Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Ν. Καζαντζάκης (3o Μέρος)



[[ δαμ-ων ]]

Ο Ιησούς είναι ένα από τα πρόσωπα που τον επηρεάζει βαθιά στη ζωή του. Είναι η σειρήνα που με το πνευματικό τραγούδι της τον σαγηνεύει και τον ξεστρατίζει από τη ρηχή ζωή του μέσου ανθρώπου. Ο συγγραφέας Του δίνει μεγάλο χώρο στο έργο του. Μπορεί να τον βλέπει με διαφορετικό μάτι απ’ ό,τι οι λειτουργοί της εκκλησίας Του, αλλά σίγουρα δεν εκμεταλλεύεται το όνομά του. Αυτός τουλάχιστον εφαρμόζει το « ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω ». Για τον Καζαντζάκη:
« Ο Χριστός είναι η Μεγάλη Απόκριση σε όλες τις απορίες• όλα ξηγούνται, φωτίζουνται, μπαίνουν σε τάξη, κι η ψυχή ησυχάζει.»
Η καρδιά του ειρηνεύει, γλυκαίνει, φιλιώνει με το θείο, ο κόσμος γίνεται απλός, όπως γράφει:
«Μα ο Ιησούς ακροστάθηκε• ο Ματθαίος δεν κάτεχε τι να κάμει- να μείνει δείλιαζε, να μπει στην παράγκα, δεν ήθελε• καιρό τώρα λαχτάριζε να δει από κοντά τον καινούριο προφήτη, που κηρύχνει πως όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια• δεν είναι ετούτος που είπε μια μέρα: «Πιο πολύ αγαπάει ο Θεός τον αμαρτωλό που μετανιώνει από τον άνθρωπο που ποτέ δεν αμάρτησε »; και μιαν άλλη μέρα δεν είπε: «Εγώ δεν ήρθα για τους ενάρετους στον κόσμο• ήρθα για τους αμαρτωλούς• με αυτούς μου αρέσει να μιλώ και να τρώγω »; Και μιαν άλλη μέρα που τον ρώτησαν: « Ραβή, ποιο ‘ναι τ’ όνομα το αληθινό του Θεού;» αυτός αποκρίθηκε: « Αγάπη».
Τα λόγια τούτα πολλά μερόνυχτα τώρα τ’ αναμαυλούσε στην καρδιά του ο Ματθαίος κι έλεγε κι αναστέναζε: Πότε να τον δω, να πέσω στα πόδια του! και τώρα να, που ήταν μπροστά του, ντρέπουνταν να σηκώσει τα μάτια να τον δει, στέκουνταν με σκυμμένο το κεφάλι, ακίνητος, και περίμενε• τι περίμενε; τώρα θα ‘φευγε και θα τον έχανε για πάντα.
Έκαμε ο Ιησούς ένα βήμα, τον ζύγωσε:
-Ματθαίο, είπε σιγά, με τόση γλύκα, που ο τελώνης ένιωσε την καρδιά του να λιώνει.
Σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς, μπροστά του, τον κοίταζε• γλυκιά, η παντοδύναμη ματιά, κατέβαινε στα σπλάχνα του τελώνη, ειρήνευε η καρδιά, φωτίζουνταν ο νους, τουρτούριζαν τα σωθικά, και τώρα έπεφτε ο ήλιος απάνω τους και τα ζέσταινε• τι χαρά ήταν ετούτη, τι βεβαιότητα, τι φίλιωση! Τόσο λοιπόν απλός είναι ο κόσμος, τόση εύκολη η σωτηρία;»
Παρουσιάζει τον Χριστό απλό, ανθρώπινο, όπως ήρθε στη γη. Είναι ο νυμφίος, ο ουράνιος γαμπρός που παντρεύτηκε τη γήινη νύφη:
« Χαίρεστε κι αγαλλιάστε, τους έλεγε, όσο βρίσκεται ο γαμπρός μαζί σας• θα ‘ρθουν κι οι μέρες της χηριάς και της αρφάνιας, μα έχετε τα θάρρη σας στον Πατέρα• πώς έχουν εμπιστοσύνη τα λουλούδια της γης και τα πουλιά του αγέρα; Δε σπέρνουν , δε θερίζουν, κι ο Πατέρας τα θρέφει• δε γνέθουν, δεν υφαίνουν, κι όμως ποιος βασιλιάς μπόρεσε ποτέ του να ντυθεί με τέτοια μεγαλοπρέπεια; Μη νοιάζεστε για το κορμί σας τι θα φάει και τι θα πιεί, τι θα ντυθεί• ήταν χώμα, και θα γίνει χώμα• την ψυχή σας να νοιάζεστε την αθάνατη, τη βασιλεία των ουρανών! Ουρανός και γης είναι ένα, πέτρα και σύννεφο είναι ένα, η βασιλεία των ουρανών δεν είναι στον αέρα, είναι μέσα μας, στην καρδιά μας• γι’ αυτή μιλώ• άλλαξε την καρδιά σου, κι ουρανός και γης αγκαλιάζονται, Ισραηλίτες και Ρωμαίοι αγκαλιάζονται, όλα γίνονται ένα.»
Στη σκέψη του Κρητικού στοχαστή, είναι αδύνατη η τιμωρία των παιδιών- ανθρώπων από τον Πατέρα-Θεό. Ο ίδιος ο Θεός έπλασε ανυπάκουη την καρδιά του ανθρώπου, για να τον κάνει να έρθει στη γη, να παλέψει κι ο Παράδεισος να μην του είναι χάρισμα από το Θεό, αλλά το γέρας, το βραβείο, του αγώνα του. Βάζει τον Άγιο Φραγκίσκο να λέει στον σύντροφό του:
« Μη φοβάσαι, λιονταράκι του Θεού, είπε• ναι, αναιδέστατη η καρδιά του ανθρώπου, μα τέτοια την έπλασε ο Θεός, τέτοια τη θέλησε ο Θεός: να Του αντιστέκεται.»
Ο Θεός είναι έλεος. Ακόμη και γι’ αυτούς, που η εκκλησία δεν αφήνει περιθώρια σωτηρίας, ο Καζαντζάκης θέλει τον Θεό της καρδιάς του και της κατανόησής του να τους συγχωρεί. Στον Τελευταίο Πειρασμό μας παρουσιάζει τον Ιησού να λέει την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου. Μετά κατά τη συνήθεια του Χριστού να την αναλύει στους μαθητές και τους πιο κοντινούς του, γιατί όπως μας αναφέρει ο Ματθαίος: « υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια των ουρανών, εκείνοις δε ου δέδοται…δια τούτο εν παραβολαίς αυτοίς λαλώ, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη ακούωσι μηδέ συνώσι.», προχωρεί την παραβολή ακόμα πιο πέρα, στο άπειρο έλεος του Θεού.
« - Άνοιξε τ’ αυτιά σου , γέρο Ανανία, είπε, άνοιξε την καρδιά σου, γέρο Ανανία• θα μιλήσω.
- Άνοιξα τ’ αυτιά μου, άνοιξα την καρδιά μου, η ώρα η καλή, ακούω.
- Μια φορά, γέρο Ανανία, ήταν ένας πλούσιος, άδικος και παράνομος, έτρωγε κι έπινε, ντύνουνταν στο μετάξι και την πορφύρα, και ποτέ δεν έδωκε μήτε ένα πράσινο φύλλο στο γείτονά του το Λάζαρο, που πεινούσε και κρύωνε. Σούρνωνταν κάτω από το τραπέζι του ο Λάζαρος να μαζέψει τα ψίχουλα, ν’ αγλείψει τα κόκαλα• μα οι δούλοι τον πετούσαν έξω, κι αυτός κάθουνταν στο κατώφλι κι έρχουνταν τα σκυλιά και του άγλειφαν τις πληγές του. Όπου ήρθε η μέρα η διορισμένη και πέθαναν κι οι δυο• ο ένας πήγε στη φωτιά την αιώνια, ο άλλος σον κόρφο του Αβραάμ. Σήκωσε μια μέρα ο πλούσιος τα μάτια κι είδε το γείτονά του το Λάζαρο να γελάει και ν’ αγάλλεται μέσα στο κόρφο του Αβραάμ, έσυρε φωνή: « Πάτερ Αβραάμ, πάτερ Αβραάμ, πέψε το Λάζαρο να βρέξει τα ακροδάχτυλό του, να μου δροσίσει το στόμα• καίγουμαι! » Μα ο Αβραάμ του αποκρίθηκε: « Θυμήσου όταν φαγοποτούσες εσύ και χαίρουσουν τ’ αγαθά του κόσμου και τούτος πεινούσε και κρύωνε• του ΄δωκες ποτέ σου ένα πράσινο φύλλο; Ήρθε το λοιπόν κι αυτουνού η σειρά να χαίρεται κι εσύ να καίγεσαι στην αιωνιότητα.»
Αναστέναξε ο Ιησούς και σώπασε• ο γέρο- Ανανίας, με ανοιχτό το στόμα, περίμενε ακόμα ν’ ακούσει, τα χείλια του ξεράθηκαν, στέγνωσε ο λαιμός του• κοίταξε τον Ιησού με παρακάλιο:
- Τέλειωσε; ρώτησε κι η φωνή του έτρεμε• τέλειωσε, δεν έχει άλλο;
Ο Ιούδας γέλασε:
- Καλά να πάθει, είπε• όποιος φάει και πιεί περίσσια στη γης θα τ’ αναξεράσει στον Άδη.
Μα ο νιούτσικος γιος του Ζεβεδαίου έγειρε στον κόρφο του Ιησού:
- Ραβή, ο λόγος σου δεν αλάφρωσε την καρδιά μου, είπε σιγά• πόσες φορές μας παράγγελνες: Συχώρα τον οχτρό σου, αγάπα τον• κι εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να σου κάμει κακό, εσύ εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να του κάμεις καλό• έτσι μονάχα θα ξοφληθεί από τον κόσμο η κάκητα• και τώρα ο Θεός δεν μπορεί να συχωρέσει;
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Άπλωσε ο Ιησούς το χέρι, χάδεψε τα σγουρά μαλλιά του αγαπημένου συντρόφου:
- Ιωάννη, είπε, όλοι έχουν αυτιά, άκουσαν, όλοι έχουν μυαλό, έκριναν• ο Θεός είναι δίκαιος, είπαν και δεν μπόρεσαν να παν παραπέρα• μα εσύ έχεις και καρδιά, κι είπες: δίκαιος είναι ο Θεός, μα δε φτάνει• είναι και πανάγαθος• η παραβολή ετούτη, δε γίνεται, πρέπει να ‘χει άλλο τέλος.
- Ραβή, έκαμε ο νέος, συχώρεσέ με• αλήθεια, αυτό είπε η καρδιά μου: ο άνθρωπος συχωρνάει, ο Θεός δε συχωρνάει; δε γίνεται, βλαστήμια μεγάλη• η παραβολή πρέπει να ΄χει άλλο τέλος.
- Κι έχει άλλο τέλος, αγαπημένε, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας• γερο- Ανανία, άκου να στερεωθεί η καρδιά σου• ακούστε κι εσείς όλοι που βρίσκεστε στην αυλή κι εσείς γειτόνοι που χαχαρίζετε στο δρόμο• ο Θεός δεν είναι μονάχα δίκαιος, είναι και καλός• και δεν είναι μονάχα καλός, είναι και Πατέρας. Άκουσε ο Λάζαρος το λόγο του Αβραάμ, αναστέναξε: « Θεέ μου», είπε μα το νου του « πώς μπορεί κανένας να είναι ευτυχισμένος στην Παράδεισο και να ξέρει πως υπάρχει ένας άνθρωπος, μια ψυχή, που καίγεται στην αιωνιότητα; Δρόσισέ τον, Κύριε, να δροσιστώ• λύτρωσέ τον, Κύριε, να λυτρωθώ• αλλιώς θ’ αρχίσω κι εγώ να καίγουμαι.» Κι ο Θεός άκουσε το λογισμό του, χάρηκε: « Λάζαρε αγαπημένε», είπε « κατέβα να πάρεις
από το χέρι το διψασμένο• αστέρευτες είναι οι βρύσες μου, φέρ’ τον να πιει, να δροσερέψει• να δροσερέψεις κι εσύ μαζί του.» « Στην αιωνιότητα;» ρώτησε ο Λάζαρος. « Στην αιωνιότητα» αποκρίθηκε ο Θεός. »
Αυτό είναι το μεγαλείο της σκέψης του Ν. Καζαντζάκη!
Η σκέψη του συγγραφέα δίνει ακόμη και στον Εωσφόρο, κάτι που θεωρείται από την εκκλησία σαν βλασφημία, τη δυνατότητα να μετανιώσει για την αποστασία του και την αντίθεσή του προς το Θεό. Χρησιμοποιεί και πάλι τον Άγιο Φραγκίσκο, τον Φτωχούλη του Θεού:
« Κι έτσι ξέρω για σένα όσα κανένας δεν ξέρει• έκαμες πολύ περισσότερες αμαρτίες απ’ ό,τι ο κόσμος θαρρεί• έκαμες πολύ περισσότερα θαύματα απ’ ό,τι ο κόσμος πιστεύει. Για ν’ ανέβεις στον ουρανό, πήρες φόρα από τον πάτο της Κόλασης.
- Όσο από πιο χαμηλά παίρνεις φόρα, μου ‘λεγες συχνά, τόσο πιο αψηλά μπορείς να φτάσεις• η μεγαλύτερη αξία του αγωνιζόμενου χριστιανού δεν είναι η αρετή του• είναι ο αγώνας του να μετουσιώσει την αδιαντροπιά, την ατιμία, την απιστία, την κάκητα μέσα του και να τα κάμει αρετή. Μια μέρα, ο πιο ένδοξος αρχάγγελος που θα στέκεται πλάι στο Θεό, δε θα ‘ναι μήτε ο Μιχαήλ, μήτε ο Γαβριήλ, μήτε ο Ραφαήλ• θα ‘ναι ο Εωσφόρος, όταν πια θα ‘χει μετουσιώσει το φοβερό σκοτάδι του σε φως.»
Αυτές οι σκέψεις έχουν ασήκωτο βάρος, τον συντρίβουν. Κι ο ίδιος αισθάνεται πως η αποκοτιά του είναι μεγάλη. Γι΄ αυτό βάζει κάποιο από τα πρόσωπα, που χρησιμοποιεί να φέρνει τις αντιρρήσεις του. Όταν, λοιπόν, παρουσιάζει το ένα πρόσωπο να αναφέρει πως όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν, ακόμη κι ο Σατανάς, το άλλο αντιδρά ανθρώπινα. Μα αυτός που τόλμησε να ξεστομίσει τον τρελό λόγο, φράζει το στόμα του αντιρρησία και του λέει: « Σώπα, μη μικραίνεις τη μεγαλοσύνη του Θεού.» Μπορεί, άραγε, η μικρή εφήμερη αντίληψή μας να συλλάβει τη μεγαλοσύνη του Θεού και να πούμε με βεβαιότητα τι σκοπεύει να πράξει με τους αμαρτωλούς; Αν τελεσίδικα τους περιμένει το “πυρ το εξώτερον” ή θα τους δώσει τη δυνατότητα να μετουσιώσουν το σκοτάδι της αβύσσου σε φως αγάπης; Κι άλλοτε βάζει το κεντρικό του πρόσωπο να έχει πιει, κι έτσι να έχει λυθεί η γλώσσα, για να βγει η φοβερή κουβέντα. Με το οινόπνευμα έχει ελευθερωθεί το πνεύμα να πει όσα η λογική απαγορεύει….
« - Θα πω ένα βαρύ λόγο, Μενεγάκη, συμπάθα με• πες πως είμαι μεθυσμένος.
Γέλασα:
- Καλή ευκαιρία, είπα, τώρα που είσαι μεθυσμένος να πεις ό,τι ξεμέθυστος δειλιάς να ξεστομίσεις• δε μιλάς εσύ, μιλάει το μαλεβιζιώτικο κρασί. Λοιπόν;
Η φωνή σου ακούστηκε μέσα στα χλωμά ξημερώματα βαθιά πολύ, πικραμένη:
- Ρώτησα μια νύχτα το Θεό: « Πότε θα συχωρέσεις τον Εωσφόρο, Κύριε; - Όταν κι αυτός με συχωρέσει», μου αποκρίθηκε. Κατάλαβες, νιούτσικε σύντροφε; Αν σε ρωτήσουν καμιά μέρα ποιος είναι ο μεγαλύτερος συνεργάτης του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Αν σε ρωτήσουν ποιος ε΄ναι ο περισσότερος θλιμμένος από τα πλάσματα του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Κι ακόμα ετούτο: Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο Άσωτος Γιός, που του ΄χει σφάξει το μόσχο το σιτευτό ο Πατέρας και τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, να πεις: ο Εωσφόρος.»
Έτσι, ο Θεός, στη σκέψη του Καζαντζάκη είναι αγάπη. Αγάπη πλατύτερη κι απ’ αυτήν που μπορεί να βάλλει στο νου κι ένας Άγιος, όπως τουλάχιστον μας δίνει να καταλάβουμε η εκκλησία. Ανοίγει ο Ουράνιος Πατέρας την αγκαλιά του, και δέχεται τον καθένα από τους άσωτους υιούς, ακόμη και τον μεγάλο αποστάτη, του δίνει το δαχτυλίδι του και σφάζει το μόσχο το σιτευτό. Αρκεί να γυρίσει. Αυτός έχει την υπομονή, αιώνες προσμένει την επιστροφή του. Αιώνες προσμένει την επιστροφή μας, αρκεί να πούμε:
« αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου…»
Ο Κρητικός στοχαστής δεν θέλει ο άνθρωπος να πιστεύει και να στέφεται προς το Θεό προσβλέποντας στην ανταμοιβή του με τον Παράδεισο ή τον φόβο της Κόλασης. Θέλει η πίστη να είναι πηγαία, να βγαίνει από τα τρίσβαθα της καρδιάς μας. Γι’ αυτό στο “Φτωχούλη του Θεού” γράφει:
«- Θεέ μου, έλεγε ο Φραγκίσκος, αν σε αγαπώ γιατί θέλω να με βάλεις στην Παράδεισο, πέψε τον άγγελό σου με τη ρομφαία να μου κλείσει την πόρτα• αν σε αγαπώ γιατί φοβούμαι την Κόλαση, ρίξε με στην Κόλαση• μα αν σε αγαπώ για σένα, για σένα μονάχα, άνοιξε την αγκαλιά σου και δέξου με.»
Ο Καζαντζάκης με τα γραφόμενά του θέλει ν’ αγκαλιάσει όλο το μήκος, το πλάτος και το ύψος του κόσμου, να τον νιώσει στα νεφρά και στο μεδούλι, να τον κατανοήσει χωροχρονικά, κι αφού τον αφομοιώσει να τον περάσει στο αίμα του. Πασχίζει κι αγωνίζεται να φωτίσει και να μεταδώσει τη λάμψη του μυαλού και της καρδιάς του. Ένα αέναο μυστηριακό μεταπλάσιμο συντελείται εντός του. Εκείνο το χαοτικό, το βαθύ σαν το τάρταρο, το άπατο και ερευνητικό και αβυσσαλέο κύτταγμα προς τα έσω, που νιώθει πάντα, δεν τον αφήνει ποτέ ήσυχο. Είναι η ωστική δύναμη που τον πηγαίνει στην ατραπό του εσωτερισμού, που του καλλιεργεί τις μεταφυσικές ανησυχίες. Φαίνεται καθαρά στο έργο του το γενναίο πάλεμα που κάνει με την ψυχή του. Η ψυχή του γίνεται το μαρμαρένιο αλώνι, που σαν πνευματικός Διγενής αντιπαλεύει και ματώνεται να βρει απαντήσεις στις κονταριές των βασανιστικών ερωτημάτων του. Και οι πληγές της ψυχής δεν επουλώνονται εύκολα και γρήγορα. Το βάλσαμο γι’ αυτές είναι η έρευνα για τις αρχέγονες δυνάμεις και το κατάπλασμα η γνώση, όσο ήταν μπορετό, του θείου σχεδίου.
« Άβυσσο λέμε ό,τι δεν μπορούμε να γεφυρώσουμε. Δεν υπάρχει άβυσσος, δεν υπάρχει άκρα• υπάρχει μονάχα η ψυχή του ανθρώπου, κι αυτή δίνει ονόματα στα πάντα, σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της. Ο Χριστός, ο Βούδας, ο Μωυσής, βρήκαν άβυσσο• μα έριξαν γεφύρι και πέρασαν. Και πίσω τους περνούν, αιώνες τώρα, τ’ ανθρώπινα κοπάδια.»


Δεν υπάρχουν σχόλια: