( γ’ μέρος )
Το εξαιρετικό για τον Ψελλό είναι ότι κατόρθωσε να αναβιώσει πολλούς από τους Νεοπλατωνικούς συγγραφείς και κυρίως από τους συγγραφείς των απόκρυφων έργων, η ύπαρξη των οποίων είχε ξεχαστεί προ πολλού. Στην εποχή του ήταν αδύνατο να ανατρέξει κανείς σε βυζαντινές πηγές για τον Ερμητισμό και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, για τον Ιούλιο τον Αφρικανό, για τον Πρόκλο και το “Περί της Ιερής τέχνης” ή για τους “Χαλδαϊκούς Χρησμούς”, δηλ. σε συγγραφείς και έργα που θεωρούνται κλασικά στο χώρο του μυστικισμού. Ο Ψελλός με τις παρατηρήσεις και τις εκθέσεις του άφησε ένα πλήρες αρχείο της σχέσης του με το χαλδαϊκό υλικό και είναι αναμφίβολα ο πλέον εξοικειωμένος με τούτη τη “βίβλο” των Νεοπλατωνικών, ακόμη κι αν η γνώση του φαίνεται ν’ απορρέει κυρίως από το χαμένο πλέον σχόλιο του Πρόκλου για τους “Χρησμούς”. Αναφέρει πως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης είχαν δεχθεί τις περισσότερες δοξασίες των χρησμών και θεωρεί πως ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος είχαν αποδεχθεί τους “Χρησμούς” ως θείες αποκαλύψεις.
Στο έργο του “Χρονογραφία” έκανε μια λεπτομερή αναφορά στη διανοητική και φιλοσοφική του πρόοδο, στο δρόμο που τον οδήγησε, μέσα από διακριτά στάδια και καθορισμένες φάσεις, στην “πρώτη” φιλοσοφία, ένα ταξίδι που ξεκίνησε από τη μελέτη της λογικής και ορισμένων σχολιαστών, που του έδειξαν το δρόμο προς τον Αριστοτέλη και κυρίως τον Πλάτωνα και στην επόμενη φάση επικεντρώθηκε στους Νεοπλατωνικούς.
Για την αγάπη του προς την Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη και προ πάντων προς τον Πλάτωνα κατηγορήθηκε ότι «πολύ ελληνίζει» και πως με τον πλατωνισμό του θέλει να ανατρέψει την εκκλησία και να επαναφέρει στο προσκήνιο τις μωρίες της ειδωλολατρίας, κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν κι από τον παλαιό φίλο και συνεργάτη του, Πατριάρχη πλέον, τον Ιωάννη Ξιφιλίνο. Τις κατηγορίες αυτές αντιμετώπισε ο Ψελλός με διεξοδική απάντηση στον Ξιφιλίνο και υποβολή πίστεως στον αυτοκράτορα, όπου όχι μόνο δεν αρνείται τον πλατωνισμό του, αλλά υπερηφανεύεται γι’ αυτόν.
Με το μάτι πάντα στραμμένο στην σύνθεση και εναρμόνιση της πίστης και της σοφίας, παρουσιάζει με επιχειρήματα την πολύτιμη συνδρομή της φιλοσοφίας, με κορυφαίο της εκπρόσωπο τον Πλάτωνα, στη βαθύτερη κατανόηση της χριστιανικής διδασκαλίας. Απευθυνόμενος στον Ξιφιλίνο αναφωνεί: «εμός ο Πλάτων, αγιότατε και σοφότατε, εμός, ω γη και ήλιε».
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ πως ο Ψελλός δε θεωρούσε την ελληνική φιλοσοφία θεραπαινίδα της χριστιανικής θεολογίας, αλλά συνεργάτη της. Ήταν πεπεισμένος πως η φιλοσοφία και η θεολογία ενωμένες μπορούσαν να δώσουν απάντηση στα αιώνια προβλήματα της ανθρωπότητας. Ουσιαστικά, αναθεωρώντας την ιδέα της φιλοσοφίας στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κων/πολης, ανανέωσε το πνεύμα της αρχαίας Αθήνας. Τούτη η αναβίωση των κλασικών σπουδών είχε μακροχρόνια αποτελέσματα, σε σημείο που να θεωρείται σήμερα ο Ψελλός πρόδρομος της ιταλικής Αναγέννησης.
