Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Τα σημερινά δεινά της ανθρωπότητας οφείλονται στον βιασμό των τριών Ελληνίδων παρθένων Θεών



[[ δαμ-ων ]]

Εισαγωγή
Στο αρχαίο Ελληνικό Πάνθεο υπάρχει μια δίκαιη κι αμερόληπτη ισοκατανομή των θεοτήτων σε γένη. Έξι από τις θεότητες ανήκουν στο αρσενικό φύλο κι έξι στο γυναικείο. Από τις έξι θεές οι τρεις είχαν γνωρίσει την ηδονή του έρωτα, ενώ οι άλλες τρεις ήσαν παρθένες. Αυτές οι θεές προστάτευαν ό,τι πρέπει αιώνια να παραμένει αγνό, άσπιλο κι απαραβίαστο, σαν δώρο των αθανάτων θεών προς τους θνητούς. Οι αγνές παρθένες θεές ήσαν η Άρτεμη, η Αθηνά και η Εστία αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τη φύση, τη γνώση και τον ιερό θεσμό της οικογένειας. Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, στις τρεις θεές η Αφροδίτη δεν είχε καμιά επιρροή, ενώ εξουσίαζε όλους τους άλλους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Ένας ομηρικός ύμνος, που απευθύνεται στην Αφροδίτη, τονίζει πως μόνο τις τρεις παρθένες θεές δεν μπορούσε να ξεγελάσει η Κύπριδα:
« Ψάλε μου, Μούσα, της πολύχρυσης Αφροδίτης τα έργα
της Κύπριδας, που κίνησε των θεών τη γλυκιά επιθυμία,
και καταδάμασε των θνητών τις γενιές,
τα πουλιά που πετάν στον ουρανό και όλα τα θηρία
τ’ αμέτρητα που τρέφει η στεριά είτε η θάλασσα.
Μέλημα όλων της καλοστεφανωμένης της Κυθέρειας τα έργα.
Τρία μυαλά μονάχα ούτε να πείσει γίνεται ούτε να ξεγελάσει:
την κόρη του ασπιδοφόρου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά,
που της πολύχρυσης της Αφροδίτης οι δουλειές δεν άρεσαν,
μόνο οι πόλεμοι της δίνανε χαρά και τα έργα του Άρη,
συγκρούσεις, μάχες κι ανδραγαθήματα να κάνει.
Πρώτη αυτή δίδαξε τους χθόνιους μαστόρους
αμάξια να κατασκευάζουν και άρματα χάλκινα ολοστόλιστα
κι αυτή τις παρθένες με το τρυφερό δέρμα μέσα στα μέγαρά τους
δίδαξε έργα σπουδαία, σύνεση βάζοντας σε καθεμιά.
Αλλά και την Αρτέμιδα ποτέ, τη χρυσόβελη και πολυθόρυβη,
σ’ αγάπη την τιθάσεψε η Αφροδίτη η χαμογελαστή.
Αυτή με τα τόξα χαιρόταν και με το σκοτωμό θηρίων στα βουνά,
με φόρμιγγες, με χορούς και με ξαναμμένες ολολυγές,
με τ’ άλση τα σκιερά και με την πόλη των δίκαιων ανθρώπων.
Αλλά της Αφροδίτης οι δουλειές δεν άρεσαν επίσης στη σεμνή κόρη
την Εστία, που ο πονηρός ο Κρόνος πρώτη γέννησε,
αλλά που η θέληση του ασπιδοφόρου Δία την έκανε νεότερη,
τη σεβαστή αυτή, που θέλανε να παντρευτούν ο Ποσειδών και ο Απόλλων.
Εκείνη δεν το ήθελε καθόλου, και στέρεο όχι πρόβαλε,
κι ακόμα μεγάλο όρκο πήρε, που είναι οριστικός,
αγγίζοντας την κεφαλή του ασπιδοφόρου Δία, του πατέρα,
παρθένα πάντοτε να είναι, η ιερή μες στις θεές.
Αντί για γάμο, ο πατέρας Δίας βραβείο της έδωσε λαμπρό
καταμεσής του οίκου θρονιασμένη να παίρνει την πιο πλούσια προσφορά.
Στων θεών όλων τους ναούς την τιμάνε
κι όλοι οι θνητοί πρέσβειρα των θεών την έχουν.
Αυτωνών τον νου δεν γίνεται να πείσει ή να ξεγελάσει.
Από τους άλλους όμως κανείς δεν ξέφυγε την Αφροδίτη
ούτε θεός μακάριος ούτ’ άνθρωπος θνητός…»
Αυτές τις αειπάρθενε θεές, που για χάρη της ανθρωπότητας ορκίστηκαν να παραμείνουν αγνές, τις βιάσαμε τον τελευταίο αιώνα πάνω στο ξεδιάντροπο και βρωμερό κρεβάτι του υλισμού και του τεχνολογικού μας πολιτισμού. Ένιωσαν την αποστροφή της κτηνώδους απληστίας μας ή της εγκληματικής αδιαφορίας μας, που και τα δύο αποτελούν “ύβρη” (*1), και τα δύο ενεργοποιούν τη “Νέμεση” (*2). Έτσι τα δεινά της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα αυτής της ύβρεως, του βιασμού των παρθένων θεών. Ας δούμε, όμως, πως επιτελέστηκε αυτός ο βιασμός.

Άρτεμη
Να ξεκινήσουμε από την Άρτεμη, την κόρη της Λητώς (*3) και του Δία, τη δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα. Η αγαπημένη αδελφή του Φοίβου δίνει ζωή σ’ όλα τα πλάσματα της φύσης. Φροντίζει για το καθετί που ζει πάνω στη γη, για καθετί που φυτρώνει στα δάση και στους κάμπους. Νοιάζεται τ’ αγρίμια αλλά και τα κοπάδια των ανθρώπων. Αναζωογονεί το χορτάρι, τα λουλούδια και τα δέντρα, ευλογεί τη γέννηση και το γάμο.
Παντοτεινά νέα κι όμορφη σαν ξάστερη μέρα, η θεά βρίσκεται άλλοτε σε σκιερά δάση κι άλλοτε σε λιόλουστους κάμπους, ντυμένη με κοντό κυνηγετικό χιτώνα που μόλις φτάνει στο γόνατο, γεμάτη μεγαλοπρέπεια. Στον ώμο της έχει κρεμασμένο το τόξο και τη φαρέτρα με τις αλάνθαστες σαϊτες, ενώ στο χέρι της κρατάει το κυνηγετικό κοντάρι. Τη συνοδεύει πλήθος από ζωηρές νύμφες και τα γέλια και τα ξεφωνητά τους αντιλαλούν στις πλαγιές των πυκνόφυτων βουνών και τους δροσερούς λόγγους. Κι όταν αποκάμουν από το τρέξιμο του κυνηγιού και το χορό στα ανθόσπαρτα πλατώματα, το νερό κάποιας πηγής θα δροσίσει το αγαλματένιο τους κορμί. Εκεί στο δροσερό και γάργαρο νερό θα παίξουν και θα λουστούν, μακριά από τα λαίμαργα και λάγνα μάτια των αντρών. Κι αφού ξεκουραστούν και πέσει η νύχτα, κάτω από το φως του ασημένιου φεγγαριού, σε παχηλό, στολισμένο με μυριάδες λούλουδα λιβάδι, με ξέπλεκα μαλλιά και φεγγαρολουσμένες το ρίχνουν σε ξέφρενο χορό. Κάποτε ο Ακταίωνας από τη Θήβα, γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, που είχε βγει να κυνηγήσει, είδε τη θεά γυμνή να λούζεται κι αυτή την ιεροσυλία την πλήρωσε ακριβά. Η θεά τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και τον κατασπάραξαν τα ίδια τα σκυλιά του.
Τα παραπάνω υμνεί ο ποιητής στον ακόλουθο ομηρικό ύμνο:
« Την Άρτεμη με τα χρυσά βέλη υμνώ, τη θορυβώδη,
παρθένα ντροπαλή που με τα βέλη της ελάφια κυνηγάει,
του χρυσοδόξαρου Απόλλωνα την αδερφή,
που σε όρη σκιερά και ανεμώδεις κορυφές
βρίσκει χαρά με το κυνήγι κι ολόχρυσα τεντώνει τόξα
τις πολυστέναχτες σαϊτες εκτοξεύοντας• τρομάζουν οι ψηλές
ακροκορφές κι αντιλαλεί το δάσος φοβερά
απ’ των θηρίων τις φωνές, και φρίττει η γη
κι η ψαροτρόφα θάλασσα• με τη γενναία της καρδιά
ολούθε πάει κι έρχεται σκοτώνοντας τα γένη των θεριών.
Κι όταν νιώσει χαρούμενη η κυνηγήτρα των θηρίων η τοξεύτρα
κι ο νους της ευφρανθεί, τα τόξα τα ευλύγιστα αφήνει χαλαρά
και πάει στο μεγάλο δώμα του καλού της αδερφού
του Φοίβου Απόλλωνα, στην πλούσια πόλη των Δελφών,
να οργανώσει τον ωραίο χορό Χαρίτων και Μουσών.
Κρεμάει τότε τα παλίντονά της τόξα και τα βέλη
και μπρος πηγαίνει ομορφοστολισμένη στο κορμί
να σύρει πρώτη το χορό• κι οι άλλες με θεϊκή φωνή
δοξολογούνε την καλλίσφυρη Λητώ για τα παιδιά που γέννησε,
άριστα μέσα στους θεούς στις σκέψεις και στα έργα.
Χαίρετε, του Δία τέκνα και της ωριόμαλλης Λητώς•
και σ’ άλλο άσμα μου κι εγώ θα σας μνημονεύσω. »

Σαν ήταν κοριτσάκι ακόμη κι ο πατέρας της Δίας την κρατούσε στα γόνατά του, του ’πε αυτά τα λόγια:
« Δός μοι παρθενίην αιώνιον, άππα, φυλάσσειν, και πολυωνυμίην…» [ Δόσε μου, πατερούλη, την δύναμη να διαφυλάσσω αιωνίως την παρθενία μου και τα πολλά ονόματά μου…]
Τις ιδιότητές της περιγράφει ένας θαυμάσιος ορφικός ύμνος:
« Εισάκουσέ με, βασίλισσα, του Δία πολυώνυμη κόρη,
Τιτανίδα, βροντερή, μεγαλώνυμη, τοξεύτρα, σεπτή,
ολόφωτη, δαδούχε θεά, Δίκτυννα, προστάτιδα
του τοκετού, της γέννας βοηθέ και από γέννα άπειρη,
ζωνολύτρια, εκστασιαστική, κυνηγέτιδα,
λυτρώτρια των μεριμνών, γοργόδρομη, τοξόχαρη,
κυνηγόφιλη, νυχτοδρομούσα, ένδοξη, καταδεκτική,
λυτρώτρια, αντρόμορφη, Ορθία, ξεγεννήτρα,
αντροθρέφτρα θεά των θνητών, αγροτέρα,
χθόνια, θηριοφόνισσα, καλόμοιρη, που κατέχεις
τα δάση των βουνών, ελαφοκυνηγέτρια, σεπτή, σεβάσμια,
παμβασίλισσα, όμορφο βλαστάρι, που πάντοτε υπάρχεις,
δασική, προστάτιδα των σκύλων, Κυδωνιάδα,
ποικιλόμορφη• έλα, θεά σώτειρα, αγαπητή,
καταδεκτική προς όλους τους μύστες, φέρνοντας
καλούς καρπούς από τη γη, ειρηνική λατρευτή
κι ομορφοπλέξουδη υγεία• κι ας στέλνεις
στων βουνών τις κορφές τις αρρώστιες και του πόνους. »
Την αγνή θεά, με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, βιάσαμε “κατ’ εξακολούθηση” από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι τις μέρες μας. Κι ενώ η φύση μας δείχνει σημάδια πόνου κι αγανάκτησης, εμείς ακόμη δεν έχουμε καταλάβει τίποτα, σφυρίζουμε αδιάφορα, αποχαυνωμένοι από την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία των κινητών τηλεφώνων και την καθηλωτική – υπνωτική δράση του internet. Καθόμαστε στον αναπαυτικό μας καναπέ, απολαμβάνοντας τη δροσιά από το κλιματιστικό μηχάνημα κι ένα φραπέ με μπόλικα παγάκια ή την κρύα μας μπίρα, σε μεταλλικό κουτάκι παρακαλώ, και χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για την καταστροφή των δασών από τους εμπρηστές, ενώ το προηγούμενο σαββατοκύριακο αφήσαμε τις πλαστικές σακούλες με τα σκουπίδια μας όπου μας διευκόλυνε, ή μπορεί πίσω από κάτι θάμνους, αν είχαμε στοιχειώδη αισθητική. Κλείσαμε το διπλανό ρέμα για ν’ αυγατίσουμε λίγα τετραγωνικά μέτρα το κτήμα μας. Δώσαμε χρήματα για να στρώσαμε με άσφαλτο και τσιμέντο τεράστιες περιοχές για να μην χαλάσει το αυτοκίνητό μας ή να μην έχουμε χώματα και λάσπες στους τόπους της δραστηριότητάς μας, όμως τσιγκουνευτήκαμε να δώσουμε λίγα χρήματα να καθαρίσουμε από τα ξερόχορτα και τα ξερόκλαδα τα δάση. Και εφησυχάζουμε προτάσσοντας το άλλοθι του κράτους που δεν μεριμνά, που είναι αδιάφορο κι αναποτελεσματικό. Και τα βάζουμε, πολλές φορές βρίζουμε, τους άρχοντες που εμείς με την ψήφο μας στείλαμε στην βουλή και στην κυβέρνηση. Με την ελπίδα ότι θα βολευτούμε ή θα βολέψουμε κάποιον δικό μας εξαγοράστηκε η συνείδησή μας και δεν στείλαμε τον άριστο κι αδιάφθορο στο μέγαρο της πλατείας Συντάγματος, αλλά τους εκμαυλιστές των ηθών και της ζωής του τόπου μας.
Κι αναρωτιέμαι, αφού κάψαμε τον Ταϋγετο, που θα βρει καταφυγή η θεά Άρτεμη; Αφού κάναμε αποκαϊδια την Αρκαδία, που της έστελνε συντρόφισσες παρθένες, αφού κάναμε “κρανίου τόπο την Ολυμπία όπου αγωνίζονταν οι νέοι για το κλωνάρι ελιάς κι όχι για τα παχηλά συμβόλαια των εταιριών- χορηγών, αφού καταστρέψαμε της Πάρνηθας την καταφυγή των ελαφιών, που θα μπορέσει να ζήσει η θεά; Σε ποιες πηγές και σε ποια ποτάμια θα λουστεί με τη συνοδεία της; Τα ποτάμια, οι πηγές μας, οι λίμνες, οι θάλασσες φαρμακώθηκαν από τα δηλητήρια των εργοστασίων. Σε ποιους ηλιόλουστους κι ανθοστόλιστους κάμπους θα χορέψει με τις Νύμφες της, όταν τα ζιζανιοκτόνα σε λίγα χρόνια αφαίρεσαν φυτά και βότανα που ζούσαν χιλιάδες χρόνια στον τόπο μας. Με ποια θεραπευτικά βοτάνια θα θεραπεύει τις αρρώστιες μας, όταν τα κάψαμε για να κάνουμε οικόπεδα; Πώς θα προστρέξει στα γεννητούρια όταν μας μαστίζει υπογεννητικότητα, μιας και τα παιδιά αποτελούν τροχοπέδη στην επαγγελματική μας εξέλιξη και την κοινωνική μας ανέλιξη; Μήπως, και δικαιολογημένα, θα μας εγκαταλείψει για να μετακομίσει από τον τόπο που γεννήθηκε σε άλλους τόπους, όπου σέβονται πιότερο την φύση και την ποιότητα ζωής; Έχει άδικο όταν από τη φαρέτρα της έβγαλε και μας τοξεύει με τις φαρμακερές σαΐτες της, που τώρα λέγονται τρύπα όζοντος, αλλαγή κλιματολογικών συνθηκών, φαινόμενο θερμοκηπίου, τήξη πολικών πάγων, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, έλλειψη πόσιμου νερού αλλά και νερού για καλλιέργειες, ερημοποίηση των πεδιάδων από την υπερκαλλιέργεια, ανατροπή του οικοσυστήματος από τα φυτοφάρμακα και τους μεταλλαγμένους σπόρους;
Η θεά ποτέ αναίτια δεν τιμώρησε! Τόξευσε τις κόρες της Νιόβης (*4), γιατί η μητέρα τους παινεύτηκε πως ήταν ανώτερη από τη Λητώ αφού είχε περισσότερα παιδιά. Σκότωσε τον Τιτυό (*5) γιατί θέλησε να βιάσει την μητέρα της Λητώ. Έριξε νεκρή στο χώμα την Καλλιστώ (*6) γιατί αν κι είχε ορκιστεί αγνότητα, δόθηκε στον Δία. Τιμώρησε τον Οινέα (*8), στέλνοντας τον άγριο κάπρο, γιατί παραμέλησε τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις. Αυτές οι προειδοποιητικές σαϊτιές είναι να τιναχτούμε από τον ύπνο της απατηλής ευμάρειας, και να διορθώσουμε, όσο γρηγορότερα μπορούμε, τα λάθη μας. Επιστημονικές λύσεις υπάρχουν! Εμείς έχουμε τη θέληση και την αποκοτιά να πιάσουμε από το γιακά ή από τον λαιμό τους διοικούντες, τους βιομήχανους και κάθε αδιάφορο πολίτη, πριν νιώσουμε το θανατηφόρο βρόχο της μόλυνσης να μας πνίγει; Κι αν αδιαφορούμε για τον εαυτό μας, τουλάχιστον ας μεριμνήσουμε για τα παιδιά μας! Είναι καιρός να σηκωθούμε από τον καναπέ ή την πολυθρόνα του γραφείου, είναι καιρός για δράση… Αν για τα μάτια της ωραίας Ελένης έγινε η εκστρατεία στην Τροία, εμείς, αναλογιστείτε, τι εκστρατεία πρέπει να κάνουμε για να ισορροπήσει ο ταραγμένος πλανήτης μας!


(*1). Ύβρις: αλαζονική, αυθάδης συμπεριφορά, που πηγάζει από συναίσθηση υπερβολικής δύναμης. Καταπάτηση της τάξης στην φύση και της θείας νομοτέλειας.
(*2). Νέμεση: Για τους προγόνους μας ήταν η προσωποποίηση του ηθικού συναισθήματος, η δύναμη που τιμωρεί την υπερβολή και την αλαζονεία των ανθρώπων, εκείνων που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια. Αργότερα λατρεύτηκε σαν θεά. Μαζί με την Τύχη, την Άτη, την Θέμιδα, την Ειμαρμένη και τις Μοίρες εκφράζει την δικαιοσύνη, την αποκατάσταση της τάξης όπου κι όταν διαταράσσεται, και την ανθρώπινη μοίρα. Στην ομηρική ποίηση η Νέμεση δεν αναφέρεται σαν θεά, αλλά σαν εθιμική ανάγκη τιμωρίας των ασεβών. Ο Ησίοδος την αναφέρει σαν κόρη του Ωκεανού και της Νυκτός.
Η Νέμεση σημαίνει την δίκαιη θεϊκή οργή που στρέφεται σε όποιο θνητό διέπραξε ύβρη. Όταν η Θέμις, δηλ. η κοσμική τάξη περιφρονείται, τότε επέρχεται η Νέμεση. Έτσι η Νέμεση εκφράζει μια αντίληψη γνήσια Ελληνική.
(*3). Λητώ: Τιτανίδα θεά, δηλ. θεά που γεννήθηκε από τους Τιτάνες Κοίο και Φοίβη. Από τον Δία απόχτησε τα δίδυμα αδέλφια, που αποτελούν τους νεώτερους Ολύμπιους θεούς, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Η γέννηση των παιδιών έγινε στη Δήλο μετά από πολλές περιπέτειες. Η ζηλοφθονία της Ήρας την εμπόδιζε να γεννήσει και οι ωδύνες του τοκετού κράτησαν εννιά 24ωρα γιατί η βασίλισσα των θεών δεν άφηνε την Ειλείθυια, την θεά του τοκετού, να την ξεγεννήσει. Τελικά η Ίριδα την έφερε και η Λητώ γέννησε τα παιδιά της ακουμπώντας σε μια φοινικιά., κοντά σε μια λίμνη.
(*4). Νιόβη: θυγατέρα του Τάνταλου και της Διώνης, αδελφή του Πέλοπα. Παντρεύτηκε τον Αμφίονα, δίδυμο αδελφό του Δία, που είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Αντιόπη. Ο Αμφίονας ήταν βασιλιάς της Θήβας την οποία τείχισε μαζί με τον αδελφό του. Το βασιλικό ζευγάρι απόχτησε επτά γιους κι επτά κόρες και το γεγονός αυτό γέμισε έπαρση την Νιόβη, που διατυμπάνιζε πως ήταν ανώτερη από τη Λητώ, η οποία είχε γεννήσει μόνο δύο παιδιά. Αυτό εξόργισε τη θεά, που ζήτησε από τα παιδιά της να τιμωρήσουν τη θνητή εγωίστρια γυναίκα. Ο Απόλλωνας τόξευσε τα αγόρια και η Άρτεμη τα κορίτσια. Απ’ όλα τα παιδιά σώθηκε ένα αγόρι και μια κόρη. Αφού έκλαψε τα παιδιά της η πονεμένη μάνα κατέφυγε στην πατρίδα της τη Σίπυλο της Λυδίας, όπου στιγμή δεν σταμάτησε να θρηνεί. Ο Δίας τη λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε βράχο, που με τη μορφή πηγήσιου νερού έβγαζε τα δάκρυα της Νιόβης.
(*5). Τιτυός: γίγαντας, γιος του Δία και της Ελάρας, που ήταν κόρη του Μινύα ή του Ορχομενού. Για να γλυτώσει την ερωμένη του ο πατέρας των θεών από την οργή της ζηλότυπης Ήρας την έκρυψε στα έγκατα της γης, όπου και γεννήθηκε ο Τιτυός. Γι’ αυτό κάποιοι θεωρούσαν τη Γη μητέρα του γίγαντα. Κάποτε πήγαινε στους Δελφούς και στο δρόμο συνάντησε τη Λητώ στην οποία επιτέθηκε με άγριες ερωτικές διαθέσεις. Στις φωνές της έτρεξαν τα παιδιά της, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, τα οποία σκότωσαν τον Τιτυό.
Υπάρχει και η παράδοση ότι τον κατακεραύνωσε ο Δίας και τον έριξε στον Τάρταρο, όπου δύο γύπες συνέχεια του κατέτρωγαν το συκώτι, που διαρκώς αναγεννιόταν.
(*6). Καλλιστώ: κόρη του Λυκάονα, που ήταν ηγεμόνας της Αρκαδίας, ή του Νυκτέα. Η Καλλιστώ ήταν νύμφη των δασών και ζούσε ως παρθένα ακόλουθος της Άρτεμης. Γιατί της άρεσε πολύ το κυνήγι. Ο Δίας την ερωτεύθηκε κι ενώθηκε μαζί της παίρνοντας τη μορφή της Άρτεμης ή του Απόλλωνα. Απ’ αυτή την ένωση γεννήθηκε ο Αρκάς, ο γενάρχης των Αρκάδων. Αποκαλύφτηκε πως η ακόλουθος είχε χάσει την παρθενία, καταπατώντας τον όρκο που έδιναν όσες αποτελούσαν τον θίασο της θεάς, όταν μετά από ένα κυνήγι γυμνώθηκαν για να λουστούν στα νερά μιας πηγής και φανερώθηκε η εγκυμοσύνη της. Η θεά θύμωσε για την προδοσία της παρθενίας και την μεταμόρφωσε σε αρκούδα. Κάποιοι ισχυρίζονται πως την μεταμόρφωση την έκανε η Ήρα από ζήλεια. Αργότερα ο Δίας την καταστέρισε και την τοποθέτησε στον ουρανό, αποτελώντας την Μεγάλη Άρκτο.
Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι η Άρτεμη θυμωμένη που δεν τήρησε την παρθενία της, τη σκότωσε.
Το επίθετο καλλίστη ( υποκοριστικό καλλιστώ, δηλ. η πανωραία ) δείχνει πως η ηρωίδα προέκυψε από τις ιδιότητες της Άρτεμης ως προστάτιδας της μητρότητας. Η Καλλιστώ αποτελούσε μια αειπάρθενη μητέρα και ο μύθος τεκμηριώνει έναν ιερό γάμο.
(*7). Οινέας: βασιλιάς της Καλυδώνας στην Αιτωλοακαρνανία, γιος του Πορθέα και της Ευρύτης. Πήρε ως γυναίκα του την Αλθαία από την οποία απόκτησε αρκετά παιδιά, μεταξύ των οπίων τον Μελέαγρο και Δηιάνειρα. Μετά τον θάνατο της Αλθαίας παντρεύτηκε την Περίβοια, από την οποία απόχτησε τον Τυδέα, έναν από τους επτά στρατηγούς της Αργείας εκστρατείας κατά της Θήβας και πατέρα του Διομήδη. Κάποτε ο βασιλιάς Οινέας ξέχασε να προσφέρει θυσία στην θεά Άρτεμη και γι’ αυτή την ασέβεια η θεά έστειλε τον καταστροφικό Καλυδώνιο κάπρο να ρημάξει τη χώρα της Αιτωλίας.
Αυτός πρώτος πήρε σαν δώρο από τον Διόνυσο το αμπέλι κι έτσι το όνομά του σχετίστηκε με το κρασί.

--------------------

[ Σημείωση: Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στα σχόλια το καλοκαίρι. Επειδή λόγω των διακοπών και λόγω της θέσης του πιθανόν να διέφυγε της προσοχής ορισμένων φίλων της ιστοσελίδας μας και το θέμα είναι πάντοτε επίκαιρο, το δημοσιεύω σε ανάρτηση. Θα ολοκληρωθεί σε τρεις συνέχειες. ]


Δεν υπάρχουν σχόλια: