκιές στους δεσμώτες, που θα επιτείνουν την άγνοια, δημιουργώντας νέου είδους σύγχυση. Είναι αυτοί, που θα τροφοδοτήσουν τη φωτιά, το τεχνητό φως, το φως που δεν σκορπίζει τα σκοτάδια του φόβου, της άγνοιας, της κατευθυνόμενης πληροφόρησης, αλλά παράγει σκιές τρόμου κι αβεβαιότητας. Τη φωτιά, που είναι θνησιγενής, που πρέπει να τροφοδοτείται συνέχεια από νέα θεωρίες, νέες φιλοσοφικές θεωρήσεις, νέους τρόπους σκέψεις. Άλλες παραπλανητικές διδασκαλίες, που ικανοποιούν και ενεργοποιούν τον κατώτερο εαυτό έρχονται στο προσκήνιο και προβάλλονται στα τοιχώματα της σπηλιάς. Δημιουργούνται νέες σκιές που αποχαυνώνουν τους δεσμώτες διαιωνίζοντας τη σκλαβιά τους. Αυτές οι ψυχές, που παραμένουν στο σπήλαιο και σχηματίζουν τις νέες σκιές, προσφέροντας υπηρεσίες στους εξουσιαστές, συσσωρεύουν καρμικές οφειλές, οπότε σύμφωνα με το Νόμο της Ανταπόδοσης στην επόμενη ζωή τους πάλι θα είναι δεσμώτες.
Ποια είναι, όμως η τύχη των ψυχών που πήραν το δύσβατο μονοπάτι;
Βγαίνοντας από το σκοτάδι της σπηλιάς στο φως, αν αντίκριζαν απευθείας το φως, θα πονούσαν τα μάτια τους. Έτσι και πάλι θα τα έστρεφαν προς το αμυδρό φως στο εσωτερικό του δεσμωτηρίου τους. Το ίδιο θα γινόταν αν κάποιος τους εξανάγκαζε να στρέψουν τα μάτια τους προς το φως, τα μάτια θα θαμπώνονταν και τίποτε δεν θα έβλεπαν. Στον αδαή δεν μπορείς να δώσεις απότομα τη γνώση, θα πάθαινε σοκ. Είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις ανώτερα μαθηματικά, λ.χ. ολοκληρωτικό λογισμό, στα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Τα μαθηματικά, αλλά και κάθε επιστήμη, διδάσκονται βαθμιαία. Πρώτα μαθαίνουμε αριθμητικές πράξεις, μετά άλγεβρα χρησιμοποιώντας τα γράμματα στη θέση των αριθμών, στη συνέχεια διαφορικό λογισμό, για να προχωρήσουμε τελικά στον ολοκληρωτικό λογισμό, αρχίζοντας από απλά ολοκληρώματα, για να συνεχίσουμε στα διπλά, τα τριπλά, τα επικαμπύλια κ.λ.π. Η γνώση επομένως δίνεται σταδιακά, με δόσεις αφομοιώσιμες. Έτσι και στην περίπτωσή μας, κατά την ανάλυση των μύθων η μεταφυσική γνώση θα δοθεί σε μικρές δόσεις, αρχικά απλές έννοιες, ώστε αργότερα, στους άλλους τόμους αυτής της σειράς, να παρουσιάσουμε κι άλλες έννοιες, πιο προχωρημένες, όσες φυσικά μπορούν να δοθούν σε μη μυημένους. Αναλογιστείτε εδώ, πόσα βιβλία κρατούν μακριά από τα μάτια μας στις σκοτεινές αίθουσες στο Βατικανό. Επίσης αναλογιστείτε γιατί τα μυητικά ( μυστικιστικά ή αποκρυφιστικά ) τάγματα κρύβουν τα μυστικά τους υπό το νόμο της σιωπής. Όπως οι πολυβιταμίνες κάνουν καλό στον ασθενή, βοηθώντας τον να ανακτήσει τις δυνάμεις και την ενέργειά του, έτσι και η γνώση κάνει καλό στη ψυχή, που την βοηθάει με δύναμη να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της ζωής και να προχωρήσει στο δύσκολο μονοπάτι της πνευματικής εξέλιξης, ώστε στο τέλος να δει το φως το αληθινό και να πει: « είδομεν φως αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον…», που είναι το πνεύμα της γνώσης των μυστικών της φύσης, του κοσμικού σχεδίου, αλλά και του επίγειου βίου του ανθρώπου. Γιατί η ψυχή άφησε τον φωτεινό βίο στα αστέρια και ήρθε να ενσαρκωθεί στη γη, βυθίστηκε στην ύλη και δέθηκε στα δεσμά της άγνοιας. Οφείλει, όμως, να θυμηθεί την καταγωγή της και να παλιννοστήσει. Αυτό δεν θα γίνει μεμιάς, αλλά θα το κατορθώσει με τις πολλαπλές ενσαρκώσεις της.
Επειδή στην αρχή ο “άρτι ελευθερωθείς” δεσμώτης, που είχε το θάρρος να βγει από τη σπηλιά, δεν μπορεί να δει το φως του ηλίου, βλέπει τον αντικατοπτρισμό ετερόφωτων σωμάτων, όπως της Σελήνης, στο νερό. Βλέπει όχι τα αντικείμενα, αλλά τα είδωλά τους, στρέφοντας το βλέμμα χαμηλά. Σταδιακά το ανυψώνει και το στρέφει προς τα ίδια τα αντικείμενα, όχι την πηγή του φωτός, αλλά τα φωτιζόμενα απ’ αυτήν. Το γνωστικό πεδίο μεγαλώνει κι αποθαυμάζει τα ωραία σχήματα του φεγγαριού και των φωτεινών άστρων, όπως της Αφροδίτης. Όσο κι αν φαντάζουν φωτεινές η Άφροδίτη και η Σελήνη, εν τούτοις φωτίζονται από τον ήλιο, είναι φωτιζόμενα κι όχι φωτίζοντα σώματα.
Με μεγάλη προσπάθεια σκαρφαλώνει στα βράχια, πιάνεται από του θάμνους ματώνοντας τα χέρια του, οι πατούσες του σκίζονται στις μυτερές πέτρες, μα ανεβαίνει πιο ψηλά. Πραγματικά η καρδιά μας ματώνει καθώς αφήνουμε το μούδιασμα των δεσμών, το βόλεμα της άγνοιας. Τώρα πρέπει να σκεφτούμε οι ίδιοι, ενώ πρώτα σκεφτόντουσαν άλλοι για εμάς. Τώρα πρέπει να κρίνουμε και ν’ αποφασίσουμε, ενώ πρώτα άλλοι έπαιρναν τις αποφάσεις. Κι ενώ θολώνει το μυαλό μας στη νέα πραγματικότητα, δύο βαθιές ανάσες από τον καθαρό αέρα της φύσης, όχι πιά τον αποπνιχτικό του σπηλαίου, το ξεθολώνει, το κάνει διαυγές, τα μάτια ανοίγουν, χάνουν τις σκιές, χάνουν τις αντανακλάσεις. Βλέπουν τα ίδια τα πράγματα, διακρίνουν χρώματα, διακρίνουν όγκο, το πραγματικό μέγεθος. Κι είναι ανείπωτη η χαρά της ψυχής, που ξεχνά τον πόνο του κορμιού, η ματιά αποτραβιέται από τα ματωμένα μέλη του σώματος, κι απλώνεται παντού ολόγυρα αποθαυμάζοντας όλα αυτά, που αν και υπήρχαν, επιμελώς της τα είχαν κρύψει, αφήνοντάς την στα σκοτάδια της άγνοιας. Τα αυτιά χαϊδεύονται από τους πραγματικούς ήχους, το θρόϊσμα των φύλλων, το τιτίβισμα των πουλιών, το βέλασμα των προβάτων, τη θεσπέσια μουσική της φλογέρας του βοσκού. Κι όλα αυτά είναι θαυμάσια, πρωτόγνωρα. Έπαψε το βουητό, από τους ανάκατους ήχους της σύγχυσης, που σφυροκοπούσε τα ακουστικά τύμπανα και τα μηλίγγια. Τώρα ο άνθρωπος βλέπει, ακούει πραγματικά, οι αισθήσεις του προσλαμβάνουν τις πραγματικές παραστάσεις, το μυαλό δουλεύει, κρίνει, συγκρίνει, αποκτά γνώση. Μπορεί να κάνει λάθη, μα κι αυτά είναι μαθήματα. Το λάθος γίνεται άθλος ( οι δύο λέξεις έχουν τα ίδια γράμματα ), γιατί τώρα μπορεί να το διακρίνει, να μάθει απ’ αυτό και αν ξαναπαρουσιαστεί η ίδια περίπτωση να την αποφύγει. Μπορεί να ματώνει, μα δένει τις πληγές του και προχωρεί. Δεν είναι κιοτής, αλλά αγωνιστής. Η σάλπιγγα του αγώνα σαλπίζει μόνο το σάλπισμα της εφόδου, όχι της οπισθοχώρησης. Η ψυχή μαθαίνει, ή καλύτερα σχίζει τα πέπλα της λησμοσύνης και προβάλλει μπροστά της η μνημοσύνη. Αναθυμάται όλα αυτά που γνώριζε, μα τα είχε ξεχάσει. Θυμάται τη θεία της καταγωγή, πως της ταιριάζει ο ουρανός κι όχι το σκιερό και υγρό σπήλαιο. Και τότε στρέφει τα νώτα προς τα αντικείμενα και φέρνει το βλέμμα στον ουρανό, όπου αντικρίζει την πηγή του φωτός, τον βασιλιά και ζωοδότη ήλιο. Δεν την απασχολούν πια τα μικροπράγματα, τα είδε, τ’ αποθαύμασε. Τώρα την ενδιαφέρει η πηγή της γνώσης, γι αυτό στρέφεται προς το Θείο, προς το Δία-Νου, που κυβερνά τον Ανώτερο Εαυτό, τη θεία παρουσία μέσα μας. Με εν-θ(ε)ου-σιασμό μελετά τον Κόσμο σε όλες τις εκφάνσεις του, έρχεται σ’ επαφή με το Θείο Σχέδιο, και το φως της πραγματικής γνώσης, την κάνει φωτεινή. Γίνεται « φως εκ φωτός, θεός αληθινός, γεννηθείσα εκ Θεού αληθινού, εικών του Υπερουσίου Φωτός », καθίσταται Υιός Θεού. Ο “άσωτος υιός” επέστρεψε στον “οίκο του Πατρός”. Δεν είναι ο πλανημένος δεσμώτης, ούτε αυτός που ψάχνει την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μπροστά στη ψυχή σ’ όλο το μεγαλείο της. Ήρθε σ’ επαφή με τα όντως όντα, με την υπέρτατη “Ιδέα του Αγαθού”, μπορεί να πει: « εθεασάμην το όντως Αγαθόν ».
Την οντότητα “άνθρωπος” έπαψε να την καθοδηγεί η Ήρα- ψυχή, που κυριαρχείται από τα συναισθήματα, και η οποία εκφράζει την υποκειμενικότητα, τη ρευστότητα, που γεννά τέρατα. Τώρα κυριαρχείται από τον Δία-Νου. Ο Ανώτερος Εαυτός πήρε τα ηνία. Η ψυχή μεταστοιχειώθηκε σε Ψυχή, σε σώφρονα ηνίοχο, που οδηγεί με σταθερότητα τον άνθρωπο σε ανώτερες αρχές, που τον φέρνει σ’ επαφή με τους Δασκάλους, απ’ όπου παίρνει σαν τη μέλισσα το νέκταρ της Γνώσης. Κυρίως, όμως, ο άνθρωπος ακούει τον εσωτερικό του Δάσκαλο, γιατί ανθίζει μέσα του το Χριστικό Στοιχείο. Η φωνή του « εν ημίν Χριστού », η γνήσια πνευματική φωνή, είναι αυτή που τώρα απαλά και γλυκά ακούν τ’ αυτιά του και η ψυχή είναι γαλήνια, ατάραχη, διάφανη και φωτεινή, αυτόφωτη κι όχι ετερόφωτη.
Όμως, ποια είναι η θέση της; Θα απολαύσει τη μακαριότητα της νέας πραγματικότητας; Όχι,
βέβαια. Η Γνώση συσχετίζεται με τη θυσία…Πρέπει να θυσιάσει την αγαλλίαση και την μακαριότητα για χάρη των δεσμωτών, που άφησε στο σπήλαιο. Δεν της ταιριάζει η νιρβάνα, δεν αντέχει την απραξία. Γι’ αυτό αναλαμβάνει την ευθύνη να επιστρέψει στη σκοτεινή σπηλιά της απατηλότητας και της ψευδαίσθησης, με σκοπό να βοηθήσει κάποιες ψυχές, τις πιο ώριμες, να σπάσουν κι αυτές τα δεσμά τους, να πάρουν το μονοπάτι της αναζήτησης της γνώσης και της θέασης του αγαθού. Ο πνευματικός Κόσμος επένδυσε πάνω της. Της έδωσε όραμα, θάρρος, δύναμη, διάκριση φώτιση. Νιώθει, λοιπόν, την ανάγκη η φωτεινή ψυχή ν’ ανταποδώσει, να υπηρετήσει το Κοσμικό Σχέδιο. Έτσι ενδύεται και πάλι το σαρκικό ένδυμα κι επιστρέφει στη γη για να διδάξει τους δεσμώτες, να γίνει ο “οδηγός” των πλανημένων.
Τώρα έχει πολλή δύναμη, γιατί έδειξε αντοχή στο « εξαίφνης », έδειξε αντοχή στην ανηφορική πορεία και είχε το θάρρος να ξανακατέβει. Όμως, πολύ δύσκολο και ψυχοφθόρο έργο την περιμένει. Βολεμένοι στην άγνοιά τους, πολλοί από τους δεσμώτες θα περάσουν τους ενσαρκωθέντες οδηγούς για γραφικούς ή σαλούς και θα τους λοιδορήσουν. Το παρασκήνιο, που προβάλλει στους αλυσοδεμένους τις σκιές και τους κρατά στην άγνοια, θα τους συκοφαντήσει. Έτσι πολλοί από τους “οδηγούς” θα κατηγορηθούν με ανυπόστατες κατηγορίες, θα παραδοθούν στη χλεύη, θα γίνουν περίγελος των ανοήτων, θα φυλακιστούν, και μερικοί θα θανατωθούν. Αυτή είναι, δυστυχώς, η τύχη των φωτεινών ψυχών. Είναι χρέος τους να υποστούν τα όσα αναφέραμε, για να ελευθερώσουν από τα δεσμά κάποιους από τους δεσμώτες.
Γι’ αυτό εμείς, οι δύσμοιροι δεσμώτες, έχουμε την τύχη να συναντάμε στο δρόμο μας έναν Πυθαγόρα, έναν Σωκράτη, έναν Πλάτωνα, έναν Απολλώνιο Τυανέα ή κάποια σύγχρονη ενσαρκωμένη φωτεινή ψυχή. Όσο μας επιτρέπουν τα δεσμά, ας αποστρέψουμε το βλέμμα μας από τις σκιές, όσο μας επιτρέπουν οι αντηχήσεις, ας αποσπάσουμε την ακοή μας από τους θορύβους κι ας προσπαθήσουμε ν’ ακούσουμε τους λόγους τους. Και μπορεί να νιώσουμε να χαλαρώνουν τα δεσμά και να πέφτουν…
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*). Μερικοί συγγραφείς αναφέρουν αντί για εικόνα, τον χαρακτηρισμό “μύθος του σπηλαίου”.
Όμως δεν αναφέρεται κάποιος μύθος, αλλά περιγράφεται κάποια φανταστική εικόνα, γίνεται μια μεταφορά.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------