[[ δαμ-ων ]]
Ακούγοντας τη λέξη Έρωτας, στο μυαλό μας έρχεται ο τοξοβόλος γιός της θεάς της ομορφιάς Αφροδίτης και του θεού του πολέμου Άρη, που γεννήθηκε από το παράνομο σμίξιμό τους. Είναι ο φτερωτός θεός, που με τις σαϊτες του σημαδεύει τις καρδιές των ανθρώπων, αλλά και των θεών, προκαλώντας τον έρωτα.
Αυτό πίστευαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, μέσα από την εξωτερική θρησκεία. Για τους μυημένους, όμως, ο Έρωτας είχε άλλη σημασία.
Γι’ αυτούς, ο Έρωτας δεν είναι ο παιγνιδιάρης σαϊτοβόλος γιος της Αφροδίτης. Είναι ο γεννήτορας των πάντων, η πρωταρχική δύναμη της ύπαρξης. Η μυθολογία μας λέει, σε κάποια παραλλαγή, πως πρώτα ήταν το Χάος, άμορφο, άτακτο κι ατελεύτητο. Κι έπειτα από λίγο η πλατιά Γη και ο πανέμορφος Έρωτας. Στη συνέχεια από το Χάος γεννήθηκαν η μαύρη Νύχτα και το Έρεβος, που έσμιξαν ερωτικά και γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Από παρόμοια ερωτικά σμιξίματα αργότερα προκύψαν οι μορφές, το άμορφο Χάος έγινε μορφοποιημένος κόσμος. Το άτακτο απέκτησε τάξη, το άμορφο μορφή και το ατελεύτητο διάρκεια, η ανυπαρξία μετατράπηκε σε ύπαρξη. Αυτή η αποχάωση του Χάους είχε σαν κινητήρια δύναμη τον Έρωτα. Μετά γεννιούνται οι Θεοί, πάντα με ερωτικό σμίξιμο, Γαία και Ουρανός, Κρόνος και Ρέα, Ωκεανός και Τηθύς, Δίας και Ήρα. Έτσι σμίξιμο με σμίξιμο δημιουργείται το πανέμορφο Σύμπαν, όπου κυριαρχεί η αρμονία. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κυριαρχεί ο Έρωτας. Έρωτας για το ωραίο, το ηθικό, το δίκαιο, το κάλλος, τη γνώση. Ο πρόγονός μας είναι ερωτευμένος με το θείο, αλλά το ίδιο κι απαράλλαχτα είναι ερωτευμένος με τη φύση. Στη φαντασία του βάζει τους αθάνατους θεούς και τις θεές να ερωτεύονται θνητές και θνητούς, κι αυτός ο ουράνιος πόθος προς τα γήινα να δίνει ημίθεους, που με τα κατορθώματα και την προσφορά τους στους θνητούς, κερδίζουν τον Όλυμπο, γεγονός που οδηγεί στην αθανασία.
Ο Πλάτωνας διαπραγματεύεται θαυμάσια το μέγα θέμα του έρωτα στο έργο του “Συμπόσιο”.
Γίνεται ένας ωραιότατος διάλογος, στον οποίο οι συνδιαλεγόμενοι αναπτύσσουν προοδευτικά τις περί έρωτος ιδέες τους. Ο Φαίδρος τον παρουσιάζει σαν αγέννητη αρχή, σαν την αρχική αιτία και καταβολή μέσα σ’ ολόκληρο το Σύμπαν. Αναφέρει, πως ο Παρμενίδης είχε πει, ότι η Γένεση δημιούργησε ολόπρωτο τον Έρωτα ανάμεσα στους θεούς. Δεν αποτελεί μόνο μια πανάρχαια κοσμική δύναμη, αλλά επιδρά ολοφάνερα και στην ανθρώπινη διαβίωση, σφυρηλατώντας σύνδεσμο κι ενώνοντας την ανθρώπινη κοινότητα, ώστε αυτή να καταστεί ακαταγώνιστη. Ανάβει στη ψυχή τη φιλοτιμία ωθώντας τους ανθρώπους στα μεγάλα κατορθώματα, τα μεγαλεία της ανθρώπινης υπόστασης. Στην ηρωϊκή εποχή οι φιλίες ήσαν θεμελιωμένες πάνω στον ερωτικό δεσμό, που τόσο δυνατός ήταν, ώστε ακόμη και να θυσιαστούν για το αγαπημένο πρόσωπο. Τέτοιο παράδειγμα ερωτικής ανδρείας ήταν η Άλκηστη, που δέχτηκε να πεθάνει για να σώσει τον άντρα της από το θάνατο. Ο έρωτας μπορεί να γίνει η δύναμη, που συντροφεύει την ανδρεία. Απ’ αυτόν ο Αχιλλέας παρακινήθηκε να θυσιάσει τη ζωή του, εκδικούμενος το θάνατο του αγαπημένου του συντρόφου Πάτροκλου. Έτσι γίνεται καρποφόρος μόνον όταν έχει τη θεία δύναμη να παίρνει πάνω του ακόμη και τη θυσία της ζωής. Γι’ αυτό όχι μόνον είναι ο πρεσβύτερος και παλαιότατος θεός, αλλά γίνεται ο πιο σημαντικός για την εξασφάλιση της αρετής και της ανθρώπινης ευδαιμονίας.
Για τον Παυσανία, ο Έρωτας διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Όπως η Αφροδίτη ξεχωρίζεται σε Ουρανία και Πάνδημη, έτσι κι ο Έρωτας πρέπει να διακριθεί σε ουράνιο και πάνδημο. Δηλ. από τη μια μεριά έχουμε τη μάζα των ανθρώπων, που καταγίνονται με το σωματικό έρωτα, από την άλλη όμως μεριά προβάλλει ο ουράνιος έρωτας, που έχει να κάνει μόνο με το ανδρικό φύλο, ο οποίος έλκεται όχι από το σώμα, αλλά από το ήθος. Έτσι ο έρωτας ανυψώνεται στο πνευματικό επίπεδο, παίρνει παιδαγωγικό περιεχόμενο και θεμελιώνεται πάνω σε ψυχικά και πνευματικά δεδομένα. Τώρα τα βαθύτερα κίνητρα, που δημιουργούν τις ερωτικές σχέσεις, είναι η αρετή και η φιλοσοφία.
Κατά τον Ερυξίμαχο, ο έρωτας δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρώπινες ψυχές, αλλά επεκτείνεται στα φυτά, τα ζώα και τα ουράνια σώματα. Σε όλες τις εκφάνσεις του παρουσιάζει τη διπλή του φύση, λ.χ. η υγεία και η νόσος είναι το αποτέλεσμα, που πηγάζει από τα δύο είδη του έρωτα. Οι ατμοσφαιρικές καιρικές καταστάσεις εξαρτώνται άμεσα από τις σχέσεις φιλίας και έχθρας ( από την φιλότητα και το νείκος ), τις οποίες παρουσιάζουν οι φυσικές δυνάμεις της ψυχρότητας, της υγρότητας και της ξηρότητας. Η αστρονομία είναι η επιστήμη, που εξετάζει την ομολογία και την αρμονία, που εμφανίζουν τα ουράνια σώματα. Κατ’ επέκταση, οι ιεροτελεστίες, οι θυσίες και η μαντική, που αποκαθιστούν τη συνάφεια των ανθρώπων με τα θεϊκά όντα, αναφέρονται, ουσιαστικά, τόσο στη διατήρηση, όσο και στην αποκατάσταση μιας ερωτικής επικοινωνίας , που σαν τελική επιδίωξη έχει τον εναρμονισμό των θεϊκών και των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Αριστοφάνης με τη σειρά του θεωρεί το ερωτικό φαινόμενο σαν πάθημα, και τον έρωτα σαν κάτι που φέρνει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ένα είδος γιατριάς και μια κατασίγαση αλλά και αποκατάσταση σε κάποια διασαλευμένη τάξη. Ο μεγάλος κωμωδιογράφος της Αθήνας, αναφέρει έναν παμπάλαιο μύθο, κατά την κρίση μου, πολύ ενδιαφέροντα, για την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, και γι’ αυτό τον αναφέρω.
Στην αρχή της ύπαρξής του, το ανθρώπινο γένος δεν ήταν όπως το βλέπουμε σήμερα. Τότε οι άνθρωποι ήσαν διπλοί, είχαν συμφυείς κορμούς, με δύο πρόσωπα που κοίταζαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, τέσσερα χέρια κι άλλα τόσα πόδια. Τα όντα αυτά ήσαν ως προς το φύλο, αν μπορούμε να τα θεωρήσουμε φύλα, αρσενικό- αρσενικό, θηλυκό- θηλυκό και αρσενικό- θηλυκό. Το πρώτο, το αρσενικό, είχε προέλθει από τον ήλιο, το δεύτερο, το θηλυκό, από τη γη, και το τρίτο, το ανδρόγυνο, από τη σελήνη. Μπορούσαν να βαδίζουν όρθια, όπως οι σημερινοί άνθρωποι, μπορούσαν όμως να πορεύονται και κυκλικά, χρησιμοποιώντας και τα οκτώ άκρα, όπως οι σχοινοβάτες χρησιμοποιούν τα τέσσερα. Είχαν σφαιρικό σχήμα, και γι’ αυτό τελειότερη σωματική από τη δική μας κατασκευή, γιατί και τα ουράνια σώματα, από τα οποία προέρχονταν, ήσαν σφαιρικά. Μέχρι τότε δεν υπήρχε σαρκικός έρωτας, συνεπώς ούτε η συναφής αναπαραγωγή, που γινόταν κυριολεκτικά με γονιμοποίηση του εδάφους. Τα όντα αυτά ήσαν κυρίαρχα και ισχυρά αρκετά, ώστε να απειλούν τον ουρανό, να επιτεθούν στα ουράνια δώματα, όπως μας λένε οι παραδόσεις για τους γίγαντες. Γι’ αυτό ο Δίας, παίρνοντας μέτρα ασφαλείας, έδωσε την εντολή στον Απόλλωνα να σχίσει στα δυο τους τότε ανθρώπους, ώστε να γίνουν πιο αδύναμοι και να υποταχθούν ευκολότερα στους θεούς. Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί το μισό ενός ολόκληρου όντος, και κάθε τέτοιο “μισό” περιφέρεται παθιασμένα να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του και να ξανασμίξει μαζί του. Όταν το εύρισκαν έμεναν αγκαλιασμένοι μ’ αυτό ολόκληρη τη ζωή τους, ανίκανοι να επιμεληθούν για κάθε εργασία. Έτσι κινδύνευε να αφανιστεί το ανθρώπινο γένος, και ο Δίας για να το σώσει όρισε να γίνεται η γενετήσια πράξη ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ πρώτα γεννούσαν στη γη. Μ’ αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι, δοκιμάζοντας τον κόρο της πλησμονής, μπορούν να φροντίζουν τις άλλες εργασίες, που τους είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους.
Έρωτα, επομένως, ονομάζουμε αυτό τον πόθο της συνένωσης με το χαμένο μισό του αρχικού μας εαυτού, και κανένας δε μπορεί να βρει την ευτυχία, όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Η κοινή έγγαμη αγάπη του άντρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο μισών ενός από τα αρσενικοθήλυκα όντα, ενώ κάθε παθιασμένος δεσμός δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι η εκ νέου συνένωση των μισών ενός αρσενικού- αρσενικού ή ενός θηλυκού- θηλυκού όντος, ανάλογα με την περίπτωση. Άρα, ο έρωτας είναι η τάση για την αποκατάσταση της αρχέγονης φύσης.
Για τον Αγάθωνα ο Έρωτας είναι ενιαίος, δε διακρίνεται σε ουράνιο και πάνδημο, και η παντοδυναμία του υψώνεται ακόμη και πάνω στους θεούς. Ουσία του είναι η τελειότητα της μορφής, η ευσχημοσύνη. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι ποιητής και δεξιοτέχνης, αυτός φωτίζει στο σχεδιασμό και καθοδηγεί τους ανθρώπους στις διάφορες κατασκευές τους. Ο Έρωτας είναι ο χορηγός της ειρήνης στους ανθρώπους, της γαλήνης στη θάλασσα και τον αγέρα, του ήρεμου ύπνου που μας φέρνει ανακούφιση από της μέρας τις μέριμνες, του γέλιου και της ευθυμίας.
Μετά από τις ,τοποθετήσεις των συνδαιτυμόνων, και την ωραιοποίηση του Έρωτα, ήρθε η σειρά του Σωκράτη. Ο Αθηναίος σοφός χρησιμοποίησε το στόμα της Διοτίμας, μιας ιέρειας από τη Μαντινεία, για να πει τις απόψεις του. Ο στόχος του έρωτα, όπως τον συλλαμβάνει, ο μεγάλος Δάσκαλος, δεν είναι η σωματική ένωση με σύντροφο από σάρκα και οστά, δεν είναι καν ο ισόβιος “γάμος” με ένα “συγγενές πνεύμα”, αλλά ο ιερός γάμος της ψυχής με την “αιώνια σοφία” σε μια περιοχή “πολύ πιο πάνω από την ανάσα του ανθρώπινου πάθους”. Με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Πλάτωνας μας οδηγεί να καταλάβουμε πως ο μόνος έρωτας, που αξίζει τα εγκώμιά μας, είναι ένας ανοδικός έρωτας, που αποτελεί προχώρημα της ψυχής, η οποία ποθεί και αναζητά κάποιο καλό, που βρίσκεται ψηλότερά της. Αυτό το προχώρημα της ψυχής έχει υποχρεωτικά αφετηρία τη γνώση πως υπάρχει κάτι, που επιθυμούμε με όλη μας την καρδιά, αλλά δεν το έχουμε ακόμη. Η ψυχή που θα πορευτεί σαν προσκυνητής της αγάπης, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αίσθηση μιας πείνας, μιας δίψας της καρδιάς, διαφορετικά ποτέ της δε θα διακινδυνεύσει το ταξίδι. Αυτή την αρχή ο Σωκράτης απαιτεί από τον εραστή της γνώσης, αυτόν που έχει βάλει σαν στόχο του την πνευματική εξέλιξη, τη σταδιακή ανύψωσή του, ώστε να επιστρέψει στην αρχική του “Πηγή”, στο Θείο Κόσμο, να σωθεί από τον κύκλο των ενσαρκώσεων. Η ψυχή, που είναι γεμάτη επιθυμίες και πάθη, δεν είναι ακόμη ούτε “ωραία”, ούτε και “καλή”. Αυτές τις ιδιότητες διακαώς ποθεί να τις αποκτήσει, όμως δεν τις έχει ακόμη. Σ’ αυτή την κατάκτηση θα την οδηγήσει ο έρωτας.
Ο Έρωτας, δεν είναι ούτε θεός, ούτε και θνητός, είναι μια ενδιάμεση οντότητα, είναι δαίμονας. Είναι παιδί του Πόρου ( πόρος= αφθονία ), γιου της Μήτιδας ( μήτις= ευφυϊα ), και της ζητιάνας Πενίας ( πενία= ένδεια ). Οι θεοί είχαν γιορτινό δείπνο, γιορτάζοντας τα γενέθλια της Αφροδίτης και η Πενία ήρθε για να ζητιανέψει φαγητό. Ο Πόρος ήταν μεθυσμένος και η Πενία βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει μαζί του, οπότε έπιασε τον Έρωτα. Έτσι κληρονόμησε τα χαρακτηριστικά και των δυο γονιών του, λόγω της μητέρας του είναι φτωχός, ασουλούπωτος, κακομοιριασμένος κι άστεγος. Λόγω του πατέρα του είναι αντρειωμένος και λεβέντης, έχοντας πόθο για καθετί ωραίο και καλό, διψάει για γνώση και είναι ο εφευρέτης της, φιλοσοφώντας σ’ όλη του τη ζωή. Είναι ο πόθος των αγαθών και της ευτυχίας, ο μέγιστος και πολυμήχανος σε κάθετί. Ο έρωτας είναι κάτι που αναλώνεται ανάμεσα στην αναζήτηση και την εύρεση, ανάμεσα στο χορτασμό και την έντονη στέρηση. Είναι μαζί θνητός κι αθάνατος, χίλιες φορές πεθαίνει και χίλιες φορές ανασταίνεται, χίλιες φορές μαραίνεται και χίλιες φορές ξαναβλασταίνει, είναι σκληρός, πολεμιστής, μηχανορράφος, γοητευτικός και σοφιστής. Όλα αυτά τα όπλα τα χρειάζεται για να ξεπερνάει την ένδεια. Όμως, δεν κατορθώνει να φτάσει στην κατηρέμηση, που είναι χάρισμα της θεϊκής ουσίας και δημιουργεί αναγκαστικά τη φιλοσοφία, γιατί του λείπει η σοφία, που είναι κτήμα μόνο των θεών. Φιλόσοφοι είναι αυτοί που ποθούν τη σοφία, όσοι αισθάνονται γι΄ αυτήν έρωτα.
Κατά βάθος, ο έρωτας είναι επιθυμία ευδαιμονίας, που όμως διαφορίζεται, γιατί δεν καθορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους ανθρώπους τα αναγκαία για την απόκτηση της ευδαιμονίας. Το αντικείμενό του δεν είναι πάντοτε κάτι το σωματικό, αλλά ό,τι θεωρείται από τον άνθρωπο σαν αγαθό. Είναι η επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού. Έτσι, τώρα ο έρωτας ορίζεται σαν επιθυμία για διαρκή παρουσία του αγαθού, « του το αγαθόν αυτώ αεί παρείναι ». Για τους θνητούς η “αεί παρουσία” είναι η κύηση και η γέννηση. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ο τρόπος ύπαρξης των θεών είναι διαφορετικός απ’ αυτόν των ανθρώπων, εφόσον τα θεία όντα απολαμβάνουν την αιώνια ύπαρξη, οπότε γι’ αυτά είναι δυνατή η “αεί παρουσία των αγαθών”. Τα ανθρώπινα όντα ως θνητά δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα και η αιώνια διάρκεια, μέσα στη θνητή φύση του επιτυγχάνεται με άλλο τρόπο. Η αιώνια διάρκεια, σαν ιδιότητα της θείας ουσίας, αυτό το θείο στοιχείο μέσα στην ανθρώπινη ζωή, είναι η κύηση και η γέννηση.
Ο άνθρωπος όταν φτάσει σε σωματική, αλλά και πνευματική ωριμότητα, αισθάνεται την ανάγκη και την επιθυμία της αναπαραγωγής, που είναι τόσο υλική όσο και πνευματική. Η επιθυμία αυτή είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, γιατί αφ’ ενός μεν συντελεί στη διαιώνιση της ανθρωπότητας, αφ’ ετέρου δε συμβάλλει στην εξέλιξή της. Είναι επιπλέον καθολική, γιατί τα πάντα στη φύση βρίσκονται σε διαρκή γένεση κι εξέλιξη. Προφανώς η ωραιότητα μας ελκύει, ξυπνώντας μέσα μας την ορμή της αναπαραγωγής, ενώ συγχρόνως την καλλιεργεί και την προάγει. Αντίθετα η ασχήμια ανακόπτει αυτή την ορμή. Η έλξη και η αγάπη, που νιώθουμε για τον ερωτικό μας σύντροφο, δεν ωθείται μόνον από πόθο για ερωτική συνεύρεση, αλλά από επιθυμία για γονιμοποίηση και τεκνοποίηση μαζί του ( πόθο της γεννήσεως και του τόκου εν καλώ ). Έτσι η επιθυμία για τη σωματική κατάκτηση μιας ωραίας γυναίκας, κατά βάθος είναι ο “μεταμφιεσμένος” πόθος ν’ αποκτήσουμε παιδιά από μητέρα σωματικά “εκλεκτή”. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η σεξουαλική ορμή δεν είναι επιθυμία για ηδονή, αλλά πάθος για πατρότητα ή μητρότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο δίνει “μια μορφή αιωνιότητας” στο ίδιο του το είναι, προσεγγίζει την αιωνιότητα διαμέσου της εναλλαγής των γενεών. Εφ’ όσον υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, λόγω της θνητής του φύσης, όντας έγχρονο όν, προσεγγίζει την ιδιότητα του αιώνιου με τη δημιουργία ενός νέου όντος, που θα πάρει τη θέση του, όταν το παλιό χαθεί. Μόνο με το να φέρουμε στον κόσμο ένα νέο άτομο, μπορούμε να συμμετάσχουμε στην αθανασία! Η τάση της θνητής μας φύσης είναι να ανεβάσει τον εαυτό της στον ορίζοντα της αθανασίας, να μετέχει στην αιώνια διάρκεια μέσα από την ανανέωση και την αναγέννηση.
Εκτός από τη σωματική παιδογονία , υπάρχει και η “κατά ψυχήν” παιδογονία, η πνευματική πατρότητα και μητρότητα. Με αυτό το είδος αθανασίας, οι ενάρετοι άνθρωποι αναζητούν να αφήνουν σαν παρακαταθήκη πίσω τους όχι σωματικά παιδιά, αλλά την μνήμη των έργων και των αρετών τους. Έτσι παραμένουν αιώνια στη μνήμη μας, προκαλώντας το θαυμασμό μας και αποτελούν πρότυπα μίμησης. Η πνευματική αναπαραγωγή φέρνει στον κόσμο σοφία κι αρετή.
Επομένως, πέρα από το σωματικό πάθος υπάρχει και ο πόθος ενός “αιώνιου καλού”. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος αναγνωρίζει την ανωτερότητα του ψυχικού κάλλους, στρέφεται προς την επιστήμη, της οποίας τα πνευματικά κάλλη αποτελούν απέραντο πέλαγος χαράς. Προχωρώντας στην αναζήτησή του θα διακρίνει το υπέρτατο κάλλος, που είναι αιώνιο, σταθερό και τέλειο, υψωμένο πέρα από κάθε μεταβολή.
Και η Διοτίμα τελειώνει με την ακόλουθη ερώτηση προς το Σωκράτη: « Ή δεν έχεις ακόμα υπόψη σου ότι όποιος γεννήσει και αναθρέψει αληθινή αρετή, αυτός έχει τη δυνατότητα να γίνει αγαπημένος στους θεούς και να γίνει αθάνατος περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο; »
Έτσι, όποιος επιζητεί την αθανασία, στον Έρωτα θα απαντούσε τον πιστότερο βοηθό, που θα μπορούσε να βρει στην επιδίωξή του.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα λόγια του Χριστιανού μυστικιστή Διονυσίου Αρεοπαγίτη: «Τον έρωτα είτε τον πούμε θεϊκό είτε αγγελικό είτε ψυχικό είτε φυσικό, ας τον εννοήσουμε ως μία ενοποιό και συγκρατητική δύναμη, που ωθεί τα ανώτερα στην πρόνοια των κατωτέρων, τα ομότιμα σε μια αλληλουχία κοινωνίας μεταξύ τους και τέλος τα υποδεέστερα προς την επιστροφή τους στα ισχυρότερα και ανώτερα…» Η ανώτερη μορφή έρωτα, η θειοτέρα, είναι ο θείος έρωτας. Έτσι αποκαλούμε την μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου συναπτόμενη, με τέλεια αγάπη, μυστική ένωση. Σαν βίωμα, αυτή αποτελεί την ύψιστη και τελική βαθμίδα του μυστικισμού.
Η ψυχή, που έχει απαλλαγεί από το υλικό της φορτίο, αισθάνεται την ανάγκη της, με πλήρη αγάπη, μυστικής ένωσής της με την πηγή της, το Θεό, τον θείο αγαπημένο. Ο θείος έρωτας δεν είναι απλά και μόνο μια έντονη διέγερση του συναισθηματικού κόσμου, είναι κυρίως η ύψιστη πνευματική ανάβαση του νου, που φτάνει σε μια άφατη κι ανέκφραστη εμπειρία της θείας παρουσίας. Αυτή η ανάβαση φέρνει σε επαφή τη ψυχή με το θείο. Το βίωμα του θείου έρωτα είναι η ύψιστη κίνηση της ψυχής προς τη σφαίρα του θείου, η κατανόηση των μυστηρίων και η με το νου απόλαυση των κρυμμένων θείων δωρημάτων που πηγάζουν μέσα από τα μυστήρια.
Κατά τον Fr. Heiler, πατέρας του μυστικού θείου έρωτα είναι ο Ωριγένης, που έκαμε λόγο για « νύμφης ψυχής γαμουμένης Λόγω ». Έτσι η ψυχή είναι η νύφη του Λόγου, με τον οποίο συνάπτει πνευματικό γάμο. Ο εραστής της ψυχής είναι ο Θεός ή ο Χριστός, γενικότερα το θείο. Αυτή την ιδέα δίδαξε, κατά τον Heiler, ο Γρηγόριος Νύσσης, που υπέδειξε ότι « η ουσία της αγάπης έγκειται στο ότι αποτελεί μια ελεύθερη πρωτοβουλία, που φέρνει το ανώτερο προς το κατώτερο. Η κίνηση έτσι του θείου είναι αντίθετη του πλατωνικού έρωτα, που αποτελεί ανύψωση του κατώτερου προς το ανώτερο ». Εδώ πάντως το θείον « ως έρως υπάρχον και αγάπη » κινείται. Ο μυστικιστής θέλγεται, σαγηνεύεται κι έλκεται από τη θεία αγάπη, όμως κάθε πρωτοβουλία για την ερωτική ένωση ανήκει στο θείο, γιατί «η αεικίνητη έφεση» προς το θείο γενιέται μόνον απ’ αυτό. Πολλοί μυστικιστές μας βεβαιώνουν ότι η με το θείο ένωση δεν βιώνεται όποτε το επιθυμεί ο μυστικιστής, αλλά όποτε το επιθυμεί ο Θεός.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έκαναν σαφή διάκριση μεταξύ του “εράν” και του “αγαπάν”. “Αγαπώ” σήμαινε όχι ό,τι και ερώ, αλλά μένω ικανοποιημένος ( ευχαριστημένος ), αρέσκομαι, είμαι ευτυχής με κάτι που έχω ή ελπίζω θετικά να το αποκτήσω. Στο ρήμα “ερώ” υπάρχει πάντοτε η δήλωση της ένδειας και της ορμής προς ό,τι λείπει. Το ένα εκφράζει ένα στατικό φαινόμενο του ψυχικού βίου, το άλλο ένα δυναμικό φαινόμενο, εκφράζει κάποια κίνηση. Δεν είναι τυχαίο, που οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν αρσενικό γένος στον έρωτα ( ο έρως ) για να αποδώσουν τον δυναμικό χαρακτήρα και θηλυκό γένος στην αγάπη ( η αγάπη ) για να αποδώσουν τον στατικό της χαρακτήρα.
Φίλοι, χρόνια Πολλά στους εραστές του κάθε μορφής κάλλους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου