{δαμ-ων}
Ένας γλαφυρός και συνάμα θαυμάσιος μύθος, με πλούσιο εσωτερικό περιεχόμενο, είναι ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής. Η εξιστόρηση του μύθου είναι διασκευασμένη και σίγουρα πιο ευχάριστη από την αντίστοιχη του μύθου του σπηλαίου, που αποδόθηκε από μετάφραση του αρχαίου κειμένου. Σήμερα θα δώσουμε τον μύθο και σε επόμενη ανάρτηση την ερμηνεία του.
Ας εξετάσουμε κι αυτόν τον μύθο της παράδοσής μας:
O Μύθος :
Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια μεγάλη, δυνατή και πλούσια πολιτεία, όπου ζούσαν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με τη βασίλισσα και τις τρεις κόρες τους. Η μικρότερη, που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη, που την παραβάλανε με τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Κάθε άντρας, που την αντίκριζε, θαμπωνόταν από την ομορφιά της κι έπεφτε στα γόνατα να την προσκυνήσει , σάμπως να’ χε μπροστά την αφροαναδυμένη στη Κύπρο θεά. Καθώς ο καιρός περνούσε, όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά Αφροδίτη, που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον θεϊκό της θρόνο, κι ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Τα ιερά της θεάς ερημώθηκαν. Ούτε ένας πιστός δεν ερχόταν πια στη Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στη θεά του έρωτα. Ο κόσμος, που πριν λάτρευε τη θεά, σαγηνεύτηκε απ’ της θνητής την ομορφιά. Έτσι εγκατέλειψε τη θεά και στράφηκε στη Ψυχή κι αυτήν λάτρευε και προσκυνούσε.
Η θεά ταράχτηκε από των θνητών την ασέβεια, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί. Γι’ αυτό πρόσταξε το γιο της, τον σαϊτοβόλο Έρωτα, να χτυπήσει με τα βέλη του, ( που γλυκό πόνο φέρνουν στην καρδιά κάνοντάς την να χτυπάει δυνατά και παράξενα και να μουδιάζουν του σώματος τα μέλη ), την αντίζηλό της, και να την κάνει παράφορα ν’ αγαπήσει τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου. Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη, γιατί όλοι οι νέοι, σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της, και κανείς δεν αποφάσιζε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της αγκάλιαστο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια. Οι δύο αδελφές είχαν από καιρό παντρευτεί στα ξένα, και η Ψυχή μόνη στο παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Ο βασιλιάς- πατέρας της, σαν είδε ότι κανένας νιός δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την ομορφοθυγατέρα, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο της Μιλήτου, να ρωτήσει τον Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του, που μαράζωνε κλεισμένη στη κάμαρά της. Ο θεός έδωσε σκληρή κι αλλόκοτη απάντηση στο γεροβασιλιά. Του μήνυσε να οδηγήσει την αφροδιτόμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή κορυφή ενός μακρινού και παντέρημου βουνού, νυφοστολισμένη, σαν να ’τανε να κάνει του γάμου τη χαρά της στον σκοτεινό τον Άδη. Στην κακοτράχαλη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό, που ήταν το ριζικό της να γενεί της ζωής της σύντροφος. Το ταίρι της θα ‘ταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι, τρομαχτικό στην όψη, που ακόμα και στο βασιλιά των θεών, τον βροντορίχτη Δία, προξενούσε το φόβο και τον τρόμο. Λύγισαν τα γόνατα, του έρημου πατέρα, σαν άκουσε το χρησμό του Φοίβου. Ήταν σαν να τον χτύπησε ο γιος του Κρόνου με τον κεραυνό του. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολύμπιων; Έτσι γύρισε στο παλάτι κι άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες.
Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια, που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού. Ακόμη και τα άγρια θηρία δάκρυζαν, ενώ του ουρανού τα πετεινά έσμιγαν το πένθιμο κελάδημά τους με των ανθρώπων το θρήνο. Σαν έφτασαν στην κορυφή, με αναφιλητά χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη, που αντί από χαρά να κλαίει, στα μάγουλά της δάκρυα απελπισίας κι απόγνωσης κυλούσαν. Μετά πήραν της επιστροφής το δρόμο, αφήνοντας μόνη κι έρημη την Ψυχή.
Τότε δροσερός και μυρωδάτος Ζέφυρος φύσησε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του, και ταξιδεύοντας πάνω από χλωροσκέπαστες στεριές και χρυσόλαμπρες θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σ’ ένα μαγεμένο κήπο. Εκεί χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος. Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή, μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια πανύψηλα φουντωτά δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους βασιλογονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν. Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά, μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα, κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα, που φάνταζαν ζωντανοί, τα ομορφοσμιλεμένα αγάλματα. Καθώς άρχισε να αναγαλλιάζει, και σαν άχνη να σκορπίζει ο φόβος, άκουσε μια φωνή, δίχως να καταλαβαίνει από πού προερχόταν:
« Καλωσόρισες, κυρά μου. Όλα, όσα αποθαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη σκιάζεται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις. Όταν της κούρασης φύγει το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου τη φροντίδα, χτύπα το χρυσό γλυκόλαλο κουδούνι, και θα προστρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν ».
Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι, που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού, και στο μαγευτικό κουδούνισμά του, ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών, που, όμως, δε μπορούσε να τους δει. Αυτοί, πραγματικά, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα εβένινα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα, όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέραια λάδια, το κορμί της και τα βάλει εξωτικά αρώματα. Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι, όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα. Ολόχρυσα κηροπήγια, με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα, φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χάρες και των νέων τον πόθο. Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφικό θάλαμο, με το κρεβάτι από μυρωδάτο τριανταφυλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες με τις σκαλιστές φιγούρες, που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμπάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες, που ‘χαν σχεδιασμένη νυφική άμαξα με τους νιόνυμφους τρισευτυχισμένους. Την άμαξα έσερναν κύκνοι ενώ τη συνόδευαν σμήνη από γερανούς και χελιδόνια. Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι, ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ένιωσε το γλυκό του αγκάλιασμα και τον ερωτικό του πόθο, στον οποίο αφέθηκε κι έγινε δική του. Μα πριν ξημερώσει κι ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο της νυχτιάς σκοτάδι, για να δει τον σύντροφό της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της.
Τα ίδια επαναλήφθηκαν και την επόμενη ημέρα. Οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα, φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε. Τη νύχτα ήρθε, σαν απλώθηκε το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος χαρίζοντάς της την ερωτική ευτυχία, και το πρωϊ, πριν ξημερώσει, μυστηριωδώς πάλι εξαφανίστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό η Ψυχή έπλεε στο πέλαγος της ευτυχίας
Στο πατρικό, όμως, παλάτι, οι γονείς της, βασισμένοι στον χρησμό του θεού, πίστευαν πως η ροδομάγουλη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι. Έτσι ήσαν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισιά. Είχαν προστρέξει να τους παρηγορήσουν οι άλλες δύο κόρες, αλλά μάταια. Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται τη μοναξιά. Ψυχοπλακώνονταν καθώς δεν είχε έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δύο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι τη μέρα, παρέα με αόρατα πνεύματα και ξωτικά που την φρόντιζαν, χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους, και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια, κάποιου, που ούτε το πρόσωπό του είχε αντικρίσει. Δεν άντεξε τη μοναξιά. Την πήραν τα δάκρυα, και πάνω στα χάδια με τον άντρα της, τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει, που τις είχε επιθυμήσει, και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της, που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια, μα της έβαλε έναν όρο: « Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντά μας, μα να είσαι προσεχτική. Μη σε πλανέψουν τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως, γιατί για πάντα θα με χάσεις, και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή ». Η Ψυχή, που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του έρωτά τους, κι από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους. Αν τηρούσε την υπόσχεση το παιδί, που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο, χωρίς ν’ αντικρίσει του Άδη τα μαύρα Τάρταρα. Αν, όμως, δεν την τηρούσε, θα ήταν θνητό, και ο ψυχοπομπός Ερμής θα οδηγούσε την ψυχή του στα Τάρταρα, ενώ η υγρή γης θα δεχόταν το σώμα του.
Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, όπου την οδήγησαν νυφοστολισμένη, βορά του αποτρόπαιου φιδιού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας. Μα ξάφνου, μέσα στους θρήνους, άκουσαν αγαπημένη φωνή. Ήταν η Ψυχή, που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιάστηκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βράχηκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα κι αφού την χόρτασαν τα μάτια τους, πήραν του γυρισμού το δρόμο με του Ζέφυρου τη δροσερή πνοή. Οι επισκέψεις πύκνωσαν, όμως σε κάθε επίσκεψη κι ο φθόνος μεγάλωνε για της αδελφής την ευτυχία και τους αναρίθμητους θησαυρούς, που είχε στη διάθεσή της. Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντάς τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει. Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχά τους και σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό. Στιγμή δε σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή, στο τέλος, αναγκάστηκε ψέμα να επινοήσει, πως, τάχα, ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός, που ζωσμένος τη φαρέτρα με τις αστόχαστες σαΐτες του, παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς στα βαθύσκιωτα δάση κυνηγούσε, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το πρώτο παιδί τους κυοφορούσε. Αυτό φούντωσε πιότερο το φθόνο στις αδελφές, που είχαν παντρευτεί γέρους κι ανήμπορους βασιλιάδες, ανίκανους να τις κάνουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής, έχοντας θεία καταγωγή, καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του, και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή, που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του.
Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της, αυτή ξεχάστηκε και τους είπε άλλα. Είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος, κι ασχολιόταν με το εμπόριο, έχοντας μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία. Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της, κι αυτές φορτικά την πίεσαν να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε, αυτή δε βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές κι έφεραν στο νου τους τη μαντεία για το φίδι. Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος σύντροφος, που δε φανερωνόταν, ήταν το τρομερό φίδι, που προφήτεψε ο Απόλλωνας, και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε. Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα μάτια, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος.
Σα σφοντήλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό. Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού, κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο πνιγερό στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του ’λειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του. Έτσι, πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη. Ένα βράδυ, αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της, αυτός έγυρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά του έρωτα κούραση, οπότε αυτή σηκώθηκε κι άναψε το λυχνάρι.
Ω! θεοί, τι αντίκριζαν τα μάτια της; Ο ωραιότερος άντρας της γης, ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήσαν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας. Ωραιότερος κι από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της όταν παρθένα κόρη ήταν στην πατρίδα της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμά του, που στους ιερούς ναούς και στα λαμπρά παλάτια είχαν αντικρίσει τα μάτια της. Σαν χαμένη πήρε να περιεργαστεί τα ξακουστά τα σύνεργά του. Ξάφνου τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της. Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι, που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της απερισκεψίας της. Μάταια η προσπάθειά της. Το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι κι έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε, και τα χέρια της έτρεμαν. Τότε χύθηκε λίγο από το καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα, που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από του κάψιμου τον πόνο. Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλωμη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυά της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε ν’ αδειάζουν τα σπλάχνα του. Θλίψη τον συνεπήρε. Έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά, μα, μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί, γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να την πάρει στα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα. Αλλά η κούραση την εξάντλησε, τα χέρια της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει. Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα, κι αυτός την απίθωσε αργά-αργά στη γης, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στη κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε: « Σε είχα προειδοποιήσει, όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή την μωρία, τίναξες όλη την ευτυχία μας στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου ».
Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη. Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού, να πνιγεί. Εκείνο ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη, που’ χε φυτρώσει δίπλα στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά, που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει. Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη και την εμπιστοσύνη του Έρωτα.
Έτσι από ‘κεινη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία της. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της, που την παρέσυραν σ’ αυτή την προδοσία. Πιάνει, λοιπόν, πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη, και της είπε πως, τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή, κι ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότες αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένειά τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της, και τράβηξε στην γνωστή κορυφή του βουνού. Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε, κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους, που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών.
Αφού τιμώρησε αυτές, που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου, που από απερισκεψία έχασε. Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε βαθύλακες πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμη και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει, γιατί δεν ήθελαν να γενούν ενάντιοι με τη θεά την ομορφιάς, την Αφροδίτη, η οποία έτρεφε μίσος για τη θνητή, που ξελόγιασε το γιο της, τον Έρωτα και πιο μπροστά οι θνητοί να πάψουν να την τιμούν. Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνιά τους. Ούτε κι αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν , αν και τη σπλαχνίστηκαν, λόγω της αφρογεννημένης αδελφής τους. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να εύρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στης Αφροδίτης το παλάτι. Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή, που τριγύριζε σ’ όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή, που πήρε τα μυαλά του πιστού συνοδού γιου της, του Έρωτα, και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της.
Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χέρια της θεάς, που μάνητα την είχε κυριεύσει κι εκδίκηση ήθελε να πάρει. Από τη στιγμή, που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δύο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια, με μαστίγιο αυλάκωναν το τρυφερό κορμί της και τρίχα- τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά. Μετά πήρε σειρά η ίδια η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και με βακχική μανία της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι- κριθάρι- κεχρί- κουκιά- ρεβίθια- φακή και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε, κι έδωσε την προσταγή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και χωριστά να τους βάλει. Ήρθαν τα ψυχοπονιάρικα μυρμήγκια και στο ξεχώρισμα βοηθήσαν. Την άλλη μέρα πιότερο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από της Στύγας την πηγή, που δράκοι ακοίμητοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, νερό να κουβαλήσει. Κι αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους στα βάσανα παραστάτες. Το προφητικό καλάμι, που συμβουλή της έδωσε με υπομονή να μαζέψει τις τούφες το μαλλί, που τα πρόβατα πάνω στων θάμνων άφηναν τ’ αγκάθια. Μετά του Δία τον αητό, που κανάτι γέμισε από της πηγής το παράξενο νερό. Διόλου δε μαλάκωσε της θεάς το αντάριασμα, κι άλλη, ακόμα πιο δύσκολη, αναθέτει αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό τον Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας τη κόρη, την όμορφη Περσεφόνη, μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί είχε, τάχα, αποσώσει τη δική της . Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά έναν μαγικό πύργο, που συμβουλή της έδωσε, πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες στου Κάτω Κόσμου τα δώματα να κατέβει. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, της πέρασε η σκέψη, να βάλει κι αυτή λίγο από το θείο φάρμακο, για να γενεί πιότερο όμορφη, ώστε και πάλι τον Έρωτα να ξελογιάσει και την αγάπη του να ξανακερδίσει. Μα, τη στιγμή που ’βγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη σωριάστηκε χάνοντας τις αισθήσεις.
Ο άντρας της, ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη την αγαπημένη του γυναίκα, κι αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε. Η μάνα του, η Αφροδίτη, τον είχε κλειδωμένο σε μια κάμαρα, για να γειάνει, τάχα, η πληγή από το καυτό λάδι, που’ χε πέσει στου ώμου τη τρυφερή σάρκα από το σάστισμα της Ψυχής, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Τάρταρου τα σκότη, που η μάνα έβαλε τη Ψυχή να πάει. Έτσι το ’σκασε, χωρίς κανείς από το θεϊκό παλάτι είδηση να τον πάρει, και στου Πλούτωνα πήγε το θλιβερό παλάτι. Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή, έχοντας τις αισθήσεις χάσει. Μεμιάς τον Ύπνο στο βάζο ξανάκλεισε και την αγαπημένη στην αγκαλιά του έσφιξε. Μετά ανάλαφρα τη σήκωσε, χτυπώντας τα κατάλευκα φτερά του, και στον Όλυμπο την έφερε.
Εκεί, σε μια σύναξη των θεών, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές στους έρωτές του είχε βοηθήσει, σαϊτοβολώντας την ομορφονιά, που στο μάτι είχε βάλει ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή. Ό ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι, που στου Όλυμπου τα παλάτια στήθηκε, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή. Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε, μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, η Ηδονή.
Ένας γλαφυρός και συνάμα θαυμάσιος μύθος, με πλούσιο εσωτερικό περιεχόμενο, είναι ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής. Η εξιστόρηση του μύθου είναι διασκευασμένη και σίγουρα πιο ευχάριστη από την αντίστοιχη του μύθου του σπηλαίου, που αποδόθηκε από μετάφραση του αρχαίου κειμένου. Σήμερα θα δώσουμε τον μύθο και σε επόμενη ανάρτηση την ερμηνεία του.
Ας εξετάσουμε κι αυτόν τον μύθο της παράδοσής μας:
O Μύθος :
Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια μεγάλη, δυνατή και πλούσια πολιτεία, όπου ζούσαν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με τη βασίλισσα και τις τρεις κόρες τους. Η μικρότερη, που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη, που την παραβάλανε με τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Κάθε άντρας, που την αντίκριζε, θαμπωνόταν από την ομορφιά της κι έπεφτε στα γόνατα να την προσκυνήσει , σάμπως να’ χε μπροστά την αφροαναδυμένη στη Κύπρο θεά. Καθώς ο καιρός περνούσε, όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά Αφροδίτη, που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον θεϊκό της θρόνο, κι ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Τα ιερά της θεάς ερημώθηκαν. Ούτε ένας πιστός δεν ερχόταν πια στη Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στη θεά του έρωτα. Ο κόσμος, που πριν λάτρευε τη θεά, σαγηνεύτηκε απ’ της θνητής την ομορφιά. Έτσι εγκατέλειψε τη θεά και στράφηκε στη Ψυχή κι αυτήν λάτρευε και προσκυνούσε.
Η θεά ταράχτηκε από των θνητών την ασέβεια, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί. Γι’ αυτό πρόσταξε το γιο της, τον σαϊτοβόλο Έρωτα, να χτυπήσει με τα βέλη του, ( που γλυκό πόνο φέρνουν στην καρδιά κάνοντάς την να χτυπάει δυνατά και παράξενα και να μουδιάζουν του σώματος τα μέλη ), την αντίζηλό της, και να την κάνει παράφορα ν’ αγαπήσει τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου. Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη, γιατί όλοι οι νέοι, σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της, και κανείς δεν αποφάσιζε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της αγκάλιαστο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια. Οι δύο αδελφές είχαν από καιρό παντρευτεί στα ξένα, και η Ψυχή μόνη στο παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Ο βασιλιάς- πατέρας της, σαν είδε ότι κανένας νιός δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την ομορφοθυγατέρα, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο της Μιλήτου, να ρωτήσει τον Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του, που μαράζωνε κλεισμένη στη κάμαρά της. Ο θεός έδωσε σκληρή κι αλλόκοτη απάντηση στο γεροβασιλιά. Του μήνυσε να οδηγήσει την αφροδιτόμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή κορυφή ενός μακρινού και παντέρημου βουνού, νυφοστολισμένη, σαν να ’τανε να κάνει του γάμου τη χαρά της στον σκοτεινό τον Άδη. Στην κακοτράχαλη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό, που ήταν το ριζικό της να γενεί της ζωής της σύντροφος. Το ταίρι της θα ‘ταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι, τρομαχτικό στην όψη, που ακόμα και στο βασιλιά των θεών, τον βροντορίχτη Δία, προξενούσε το φόβο και τον τρόμο. Λύγισαν τα γόνατα, του έρημου πατέρα, σαν άκουσε το χρησμό του Φοίβου. Ήταν σαν να τον χτύπησε ο γιος του Κρόνου με τον κεραυνό του. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολύμπιων; Έτσι γύρισε στο παλάτι κι άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες.
Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια, που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού. Ακόμη και τα άγρια θηρία δάκρυζαν, ενώ του ουρανού τα πετεινά έσμιγαν το πένθιμο κελάδημά τους με των ανθρώπων το θρήνο. Σαν έφτασαν στην κορυφή, με αναφιλητά χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη, που αντί από χαρά να κλαίει, στα μάγουλά της δάκρυα απελπισίας κι απόγνωσης κυλούσαν. Μετά πήραν της επιστροφής το δρόμο, αφήνοντας μόνη κι έρημη την Ψυχή.
Τότε δροσερός και μυρωδάτος Ζέφυρος φύσησε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του, και ταξιδεύοντας πάνω από χλωροσκέπαστες στεριές και χρυσόλαμπρες θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σ’ ένα μαγεμένο κήπο. Εκεί χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος. Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή, μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια πανύψηλα φουντωτά δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους βασιλογονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν. Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά, μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα, κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα, που φάνταζαν ζωντανοί, τα ομορφοσμιλεμένα αγάλματα. Καθώς άρχισε να αναγαλλιάζει, και σαν άχνη να σκορπίζει ο φόβος, άκουσε μια φωνή, δίχως να καταλαβαίνει από πού προερχόταν:
« Καλωσόρισες, κυρά μου. Όλα, όσα αποθαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη σκιάζεται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις. Όταν της κούρασης φύγει το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου τη φροντίδα, χτύπα το χρυσό γλυκόλαλο κουδούνι, και θα προστρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν ».
Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι, που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού, και στο μαγευτικό κουδούνισμά του, ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών, που, όμως, δε μπορούσε να τους δει. Αυτοί, πραγματικά, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα εβένινα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα, όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέραια λάδια, το κορμί της και τα βάλει εξωτικά αρώματα. Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι, όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα. Ολόχρυσα κηροπήγια, με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα, φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χάρες και των νέων τον πόθο. Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφικό θάλαμο, με το κρεβάτι από μυρωδάτο τριανταφυλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες με τις σκαλιστές φιγούρες, που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμπάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες, που ‘χαν σχεδιασμένη νυφική άμαξα με τους νιόνυμφους τρισευτυχισμένους. Την άμαξα έσερναν κύκνοι ενώ τη συνόδευαν σμήνη από γερανούς και χελιδόνια. Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι, ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ένιωσε το γλυκό του αγκάλιασμα και τον ερωτικό του πόθο, στον οποίο αφέθηκε κι έγινε δική του. Μα πριν ξημερώσει κι ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο της νυχτιάς σκοτάδι, για να δει τον σύντροφό της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της.
Τα ίδια επαναλήφθηκαν και την επόμενη ημέρα. Οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα, φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε. Τη νύχτα ήρθε, σαν απλώθηκε το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος χαρίζοντάς της την ερωτική ευτυχία, και το πρωϊ, πριν ξημερώσει, μυστηριωδώς πάλι εξαφανίστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό η Ψυχή έπλεε στο πέλαγος της ευτυχίας
Στο πατρικό, όμως, παλάτι, οι γονείς της, βασισμένοι στον χρησμό του θεού, πίστευαν πως η ροδομάγουλη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι. Έτσι ήσαν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισιά. Είχαν προστρέξει να τους παρηγορήσουν οι άλλες δύο κόρες, αλλά μάταια. Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται τη μοναξιά. Ψυχοπλακώνονταν καθώς δεν είχε έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δύο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι τη μέρα, παρέα με αόρατα πνεύματα και ξωτικά που την φρόντιζαν, χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους, και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια, κάποιου, που ούτε το πρόσωπό του είχε αντικρίσει. Δεν άντεξε τη μοναξιά. Την πήραν τα δάκρυα, και πάνω στα χάδια με τον άντρα της, τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει, που τις είχε επιθυμήσει, και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της, που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια, μα της έβαλε έναν όρο: « Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντά μας, μα να είσαι προσεχτική. Μη σε πλανέψουν τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως, γιατί για πάντα θα με χάσεις, και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή ». Η Ψυχή, που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του έρωτά τους, κι από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους. Αν τηρούσε την υπόσχεση το παιδί, που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο, χωρίς ν’ αντικρίσει του Άδη τα μαύρα Τάρταρα. Αν, όμως, δεν την τηρούσε, θα ήταν θνητό, και ο ψυχοπομπός Ερμής θα οδηγούσε την ψυχή του στα Τάρταρα, ενώ η υγρή γης θα δεχόταν το σώμα του.
Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, όπου την οδήγησαν νυφοστολισμένη, βορά του αποτρόπαιου φιδιού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας. Μα ξάφνου, μέσα στους θρήνους, άκουσαν αγαπημένη φωνή. Ήταν η Ψυχή, που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιάστηκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βράχηκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα κι αφού την χόρτασαν τα μάτια τους, πήραν του γυρισμού το δρόμο με του Ζέφυρου τη δροσερή πνοή. Οι επισκέψεις πύκνωσαν, όμως σε κάθε επίσκεψη κι ο φθόνος μεγάλωνε για της αδελφής την ευτυχία και τους αναρίθμητους θησαυρούς, που είχε στη διάθεσή της. Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντάς τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει. Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχά τους και σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό. Στιγμή δε σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή, στο τέλος, αναγκάστηκε ψέμα να επινοήσει, πως, τάχα, ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός, που ζωσμένος τη φαρέτρα με τις αστόχαστες σαΐτες του, παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς στα βαθύσκιωτα δάση κυνηγούσε, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το πρώτο παιδί τους κυοφορούσε. Αυτό φούντωσε πιότερο το φθόνο στις αδελφές, που είχαν παντρευτεί γέρους κι ανήμπορους βασιλιάδες, ανίκανους να τις κάνουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής, έχοντας θεία καταγωγή, καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του, και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή, που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του.
Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της, αυτή ξεχάστηκε και τους είπε άλλα. Είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος, κι ασχολιόταν με το εμπόριο, έχοντας μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία. Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της, κι αυτές φορτικά την πίεσαν να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε, αυτή δε βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές κι έφεραν στο νου τους τη μαντεία για το φίδι. Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος σύντροφος, που δε φανερωνόταν, ήταν το τρομερό φίδι, που προφήτεψε ο Απόλλωνας, και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε. Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα μάτια, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος.
Σα σφοντήλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό. Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού, κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο πνιγερό στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του ’λειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του. Έτσι, πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη. Ένα βράδυ, αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της, αυτός έγυρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά του έρωτα κούραση, οπότε αυτή σηκώθηκε κι άναψε το λυχνάρι.
Ω! θεοί, τι αντίκριζαν τα μάτια της; Ο ωραιότερος άντρας της γης, ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήσαν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας. Ωραιότερος κι από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της όταν παρθένα κόρη ήταν στην πατρίδα της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμά του, που στους ιερούς ναούς και στα λαμπρά παλάτια είχαν αντικρίσει τα μάτια της. Σαν χαμένη πήρε να περιεργαστεί τα ξακουστά τα σύνεργά του. Ξάφνου τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της. Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι, που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της απερισκεψίας της. Μάταια η προσπάθειά της. Το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι κι έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε, και τα χέρια της έτρεμαν. Τότε χύθηκε λίγο από το καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα, που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από του κάψιμου τον πόνο. Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλωμη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυά της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε ν’ αδειάζουν τα σπλάχνα του. Θλίψη τον συνεπήρε. Έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά, μα, μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί, γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να την πάρει στα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα. Αλλά η κούραση την εξάντλησε, τα χέρια της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει. Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα, κι αυτός την απίθωσε αργά-αργά στη γης, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στη κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε: « Σε είχα προειδοποιήσει, όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή την μωρία, τίναξες όλη την ευτυχία μας στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου ».
Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη. Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού, να πνιγεί. Εκείνο ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη, που’ χε φυτρώσει δίπλα στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά, που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει. Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη και την εμπιστοσύνη του Έρωτα.
Έτσι από ‘κεινη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία της. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της, που την παρέσυραν σ’ αυτή την προδοσία. Πιάνει, λοιπόν, πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη, και της είπε πως, τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή, κι ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότες αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένειά τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της, και τράβηξε στην γνωστή κορυφή του βουνού. Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε, κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους, που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών.
Αφού τιμώρησε αυτές, που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου, που από απερισκεψία έχασε. Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε βαθύλακες πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμη και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει, γιατί δεν ήθελαν να γενούν ενάντιοι με τη θεά την ομορφιάς, την Αφροδίτη, η οποία έτρεφε μίσος για τη θνητή, που ξελόγιασε το γιο της, τον Έρωτα και πιο μπροστά οι θνητοί να πάψουν να την τιμούν. Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνιά τους. Ούτε κι αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν , αν και τη σπλαχνίστηκαν, λόγω της αφρογεννημένης αδελφής τους. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να εύρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στης Αφροδίτης το παλάτι. Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή, που τριγύριζε σ’ όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή, που πήρε τα μυαλά του πιστού συνοδού γιου της, του Έρωτα, και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της.
Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χέρια της θεάς, που μάνητα την είχε κυριεύσει κι εκδίκηση ήθελε να πάρει. Από τη στιγμή, που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δύο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια, με μαστίγιο αυλάκωναν το τρυφερό κορμί της και τρίχα- τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά. Μετά πήρε σειρά η ίδια η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και με βακχική μανία της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι- κριθάρι- κεχρί- κουκιά- ρεβίθια- φακή και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε, κι έδωσε την προσταγή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και χωριστά να τους βάλει. Ήρθαν τα ψυχοπονιάρικα μυρμήγκια και στο ξεχώρισμα βοηθήσαν. Την άλλη μέρα πιότερο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από της Στύγας την πηγή, που δράκοι ακοίμητοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, νερό να κουβαλήσει. Κι αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους στα βάσανα παραστάτες. Το προφητικό καλάμι, που συμβουλή της έδωσε με υπομονή να μαζέψει τις τούφες το μαλλί, που τα πρόβατα πάνω στων θάμνων άφηναν τ’ αγκάθια. Μετά του Δία τον αητό, που κανάτι γέμισε από της πηγής το παράξενο νερό. Διόλου δε μαλάκωσε της θεάς το αντάριασμα, κι άλλη, ακόμα πιο δύσκολη, αναθέτει αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό τον Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας τη κόρη, την όμορφη Περσεφόνη, μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί είχε, τάχα, αποσώσει τη δική της . Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά έναν μαγικό πύργο, που συμβουλή της έδωσε, πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες στου Κάτω Κόσμου τα δώματα να κατέβει. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, της πέρασε η σκέψη, να βάλει κι αυτή λίγο από το θείο φάρμακο, για να γενεί πιότερο όμορφη, ώστε και πάλι τον Έρωτα να ξελογιάσει και την αγάπη του να ξανακερδίσει. Μα, τη στιγμή που ’βγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη σωριάστηκε χάνοντας τις αισθήσεις.
Ο άντρας της, ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη την αγαπημένη του γυναίκα, κι αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε. Η μάνα του, η Αφροδίτη, τον είχε κλειδωμένο σε μια κάμαρα, για να γειάνει, τάχα, η πληγή από το καυτό λάδι, που’ χε πέσει στου ώμου τη τρυφερή σάρκα από το σάστισμα της Ψυχής, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Τάρταρου τα σκότη, που η μάνα έβαλε τη Ψυχή να πάει. Έτσι το ’σκασε, χωρίς κανείς από το θεϊκό παλάτι είδηση να τον πάρει, και στου Πλούτωνα πήγε το θλιβερό παλάτι. Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή, έχοντας τις αισθήσεις χάσει. Μεμιάς τον Ύπνο στο βάζο ξανάκλεισε και την αγαπημένη στην αγκαλιά του έσφιξε. Μετά ανάλαφρα τη σήκωσε, χτυπώντας τα κατάλευκα φτερά του, και στον Όλυμπο την έφερε.
Εκεί, σε μια σύναξη των θεών, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές στους έρωτές του είχε βοηθήσει, σαϊτοβολώντας την ομορφονιά, που στο μάτι είχε βάλει ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή. Ό ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι, που στου Όλυμπου τα παλάτια στήθηκε, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή. Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε, μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, η Ηδονή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου