Η ΝΑΣΑ ανακοίνωσε ότι η επόμενη αποστολή της στον Άρη, που είχε προγραμματιστεί για το 2009, θα καθυστερήσει επί δύο χρόνια λόγω προβλημάτων με τις προετοιμασίες. Στόχος της αποστολής είναι η προσγείωση του επόμενου μη επανδρωμένου διαστημοπλοίου στον Άρη για έρευνες σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης ζωής στον κόκκινο πλανήτη. Αξιωματούχοι της ΝΑΣΑ δήλωσαν ότι οι δοκιμές έδειξαν προβλήματα για τα οποία δεν έχουν βρεθεί ακόμη λύσεις. Αρχικά η εκτόξευση είχε προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2009, αλλά θα καθυστερήσει γιατί όπως είπε η ΝΑΣΑ «η αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή». Πάντως οι επιπρόσθετες δοκιμές θα κοστίσουν 400 εκατομμύρια δολάρια ανεβάζοντας το συνολικό κόστος του προγράμματος στα 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια.
ΠΗΓΗ: voanews.com
2 σχόλια:
Από τα σημερινά "ΝΕΑ:
«Ταξιδιώτης από το Διάστημα» φαίνεται πως ήταν η ζωή που εμφανίστηκε στη Γη πριν από περίπου 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Ιάπωνες επιστήμονες υποστηρίζουν ότι από την πρόσκρουση μετεωριτών στους αρχέγονους ωκεανούς, δημιουργήθηκαν βασικά συστατικά στοιχεία, όπως τα αμινοξέα, που με το πέρασμα του χρόνου οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων έμβιων οργανισμών.
Μέχρι σήμερα παραμένουν αδιευκρίνιστες οι συνθήκες που επικρατούσαν στην πρώιμη Γη, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οργανικά μόρια τα οποία αποτέλεσαν τους πρώτους θύλακες ζωής. Ανάμεσα στις θεωρίες, που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί αναφορικά με τα αίτια που πυροδότησαν την ανάπτυξη ζωής στον πλανήτη μας, είναι και ο βομβαρδισμός από μετεωρίτες. Εκείνη την εποχή άλλωστε, οι μετεωρίτες βομβάρδιζαν τη Γη με συχνότητα έως και 1.000 φορές μεγαλύτερη από σήμερα. Στο Πανεπιστήμιο Τοχούκου στο Σεντάϊ της Ιαπωνίας, μια ομάδα ερευνητών επιχείρησε να προσομοιώσει την πρόσκρουση ενός μετεωρίτη πάνω σε έναν αρχέγονο ωκεανό και να διαπιστώσει αν θα δημιουργούνταν πρωταρχικά συστατικά στοιχεία της ζωής.
Το πείραμα. Στο πείραμά τους, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Νature Geoscience, χρησιμοποίησαν το ορυκτό χονδρίτη αλλά και ποσότητες άνθρακα, που είναι δύο υλικά από τα οποία αποτελούνται ως επί το πλείστον οι μετεωρίτες. Για να πραγματοποιήσουν την εικονική πρόσκρουση, προώθησαν τα χημικά αυτά στοιχεία σε μεγάλη ταχύτητα, αφού προηγουμένως τα είχαν θερμάνει στους 450 βαθμούς Κελσίου για έξι ώρες, ώστε να εξαλείψουν κάθε οργανικό ίχνος. Όταν στη συνέχεια προσομοίωσαν την πρόσκρουση στο υδάτινο περιβάλλον του ωκεανού, διαπίστωσαν ότι δημιουργήθηκαν μια σειρά από οργανικά μόρια, όπως λιπαρά οξέα και αμινοξέα. Τόνισαν μάλιστα ότι αν διαφοροποιούσαν τις συνθήκες πρόσκρουσης, είναι πολύ πιθανό να δημιουργούνταν και άλλα είδη οργανικών μορίων.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας δρ. Γιοσιχίρο Φουρουκάβα, «η μεγάλη πλειονότητα των οργανικών μορίων που είναι απαραίτητα για την αρχή της ζωής, δημιουργήθηκε κατά την πτώση στον ωκεανό εξωγήινων αντικειμένων που περιείχαν στερεό άνθρακα. Η παρουσία ενός ωκεανού ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επαρκή υδρογόνωση του άνθρακα και την επακόλουθη δημιουργία των βιομορίων».
Τα νέφη υδρογόνου. Τον τελευταίο καιρό υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία, που ενδυναμώνουν τη θεωρία της προέλευσης της ζωής από το Διάστημα. Ο καθηγητής Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και διευθυντής του Ινστιτούτου Αστρονομίας και Αστροφυσικής του Εθνικού Αστεροσκοπείου, Χρήστος Γούδης, λέει στα «ΝΕΑ» ότι «έχουμε παρατηρήσει πως μέσα σε νέφη υδρογόνου που υπάρχουν στο Διάστημα, περιλαμβάνονται μόρια όπως τα αμινοξέα και ίσως κάποιες άλλες χημικές ενώσεις, οι οποίες ταξιδεύουν από άστρο σε άστρο και από πλανήτη σε πλανήτη με τη βοήθεια μετεωριτών ή κομητών».
Ο κ. Χ. Γούδης προσθέτει ότι είναι πολύ πιθανό αυτά τα πρωτογενή δομικά στοιχεία της ζωής να διασκορπίστηκαν στην πρώιμη Γη και μέσα από ένα πλέγμα φυσικών διεργασιών να ξεπήδησαν οι πρώτες απλές μορφές ζωής. Άλλωστε, η ζωή στον πλανήτη μας φαίνεται πως έχει αρχίσει πολύ νωρίς, όταν η Γη είχε ηλικία περί τα 700 εκατομμύρια χρόνια. Πολύ πρόσφατα όμως, οι προσκρούσεις μετεωριτών έχουν συνδεθεί και με την εξέλιξη της ζωής. Η θεωρία αυτή, όπως λέει ο κ. Γούδης, αναφέρεται στο φαινόμενο των λεγόμενων γενετικών καταιγίδων. Σύμφωνα με τη θεωρία, έμβιοι οργανισμοί που εμφυτεύονται στη Γη από τις συνεχείς πτώσεις μετεωριτών, αλληλεπιδρούν με τους οργανισμούς που υπάρχουν στον πλανήτη μας και οδηγούν είτε στον αφανισμό ειδών, είτε στη δημιουργία νέων μορφών ζωής που εμφανίζονται ξαφνικά.
Τα υλικά των μετεωριτών αποτελούν τον φλοιό της Γης
Oι μετεωρίτες μπορεί να είναι κομμάτια αστεροειδών που συγκρούσθηκαν μεταξύ τους. Η εξέταση των θραυσμάτων τους έχει δείξει ότι υπάρχουν κυρίως δύο είδη μετεωριτών: οι σιδηρούχοι και οι πετρώδεις. Στην πρώτη περίπτωση αποτελούνται συνήθως κατά 90% από σίδηρο, 8,5% από νικέλιο και 0,6% από κοβάλτιο. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελούνται από οξυγόνο (36%), από σίδηρο (26%), από πυρίτιο(18%), από μαγνήσιο (14%), από αλουμίνιο (1,5%) κ.λπ. Όλα αυτά τα υλικά, βεβαίως, δεν διαφέρουν από εκείνα που αποτελούν τον φλοιό της Γης, τα οποία είναι το οξυγόνο, το πυρίτιο, το αλουμίνιο, το σίδηρο, το ασβέστιο, το νάτριο, το κάλιο και το μαγνήσιο. Όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου Διονύσης Σιμόπουλος, «όταν οι μετεωρίτες εισέρχονται στη γήινη ατμόσφαιρα, οι ταχύτητές τους κυμαίνονται από 36.000 έως και 250.000 χιλιόμετρα την ώρα. Στη συνέχεια επιβραδύνονται και η ταχύτητά τους μειώνεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα την ώρα, για να καταλήξουν στην επιφάνεια της Γης με ένα χαρακτηριστικό σάλπισμα. Εν τούτοις, τα πολύ μεγάλα κομμάτια επιβραδύνονται ελάχιστα και γι΄ αυτό δημιουργούν κρατήρες». Τα πετρώδη, φυσικά, μετεωροειδή, με διάμετρο μέχρι 10 μέτρα, εκρήγνυνται στη διάρκεια της πτώσης τους μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα πριν φτάσουν στην επιφάνεια της Γης, αν και η ενέργεια που εκλύεται είναι ίση με την έκρηξη πέντε ατομικών βομβών τύπου Χιροσίμα. Τα κομμάτια, όμως, των σιδηρούχων μετεωριτών, πολλές φορές φθάνουν μέχρι τη Γη.
Χιλιάδες αστεροειδείς «παραμονεύουν» ανάμεσα στον Άρη και τον Δία
Οι αστεροειδείς είναι υπολείμματα από την εποχή της δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, πριν από 5 έως 4 δισεκατομμύρια χρόνια. Χιλιάδες αστεροειδείς βρίσκονται στη λεγόμενη Ζώνη των Αστεροειδών ανάμεσα στον Άρη και τον Δία. Η Ζώνη απέχει από τον πλανήτη μας περίπου 2,7 φορές περισσότερο από την απόσταση Γης- Ηλίου. Το μήκος των αστεροειδών ποικίλλει από 30- 40 μέτρα μέχρι και 50 χιλιόμετρα. Ένας τόσο μεγάλος αστεροειδής είναι η Ίδα, η οποία ανακαλύφθηκε το 1993 από τη διαστημοσυσκευή «Γαλιλαίος». Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, υπάρχουν περίπου 100.000
αστεροειδείς, οι οποίοι είναι αρκετά φωτεινοί ώστε να μπορούν να φωτογραφηθούν από τη Γη με τη βοήθεια επίγειων τηλεσκοπίων. Όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου Διονύσης Σιμόπουλος, «οι μικροί αστεροειδείς, με μέγεθος από 100 έως 1.000 μέτρα, συγκρούονται με τη Γη μία φορά κάθε 250.000
χρόνια.
Η στατιστική μάς λέει, επίσης, ότι η Γη συγκρούεται με έναν αστεροειδή μεγαλύτερο από ένα χιλιόμετρο, μία ή δύο φορές κάθε ένα εκατομμύριο χρόνια, ενώ πτώσεις αστεροειδών με μέγεθος σαν αυτόν, που ίσως να αφάνισε τους δεινόσαυρους, αναμένονται μία φορά κάθε 100 εκατομμύρια χρόνια».
http://environmentfood.blogspot.com/2008/12/to-professor-kittas-et-al.html
Δημοσίευση σχολίου