Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Αρχιμηνιά κι Aρχιχρονιά ...





1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

{ … άνθη και οπώρες από τον κήπο της γνώσης…}
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών.
Είναι ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.
Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, υποδηλώνοντας την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΚΑΛΑΝΤΑ
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα. Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.

Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, το απαντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ΄ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες τον κατέχετε,
από την Καισαρεία, ζησ΄ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις
κάτσε το πόνο σου να πεις,
κάτσε - κάτσε να τραγουδήσεις,
και να μας - και να μας καλοκαρδίσεις.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου! Καλή χρονιά

Στο πρώτο μέρος, στις δύο πρώτες στροφές γίνεται αναφορά στην έλευση του καινούριου χρόνου και στην γέννηση του Χριστού. Στο δεύτερο μέρος, υμνείται ο 'Αγιος Βασίλειος. Η εορτή του Αγίου Βασιλείου καθιερώθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς την 1η Ιανουαρίου ως αντικατάσταση της παλαιότερης γιορτής των καλένδων. Επίσης η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με το θάνατο του Αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου 379. Ο 'Αγιος Βασίλειος ενσαρκώνει το πνεύμα του νέου έτους. Είναι ο ζευγολάτης αλλά και ο μορφωμένος οδοιπόρος που έρχεται από τη μακρινή Καισαρεία. Βαστάει χαρτί και καλαμάρι, αλλά παρόλα αυτά οι χωρικοί του ζητούν να κάτσει να φάει και να τραγουδήσει. Εκείνος αρνείται το δεύτερο λέγοντας ότι δε γνωρίζει παρά μόνο γράμματα. Ακουμπά τότε το ραβδί του και εκείνο ανθίζει. Το σύμβολο του ραβδιού που ανθίζει υπάρχει από την αρχαιότητα, είναι η συκιά που πέταξε φύλλα, μόνο που εδώ το ραβδί συνδέεται με τα γράμματα συμβολίζοντας έτσι την αναγέννηση της φύσης με τη γνώση, τη σοφία και την αλήθεια.