Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Τα σημερινά δεινά της ανθρωπότητας οφείλονται στον βιασμό των τριών Ελληνίδων παρθένων Θεών (3o μέρος)

[[ δαμ-ων ]]

Εστία

Θα αναφερθούμε, στη συνέχεια, στην τρίτη αγνή θεά, την πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας (*13), τη σεμνή Εστία. Οι μυθογράφοι δεν μας έδωσαν τόσες πολλές μαρτυρίες, όσες για τους υπόλοιπους θεούς. Γνωρίζουμε πως είναι αδελφή του Δία, της Ήρας, της Δήμητρας, του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα. Είναι η θεά της οικογενειακής εστίας, την οποία οι αρχαίοι σέβονταν και τιμούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Τόσο πολύ τιμούσαν τη θεά οι πρόγονοί μας, ώστε στο όνομα της Εστίας και του Δία έδιναν τους σοβαρότερους όρκους. Στην Ολυμπία, μπροστά στους βωμούς των θεών, πρώτα θυσίαζαν στην Εστία και μετά στον Ολύμπιο Δία. Η εστία της οικογένειας και της πόλης αποτελούσε το απαραβίαστο άσυλο κάθε καταδιωκόμενου.
Ο μύθος αναφέρει πως όταν τελείωσε η τιτανομαχία (*14 ) με τη νίκη των θεών, ο Δίας μόλις ανέλαβε την εξουσία του κόσμου επέτρεψε στην Εστία να λάβει ό,τι ήθελε. Εκείνη ζήτησε τη διατήρηση της παρθενίας και να παίρνει πρώτη τις απαρχές των θυσιών που οι θνητοί πρόσφεραν στους θεούς. Έτσι δικαιολογείται και η παροιμία: « αφ’ Εστίας άρχου». Στα συμπόσια η πρώτη σπονδή γινόταν προς τιμήν της θεάς.
Στο μέσον κάθε σπιτιού είχαν εγκαταστήσει την εστία αφιερωμένη στη θεά, αλλά και σε κάθε πόλη στο κέντρο ενός ιδιαίτερου κυκλικού κτηρίου, του πρυτανείου, έκαιγε άσβεστο το ιερό πυρ. Το σβήσιμο του πυρός από το βωμό της Εστίας θεωρούνταν κακός οιωνός και για να ανάψει και πάλι η φωτιά έπρεπε να προέρχεται από τον ήλιο, ώστε να είναι και πάλι καθαρή κι αμίαντη. Απ’ αυτή τη φωτιά άναβαν τους πυρσούς όταν ξεκινούσαν για πόλεμο ή για την ίδρυση νέων αποικιών. Υπήρχε και άσβεστο ιερό πυρ που αντιπροσώπευε όλη την οικουμένη κι έκαιγε στον ομφαλό της γης, στο Δελφικό ιερό.
Τα παραπάνω τονίζονται και στον ακόλουθο ομηρικό ύμνο:
« Εστία, εσένα στις κατοικίες τις ψηλές των αθάνατων θεών
όλων και των χαμόζωων ανθρώπων
έδρα αϊδια σου έλαχε πρεσβυτικό προνόμιο
να ΄ναι βραβείο και τιμή σου• αληθινά, χωρίς εσένα
συμπόσια οι θνητοί δεν στήνουν, όπου η πρώτη η σπονδή
κι η τελευταία του μελίγλυκου κρασιού είναι για την Εστία.
Και συ, Αργοφονιά (*15), του Δία γιε και της Μαιάδας, μαντατοφόρε
των μακάριων θεών, με το χρυσό ραβδί σου, που δίνεις τα καλά,
- στις κατοικίες τις ωραίες, όπου μένετε, μ’ αγάπη μεταξύ σας -,
σπλαχνίσου και, μαζί με τη σεμνή κι αγαπημένη Εστία,
βοήθησέ με• κι οι δυο σας των χθονίων ανθρώπων τα έργα
τα καλά, που τα βραβεύετε με νου και νιότη.
Χαίρε, κόρη του Κρόνου, συ κι ο Ερμής με το χρυσό ραβδί.