Ήταν, πράγματι, σύνθετο και πολύπλευρο το πνευματικό έργο του Μ. Ψελλού αλλά και η πολιτική του δράση. Τα γνωρίσματα αυτά έκαναν νεώτερους μελετητές να τον παραβάλλουν, άλλοι με τον Βολταίρο, άλλοι με τον Αλβέρτο το Μεγάλο ή τον Ρογήρο Βάκωνα και άλλοι με τον Φραγκίσκο Βάκωνα. Το γεγονός ότι κατόρθωσε να διατηρήσει την επιρροή του μέσα από τόσες διαδοχικές αλλαγές, επαναστάσεις και ίντριγκες υποδεικνύει τις πραγματικές πνευματικές του δυνατότητες, σε σημείο που ο Κρουμπάχερ, ένας σοβαρός επικριτής του να πει: «Συγκρινόμενος με τον Ρογήρο Βάκωνα και τον Μεγάλο Αλβέρτο, ήταν ο πρώτος άνδρας της εποχής του». Έτσι αυτή η ποικιλία των συγκρίσεων δείχνει με το δικό της τρόπο το πολύπλευρο του έργου και του ανθρώπου Μιχαήλ Ψελλού.
1 σχόλιο:
Για να έχουμε καλύτερη εικόνα για τον Ψελλό, ας δούμε με ποιον τρόπο περιγράφει πρακτικότερες όψεις της ζωής και τις αντιδράσεις του σε θέματα που σχετίζονται με τη μαγεία, χωρίς όμως να αναφέρεται πουθενά η προσωπική του σχέση με τα πράγματα. Αν και εξομολογείται ανοικτά την προσπάθειά του να κατανοήσει πράγματα απαγορευμένα από την εκκλησιαστική ιεραρχία, εντούτοις επιμένει ότι ποτέ δεν έκανε ακατάλληλη χρήση τους. Σε ένα άλλο κείμενο, μια σύντομη φιλοσοφική πραγματεία για τους μαθητές του, αναφέρει την κατασκευή αποτροπαϊκών ειδωλίων από τους Χαλδαίους για θεραπευτικούς σκοπούς. Όμως, αρνείται να αναφέρει τον τρόπο και τις ουσίες με τις οποίες κατασκευάζονται. Αναφέρει ανοικτά πως θα μπορούσε κάποιος αδιάκριτα να τα χρησιμοποιήσει για οποιουσδήποτε λόγους και δεν επιθυμεί να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη. To ίδιο ενδιαφέρον για τον κίνδυνο παρανοήσεων από τους μαθητές εκφράζεται σε πολλά από τα γραπτά του Ψελλού.
Επίσης, μια περίεργη περίπτωση αναφέρεται στη Χρονογραφία. Στην περιγραφή του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου ο Ψελλός επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες όψεις του χαρακτήρα και των δραστηριοτήτων της αυτοκράτειρας Ζωής, ειδικά σε μεγάλη ηλικία. Η αυτοκράτειρα είχε στην κατοχή της μια πολυποίκιλτη, ιδιαίτερα ζωντανή, εικόνα του Ιησού. Ανάλογα με τα χρώματα της εικόνας, στην οποία κατέφευγε η Ζωή σε στιγμές απελπισίας, μπορούσε να καθορίσει τις μελλοντικές της κινήσεις, συμβουλεύοντας ανάλογα τον αυτοκράτορα. Της μιλούσε ως να ήταν ζωντανό πρόσωπο με ιδιαίτερη τρυφερότητα. Αν το πρόσωπο παρέμενε χλωμό, έφευγε γεμάτη αγωνία. Αν φωτιζόταν ή ανέδιδε κάποιο ιδιαίτερο χρώμα, τότε το ανέφερε αμέσως στον αυτοκράτορα και προφήτευε το τι επρόκειτο να συμβεί.
Τούτη την περιγραφή ακολουθεί αμέσως μια αναφορά στα αρώματα: «Από τις μελέτες μου στην ελληνική βιβλιογραφία γνωρίζω πως τα αρώματα, όταν εξατμίζονται, διώχνουν τα κακά πνεύματα και την ίδια στιγμή επηρεάζουν εκείνους που τα χρησιμοποιούν με την παρουσία αγαθοεργών πνευμάτων. Κατά τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται λίθοι, βότανα και μυστικές τελετές... Θεωρώ, λοιπόν, πως τούτη η γυναίκα, επιδεικνύοντας την επιθυμία της ψυχής της πρόσφερε στο Θεό εκείνα που εκτιμούσε ως πιο πολύτιμα και ιερά». Δεν είναι άμεσα φανερό το γιατί ο Ψελλός εντρυφά στα αρώματα, τους λίθους, τα βότανα και τις θεουργικές τους αποδόσεις. Αν ανατρέξουμε, όμως, στις αναφορές του Ψελλού για τον τρόπο ζωής της αυτοκράτειρας, θα κατανοήσουμε το γιατί. Η Ζωή δεν είχε καθόλου χρόνο για τα πράγματα που έκαναν συνήθως οι γυναίκες. 'Ηταν αφιερωμένη κυριολεκτικά στη συλλογή αρωμάτων όλων των ειδών. Τα διαμερίσματά της είχαν μετατραπεί κυριολεκτικά σε εργαστήρι, όπου συνέχεια τα μαγκάλια ήταν αναμμένα. Εδώ οι υπηρέτες βοηθούσαν τη Ζωή και την αδελφή της να ζυγίζει προσεκτικά τα βότανα, να βράζει τα μίγματα και να παίρνει το απόσταγμα των αιθέριων ελαίων. Στην πραγματικότητα οι περιγραφές του Ψελλού αποδίδουν πιστά την εικόνα ενός αλχημικού εργαστηρίου. «Δε φορούσε», γράφει, «τίποτα από αυτά που φορούν συνήθως οι γυναίκες, μήτε κοσμήματα ούτε εξωτικά υφάσματα. 'Ενα πράγμα τραβούσε την προσοχή της και όλον της τον ενθουσιασμό -η προσφορά θυσίας στο Θεό. Δεν αναφέρομαι σε ύμνους ή μετάνοιες, αλλά στην προσφορά αρωμάτων και όλων εκείνων των προϊόντων που φτάνουν ως τη χώρα μας από την Ινδία και την Αίγυπτο».
Ο Ψελλός ανήκε στους νέους και ενεργητικούς διανοούμενους της εποχής του και είχε την ελπίδα πως μπορούσε να ασκήσει μια δυναμική επίδραση στην εποχή του. Άσκησε το νομικό επάγγελμα και επί Μιχαήλ Σ' διορίστηκε δικαστής στη Φιλαδέλφεια, ενώ κατόπιν έγινε αυτοκρατορικός γραμματέας, αλλά αποπέμφθηκε το 1054, οπότε και εξαναγκάστηκε να αναλάβει το μοναστικό σχήμα στη μονή του Ολύμπου Βιθυνίας, όπου πήρε και το όνομα Μιχαήλ, καθώς τo πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος. Γρήγορα, όμως, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αναλάβει ενεργό δράση στην πολιτική. Ήταν ένας από τους πρεσβευτές που στάλθηκαν στον Ισαάκ Κομνηνό μετά την ήττα του αυτοκρατορικού στρατού κοντά στη Νίκαια, το 1057. Διατήρησε την επιρροή του στα πράγματα υπό τον Κωνσταντίνο Ι' (Δούκα, 1059-1067), ενώ υπό τον Μιχαήλ Ζ' (1071-1078) έγινε παραδυναστεύων, δηλαδή πρώτος υπουργός του κράτους.
Δημοσίευση σχολίου