Και σ’ άλλο άσμα μου κι εγώ θα σας μνημονεύσω. »
Η εγκατάσταση της εστίας στο κέντρο του σπιτιού συμβόλιζε τον αρραγή κι αδιατάραχτο δεσμό της οικογένειας, τις στενές συγγενικές σχέσεις. Η οικογένεια θεωρούνταν ιερή, άσπιλη, αμόλυντη κι ο θεσμός της ιερός. Η θεά ευλογούσε το σπιτικό και το είχε υπό την προστασία της φροντίζοντας για την ευδαιμονία των μελών της οικογένειας. Σ’ αυτήν πρόσπεφταν και προσεύχονταν για κάθε οικογενειακό πρόβλημα. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του “Άλκηστις”, παρουσιάζει την ηρωίδα, που είναι έτοιμη να πεθάνει για να ζήσει ο αγαπημένος της άντρας, ενώ ετοιμάζεται για να παραδοθεί στου χάροντα τα χέρια, να θυσιάζει στη θεά Eστία και να την παρακαλεί για τα παιδιά της:
« …κατόπι στάθηκε μπρος στης Εστίας
το βωμό και προσευχήθηκε έτσι: « Πάω,
Κυρά, στον κάτω κόσμο• σου προσπέφτω
και σου ζητώ μια τελευταία χάρη•
τα ορφανά προστάτεψε παιδιά μου•
στο γιο μου δώσε μια καλή γυναίκα
κι ευγενικό στη θυγατέρα μου άντρα.
Να μη χαθούνε πρώιμα τα παιδιά μου,
καθώς πεθαίνω εγώ που τα ’χω κάνει,
μα ολάκερη να ζήσουν τη ζωή τους
στην πατρική τους γη ευτυχισμένα »
Έπειτα πήγε στους βωμούς που υπήρχαν
στου Άδμητου το σπίτι, προσευχήθη
και με μυρτιάς τους στόλισε βλαστάρια,
δίχως ν’ αναστενάζει και να κλαίει• »
Το ιερό πυρ στο πρυτανείο της πόλης εικόνιζε πως αυτή αποτελούσε μια μεγάλη οικογένεια, κι οι κάτοικοι όφειλαν να σέβονται ο ένας τον άλλον και να συνεργάζονται για το καλό της πόλης, που κατ’ επέκταση ισοδυναμούσε με το καλό του καθενός. Όπως στο σπίτι σέβονταν τον αρχηγό, που συνήθως ήταν ο γεροντότερος και ο πλέον έμπειρος, έτσι και στην πόλη σέβονταν και υπάκουαν σ’ αυτόν που ασκούσε την εξουσία.
Έχουμε και τον παρακάτω ορφικό μύθο, αφιερωμένο στη θεά:
« Βασίλισσα Εστία, πολυδύναμη κόρη του Κρόνου,
που έχεις τον οίκο σου στη μέση της αέναης,
της μέγιστης φωτιάς, εσύ τούτους τους μύστες
ας αναδείξεις όσιους στις τελετές, κάνοντάς τους
αιώνια θαλερούς, πολύπλουτους, ευφρόσυνους, αγνούς•
οίκε των μακάριων θεών, γερό στήριγμα των θνητών,
αιώνια, πολύμορφη, ποθητότατη χλοόμορφη•
χαμογελαστή, μακάρια, τούτες τις θυσίες δέξου πρόθυμα,
στέλνοντας ευτυχία και απαλόχερη υγεία. »

Η διατήρηση της παρθενίας από την θεά εκφράζει τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην αγνότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας και τον σεβασμό των νεοτέρων στους πρεσβύτερους. Η φωτιά είναι εξαγνιστική, καθαρίζει τα μέταλλα από τις προσμίξεις, καυτηριάζει τα μολυσμένα μέρη του σώματος, κατακαίει καθετί το παρασιτικό. Έτσι μέσα στο σπίτι οφείλει να εξαγνίζει τις σχέσεις, να αποβάλει καθετί το εγωιστικό που θα διέλυε την οικογένεια, καυτηριάζει τις διαλυτικές τάσεις, κατακαίει τα παράσιτα στην ομαλή λειτουργία και τις εκδηλώσεις του σπιτικού.
Στην εποχή μας έπαψε να καίει η φωτιά στην εστία του σπιτιού, της πόλης, του κράτους, της οικουμένης. Η θεά βιάστηκε κι έφυγε ντροπιασμένη. Δεν τιμάται από κανέναν. Το φοβερότερο είναι πως έπαψε να καίει η φωτιά της αγάπης στην εστία της καρδιάς μας. Ο εγωισμός σβήνει τις σχέσεις αγάπης και σεβασμού στα ζευγάρια και διαλύονται οικογένειες με αποτέλεσμα τα διαζύγια ν’ αυξάνουν με ρυθμό γεωμετρικής προόδου, αφήνοντας ψυχικά τραύματα και στους δύο, μα το κυριότερο στις ευαίσθητες ψυχούλες των παιδιών τους. Τα παιδιά στο πλαίσιο ενός κακώς εννοούμενου μοντερνισμού φεύγουν νωρίτερα από την εποπτεία των γονιών και γίνονται βορά μιας ανελέητης κοινωνίας. Οι ίδιοι οι γονείς έπαψαν να προσφέρουν την φροντίδα και την στοργή τους, αντικαθιστώντας τα με ικανοποίηση των υλικών μόνο αναγκών, λες και το έλλειμμα στοργής εξαγοράζεται με ένα γενναίο χαρτζιλίκι. Οι οικογένειες το βράδυ δεν συζητούν γιατί οι γονείς γυρίζουν αργά κι εξουθενωμένοι από τις εργασίες τους, οπότε σωριάζονται στον καναπέ για να γευτούν τη σαβούρα της τηλεόρασης, ενώ τα παιδιά είναι κλεισμένα το καθένα στο δωμάτιό του, διαβάζοντας μαθήματα χωρίς ενδιαφέρον ή παίζοντας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Σε μια αφιλόξενη πόλη, οι πολίτες, ξένοι μεταξύ τους κι αδιάφοροι, περιφέρονται και σκουντουφλούν στην είσοδο της πολυκατοικίας, στο μετρό, στα σουπερ-μάρκετ χωρίς ν’ ανταλλάσσουν έναν χαιρετισμό, ένα χαμόγελο. Ψεύτες ηγέτες κι εκπρόσωποί μας, μας έκαναν να χάσουμε ακόμη και την ελπίδα που η Πανδώρα φρόντισε να κλείσει στο κουτί της για χάρη της ανθρωπότητας. Έμποροι θανάτου από το παρασκήνιο κινούν τα νήματα στις απρόσωπες πολιτικές τους μαριονέτες σε όλη την υφήλιο, έχοντας σπείρει την αβεβαιότητα και τον φόβο.
Ώρες θα μπορούσαμε να συζητούμε και να αναφέρουμε αναρίθμητα παραδείγματα και περιστατικά, τα οποία μας έχουν κλέψει το χαμόγελο και την αισιοδοξία. Για την ανασφαλή μας κατάσταση όλοι φταίμε, κάποιοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο. Είναι λάθος μας που επιτρέψαμε να βιαστούν οι τρεις παρθένες θεές, που δείξαμε τόση ανοχή. Ακόμη και το γεγονός ότι δεν παίρνουμε θέση, μας καθιστά συνένοχους. Είναι καιρός ν’ αναλογιστούμε την ευθύνη μας και ν’ αφυπνιστούμε. Σήμερα! Γιατί αύριο θα είναι αργά!

ΣΧΟΛΙΑ:
O κάθε λαός έχει πλάσει στην φαντασία και στη συνείδησή του τους θεούς του “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν” του. Οι θεοί του εκφράζουν την ιδεολογία του, τις πεποιθήσεις του, τη φιλοσοφία του, τα ήθη του, τον τρόπο ζωής του. Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν την φύση, την λάτρευαν ως επέκταση του θείου. Ήταν η προβολή του Θεού στην ύλη, η υλική Του υπόσταση. Ο πανταχού παρών Θεός ήταν μέσα στο καθετί, από το ταπεινό χορτάρι μέχρι τον υπερήφανο Όλυμπο, όπου βρίσκονταν οι θείες κατοικίες, από το μικρό σκουλήκι που ζει μέσα στο χώμα μέχρι τον άνθρωπο, το τέκνο Του. Δεν ήταν απαραίτητο να λατρεύεται μόνο σε καλόχτιστους κι ομορφοστόλιστους ναούς. Οι πρόγονοί μας Τον λάτρευαν και στα ιερά άλση, στα ποτάμια, που τα ενσάρκωναν θεότητες, σε ιερά άντρα. Μέσα στη φύση έβλεπαν τον Θεό, και γι’ αυτό την σέβονταν. Την υμνούσαν με θαυμάσιους ύμνους, όπως ο ακόλουθος ορφικός:
« Ω Φύσι, παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε, μήτερ,
ουρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαίμον, άνασσα,
πανδαμάτωρ, αδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής,
παντοκράτειρα, τιτεμέν’ αεί, πανυπέρτατε πάσιν
άφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα…»

Ας δούμε ολόκληρο τον ύμνο σε μετάφραση:
« Φύση, θεά γενέτειρα των πάντων, πολυμήχανη μητέρα,
ουράνια, σεβάσμια, πολυδημιουργά θεά, βασόλισσα,
πανδαμάστρια κι αδάμαστη, κυβερνήτιδα, πάμφωτη,
παντοκράτειρα, πάντοτε τιμημένη, ύψιστη όλων,
αόρατη, πρωτογέννητη, αρχέγονη, των ανθρώπων δόξα,
νυχτερινή, πολύπειρη, φωτοδότρα, ακατάβλητη,
που αθόρυβα ελίσσεις τα ίχνη με τα σφυρά
των ποδιών σου, αγνή, ηγέτιδα θεών, ατελής και τέλεια,
κοινή σε όλους, μόνη αμέθεκτη, αυτογέννητη,
χωρίς πατέρα, λετρευτή, πολύχαρη, μέγιστημ
θαλερή, πολύπλοκη, συμφιλιώτρια, πολύμεικτη, σοφή,
ηγέτιδα, καθογήτρια, ζωοδότρα, πανθρέφτρα κόρη,
αυτάρκεια, δικαιοσύνη, πολυώνυμη πειθώ των Χαρίτων,
αιθέρια, χθόμια, και θαλασσινή κυβερνήτισσα,
πικρή για τους κακούς, γλυκιά για τους υπάκουους,
πάνσοφη, πανδωρήτρια, χορηγήτρια, παμβασίλισσα,
τροφοδότρια της αύξησης, εύφορη,
διαλύτρια των ωριμασμένων. Εσύ των πάντων πατέρας,
μητέρα, τροφός και κηδεμόνας, γοργοξεγεννήτρα,
μακάρια, πολύσπορη, ορμή στην ώρα της,
παντεχνήτρα, πλάστρα, πολυδημιουργέ, σεβάσμια θεά,
αιώνια, που φέρνεις την κίνηση, πολύπειρη, συνετή,
που τη γοργή ροή τροβιλίζεις με αέναη περιδίνηση,
πολύρευστη, ανακυκλούμενη, ποικιλόζωη, ομορφόθρονη,
τιμημένη, που μόνη εκτελείς το αποφασισμένο,
ισχυρότατη βαρυβρόντισσα πάνω στους σκηπτούχους,
ατρόμητη, πανδαμάστρια, πεπρωμένη, μοίρα,
φλογόπνοη, αιώνια ζωή και αθάνατη πρόνοια•
τα πάντα είσαι εσύ, βασίλισσα• γιατί εσύ μόνη
τούτα κάνεις. Αλλά, θεά, σε ικετεύω,
μαζί με τους ευδαίμονες κατά τις εποχές
ειρήνη να φέρνεις, υγεία και αύξηση των πάντων. »
Το θείο, η γη και η φύση με τα πλάσματά της για τους αρχαίους Έλληνες ήταν αγνές κι άσπιλες οντότητες, και γι’ αυτό η θεά που απεικόνιζε την φύση, η Άρτεμη, ήταν αγνή, παρθένα. Θεωρούσαν τη γη σαν μητέρα τους. Οι μύστες έλεγαν: « Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον » [ Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου ουρανού, αλλά το γένος μου είναι βεβαίως (μόνο) ουράνιο. ] Και σαν μητέρα τη σέβονταν. Διατηρούσαν με κάθε μέσο την αγνότητα της φύσης. Ζούσαν αρμονικά μ’ αυτήν, έπαιρναν τα αγαθά της με μέτρο και την ευχαριστούσαν. Φρόντιζαν να μην την πληγώνουν, να μην την λεηλατούν, δεν την βίαζαν με σκοπό το άνομο κι άπληστο κέρδος. Την τραγουδούσαν και την υμνούσαν, την γιόρταζαν με ειδικές γιορτές όπως τα “Ανθεστήρια”. Η γη, η φύση, δεν τους ανήκε, αυτοί της ανήκαν. Ζούσαν έχοντας μια σχέση αμφίδρομη μ’ αυτήν. Γι’ αυτό οι σοφοί μυθογράφοι έβαλαν στους μύθους τους την Άρτεμη να ζητάει από τον γλυκό της πατερούλη να παραμείνει παρθένα.
Μια κοινωνία όμως γαλουχημένη με την Π. Διαθήκη, πώς μπορεί να σεβαστεί την φύση; Διαβάζουμε σ’ αυτό το βιβλίο: « …και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης…» ( “Γένεσις”, α’ 28 ). Ο ίδιος ο Θεός της Π. Διαθήκης προτρέπει τον άνθρωπο να λειτουργήσει σαν κατακτητής κι απόλυτος άρχοντας της γης και σε ό,τι κατοικεί σ’ αυτήν. Γνωρίζουμε πως ο κατακτητής είναι ανελέητος, είναι σκληρός. Έτσι, λοιπόν, οι ίδιες οι μονοθεϊστικές θρησκείες, που βασίζονται στην Π. Διαθήκη δεν προτρέπουν τους πιστούς της σε σεβασμό της φύσης. H Βίβλος τους επιτρέπει, αν δεν τους προτρέπει, να την βιάσουν! Διαβάζουμε σε άλλο σημείο: « Και ταύτα τα προστάγματα και αι κρίσεις, ας φυλάξετε του ποιείν εν τη γη, ην Κύριος ο Θεός των πατέρων υμών δίδωσι υμίν εν κλήρω πάσας τας ημέρας, ας υμείς ζήτε επί της γης. απωλεία απολείτε πάντας τους τόπους, εν οις ελάτρευσαν εκεί τοις θεοίς αυτών, ους υμείς κληρονομείτε αυτούς, επί των ορέων των υψηλών και επί των θινών και υποκάτω δένδρου δασέος. και κατασκάψετε τους βωμούς αυτών και συντρίψετε τας στήλας αυτών (*)και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε πυρί, και απολείται το όνομα αυτών εκ του τόπου εκείνου. » ( “Δευτερονόμιον”, ιβ’ 1-3 ). Είναι πρόσταγμα του Κυρίου, δηλαδή διαταγή του Θεού, προς αυτούς τους οποίους έχρισε δήθεν ιδιοκτήτες της χώρας, να γκρεμίζουν θυσιαστήρια και να καίνε δάση και άλση, αν μέσα σ’ αυτά υπάρχουν ιερά άλλων εθνών. Λες κι αν λάτρευαν τον ήλιο, δεν λάτρευαν τον Θεό, που τον έκανε! Όμως ο ήλιος δεν ήταν ο φοβερός Γιαχβέ των “προπατόρων” μας Εβραίων! Πώς θα μπορούσαν να σέβονται την φύση όσοι θεωρούν ιδιοκτησία τους τη γη κι έχουν το ελεύθερο να καίνε; Οι αρχιερείς και οι ιερείς με τους καλόγερους ήξεραν κι έκαναν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το θέμα των ταυτοτήτων. Για τον δασοκτόνο νόμο γιατί δεν κινητοποιούνται; Είναι σοβαρότερο θέμα το να αναγράφει η ταυτότητα το θρήσκευμα από το να διαφυλάξουμε τις δασικές εκτάσεις από τους εμπρηστές και τους καταπατητές τους; Ένας κενός χαρακτηρισμός, λες κι αναγραφή στην ταυτότητα της λέξης “Χριστιανός Ορθόδοξος” σε κάνει χριστιανό κι όχι ο τρόπος ζωής, είναι σπουδαιότερος από την ευαισθησία στα περιβαλλοντικά θέματα;
Εμείς, που δεν δεχόμαστε την θεοπνευστία της Π. Διαθήκης, αλλά τη δεχόμαστε σαν την Εβραϊκή μυθολογία, η οποία εκφράζει τα ήθη αυτού του λαού, και την σεβόμαστε, όπως σεβόμαστε όλες τις μυθολογίες των άλλων λαών, πιστοί στις δικές μας δοξασίες, δεν μπορούμε παρά να κλείσουμε μ’ έναν ακόμη ομηρικό ύμνο, που απευθύνεται στη μητέρα των πάντων Γη:
« Τη Γη, τη μάνα όλων, με τα θεμέλια τ’ ατράνταχτα θα υμνήσω
τη σεβαστότατη, τροφό για κάθε χθόνιο πλάσμα.
Την ιερή στεριά όσα περνούνε, όσα τη θάλασσα
κι όσα πετούν, από πλούσια αγαθά σου τρέφονται.
Χάρη σε σένα, θεϊκή, γίνονται τα πολλά παιδιά κι οι άφθονοι καρποί,
εσύ ορίζεις ζωή να δώσεις ή να πάρεις των θνητών
ανθρώπων• ο καλότυχος ο που με την καρδιά σου τιμή
θα του χαρίσεις – όλα θα τα ’χει πλούσια:
Κατάφορτα τα χτήματά του δίνουν ζωή, και στους αγρούς του τα κοπάδια
πλήθος, το σπίτι του γεμάτο μ’ όλα τα καλά.
Την πόλη με τις ωραίες τις γυναίκες με ευνομία διοικούν
οι άνθρωποι, και μες στον πλούτο ζούνε και την καλοτυχία.
Τα παιδιά τους με τη χαρά της νιότης καμαρώνουν
ενώ οι παρθένες μ’ ευφρόσυνη καρδιά στις ανθοφόρες τρέχουν
τις ομάδες, σκιρτώντας στα παιγνίδια τους στη μαλακή λουλουδιασμένη χλόη•
συ σεβάσμια θεά, σε ανεπίφθονη θεότητα, σ’ αυτούς τιμή θα φέρεις.
Χαίρε, η μητέρα των θεών, η ομόκλινη του αστερόεντα Ουρανού,
καλοδιάθετη αντάμειψε τον ύμνο μου μ’ ευχάριστη ζωή.
και σ’ άλλο άσμα μου κι εγώ θα σε μνημονεύσω. »

-------------------------------------------------
(*13). Κρόνος- Ρέα: ένας από τους αρχαιότερους θεούς της ελληνικής μυθολογίας, που συνέχισε μετά τον Ουρανό την δημιουργία. Είναι ο νεότερος Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Από την αδελφή του και γυναίκα του Ρέα απόχτησε τον Δία, τον Ποσειδώνα, τον Πλούτωνα, την Ήρα, την Εστία και την Δήμητρα. Ο Κρόνος άρπαξε την βασιλεία του κόσμου από τον πατέρα του Ουρανό. Κατά την παράδοση η Γη είχε αγανακτήσει επειδή τα παιδιά που γεννούσε από τον Ουρανό, αυτός τα γκρέμιζε στα έγκατα της γης. Γι’ αυτό όπλισε το χέρι του Κρόνου με αδαμάντινη άρπη ( δρεπάνι ), οπότε αυτός με τη βοήθεια των αδελφών του απέκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του και τα πέταξε στην θάλασσα. Έτσι ο Κρόνος τον διαδέχτηκε στον θρόνο ολάκερου του κόσμου και κατά τη διακυβέρνησή του έζησαν πλάσματα που ανήκαν στην ηθική τάξη. Στη γη ζούσε το “χρυσό γένος” των ανθρώπων και στη μνήμη των ανθρώπων παρέμεινε σαν μια ευτυχισμένη εποχή.
Επειδή ο Ουρανός του είχα προφητέψει ότι κι αυτός θα χάσει την εξουσία από κάποιο παιδί του, αμέσως μετά τη γέννηση κάποιου παιδιού από την Ρέα, το άρπαζε και το κατάπινε. Τελευταίος γεννήθηκε ο Δίας. Για να τον σώσει από τον πατέρα του η Ρέα τον φυγάδευσε στην Κρήτη, αναθέτοντας την ανατροφή του στις Νύμφες Αδράστεια και Ίδη. Στον Κρόνο παρέδωσε “λίθο εσπαργανωμένο”, που τον κατάπιε. Όταν ο Δίας μεγάλωσε νίκησε με τέχνασμα τον πατέρα του, στον οποίο με τη συμβουλή της Μήτιδας έδωσε φάρμακο και ξέρασε τα αδέλφια του. Μετά με τη βοήθειά τους και τη βοήθεια των Κυκλώπων και ονομαστών ηρώων νίκησε τον Κρόνο και τους αδελφούς του Τιτάνες αναλαμβάνοντας την βασιλεία του κόσμου, που συνδέεται με την αρμονία και την τάξη.
(*14). Τιτανομαχία: Oι Τιτάνες ή Ουρανίωνες ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γαίας, κι είχαν αδέλφια τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Οι έξι Τιτάνες ήσαν ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος, ο Υπερίων, ο Ιαπετός και ο Κρόνος. Οι έξι Τιτανίδες ήσαν η Τηθύς, η Φοίβη, η Θεία, η Ρέα, η Θέμις και η Μνημοσύνη. Οι Τιτάνες σχετίζονται με μια μάχη, που διήρκεσε 10 χρόνια, μ’ ένα από τους γιους του Κρόνου, τον Δία, και είναι γνωστή σαν Τιτανομαχία. Επικεφαλής των Τιτάνων ήταν ο νεότερος απ’ αυτούς, ο Κρόνος. Όταν ο Δίας με τη βοήθεια της μητέρας του Ρέας ελευθέρωσε τα αδέλφια του και τους Τιτάνες, που είχε φυλακίσει ο Κρόνος στον Τάρταρο, μαζί με τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, ξέσπασε μάχη ανάμεσα στους μετέπειτα θεούς του Ολύμπου και του Τιτάνες. Στο πλευρό του Δία στάθηκαν οι Τιτανίδες Θέμις και Μνημοσύνη, ο Τιτάνας Ωκεανός και τα παιδιά των Τιτάνων ο Προμηθέας και η Στύξ. Οι Τιτάνες εξορμούσαν από την Όθρυ και οι Ολύμπιοι από τον Όλυμπο. Ο δεκαετής πόλεμος ήταν ζοφερός, πέτρες εκσφενδονίζονταν από τη μια πλευρά στην άλλη, ο ουρανός άστραφτε και ο κόσμος σειόταν. Τελικά επικράτησαν οι Ολύμπιοι με τη βοήθεια των Κυκλώπων, που εφοδίασαν τον αρχηγό Δία με τον κεραυνό, και των Εκατόγχειρων. Οι Τιτάνες νικημένοι αλυσοδέθηκαν στον Τάρταρο με φρουρούς τους Εκατόγχειρες.
(*15). Αργοφονιάς: προσωνυμία του Ερμή, γιατί σκότωσε τον Άργο. Ο Άργος ήταν γίγαντας με εκατό μάτια διασκορπισμένα σ’ όλο το σώμα του. Τον έλεγαν και “πανόπτη” γιατί τίποτα δεν του ξέφευγε. Η ζηλότυπη Ήρα του ανέθεσε να φρουρεί άγρυπνα την Ιώ, που ήταν μεταμορφωμένη σε δαμάλα. Ο Δίας πρόσταξε τον Ερμή να ελευθερώσει την Ιώ, αφού σκοτώσει τον Άργο. Για τον φόνο αυτό ο γιος της Μαίας, Ερμής, ονομάστηκε Αργοφονιάς. Η Ήρα σκόρπισε τα μάτια του γίγαντα στην ουρά του ιερού της πτηνού, του παγωνιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: