Ο Γεώργιος Γεμιστός ήταν Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας των αρχών του 15ου αιώνα, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του υστεροβυζαντινού πνευματικού βίου, βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, πολυθεϊστής και ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε «Αναγέννηση».
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από επιφανή οικογένεια, απέκτησε πολύ καλή γενική παιδεία και το 1380 εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν ελληνιστή Εβραίο, πολυθεϊστή ή οπαδό του Ζωροαστρισμού, τον Ελισσαίο, με αποτέλεσμα να κατανοήσει έγκαιρα τόσο την πνευματική αθλιότητα της βυζαντινής θεοκρατίας όσο και την κραυγαλέα φιλοσοφική και θεολογική ανεπάρκεια του Χριστιανισμού. Δίπλα στον Ελισσαίο (που πιστεύεται ότι τελικά κατηγορήθηκε ως «ειδωλολάτρης» από τους οθωμανούς και κατέληξε στην πυρά) μελέτησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ενθουσιάστηκε από το έργο του και πρόσθεσε στο βυζαντινό επώνυμό του «Γεμιστός» το ελληνικό «Πλήθων» (το οποίο ο φανατικός εχθρός του μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ισχυρίστηκε ότι… «του εδόθη υπό των δαιμόνων»!). Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι νέες ιδέες του άρχισαν να ενοχλούν τους θεοκράτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που αργότερα εξόντωσαν στην Πελοπόννησο τον μαθητή του Ιουβενάλιο), με αποτέλεσμα το 1393 (ή το 1400 κατά τον Καζάζη ή το 1414 κατά τον Μανδηλά) να εγκατασταθεί οικογενειακώς στο υπό τον Θεόδωρο (τον Α ή τον Β, ανάλογα με την χρονολογία που θα υιοθετήσει κανείς, 1383 – 1407 ο πρώτος και 1407 – 1443 ο δεύτερος) Παλαιολόγο Δεσποτάτο του Μυστρά στην Λακωνία, με την ανοχή του φίλου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β του Παλαιολόγου.
Η «δραπέτευση» του «αποστάτη» Πλήθωνος στην Ελλάδα εξόργισε τον προσωπικό εχθρό του μετέπειτα υπότουρκο (1454 - 1464) πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήθελε να τον δει να εξορίζεται «σε χώρα βαρβάρων» ή να εξουδετερώνεται «με κάποιον άλλον τρόπο» (…), ωστόσο ο ίδιος εγκαταστάθηκε με ιδιαίτερη χαρά στην Πελοπόννησο, την οποία, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα θεωρούσε κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων…» γράφει απευθυνόμενος προς τον Παλαιολόγο, δηλαδή «…εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν…»
Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «…και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση. Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ ‘‘κραταιάς’’ αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού». Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο, το οποίο έβριθε από τα… «σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Ο ίδιος ανθέλληνας θεοκράτης («Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι») ήταν άλλωστε που διέταξε και τον βασανισμό και την θανάτωση του μαθητή του Πλήθωνος Ιουβενάλιου, όταν περιερχόταν όλη την Πελοπόννησο, βγάζοντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας. Όταν κατά την περίοδο 1438 - 1439 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, ο Πλήθων έδωσε διαλέξεις και άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των Ιταλών ουμανιστών, κερδίζοντας ιδιαιτέρως τον θαυμασμό του μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας» Κόζιμο Μέδικο (Cosimo di Giovanni de' Medici, 1389 - 1464). Ο μεγάλος ουμανιστής και πρώτος διευθυντής της «Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433 - 1499) απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο διδάσκαλο Πλήθωνα «δεύτερο Πλάτωνα». Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια το 1452 στην «Λακεδαίμονα» (όπως αποκαλούσαν την Σπάρτη οι Βυζαντινοί). Μετά από λίγο έπεσε η «Νέα Ρώμη» του Βοσπόρου και έφθασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί Τούρκοι, υποχρεώνοντας εκ των πραγμάτων τους Ελληνιστές του «Κύκλου» του Πλήθωνος να φύγουν στην Δύση, κυρίως στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην λεγόμενη «Αναγέννηση». Γνωστοί μαθητές του ήσαν οι Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός, καθώς και ο ουμανιστής Βησσαρίων, ο οποίος όμως αργότερα προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος. Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, το έτος 1466, και ενώ ήδη το όνομά του αποτελούσε έναν θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς, μία ένοπλη ομάδα θαυμαστών του με αρχηγό τον, κατά τον πάπα «αντίθεο λύκο του Ρίμινι», Σιγισμούνδο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta, 1417 - 1468) εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ρίμινι, στον γνωστό «Ναό των Μαλατέστα» («Tempio Malatestiano»), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
1 σχόλιο:
● Η αλήθεια είναι ότι και διαρκούσης ακόμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, υπήρξαν ανεπιτυχείς απόπειρες ανασύνδεσης του Ελληνισμού με το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα χωρίς τη μεσολάβηση της Ορθοδοξίας. Ο Πλήθων Γεμιστός, ο Μιχαήλ Ψελλός και άλλοι δεν επέτυχαν στο σκοπό τους και το Γένος [ο Πατριάρχης και ο Αυτοκράτωρ] απέρριψε τις επιλογές των. Όμως η Δύση τις απεδέχθη προετοιμάζοντας την Αναγέννησή της, και αργότερα τις επέβαλε στο ελευθερωμένο τμήμα του Ελληνισμού, παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο εκδίκηση για την πρότερη απόρριψη. Με τον κλασσικό ουμανισμό σαν κυρίαρχη ιδεολογία, ολόκληρη η Eλληνική Παιδεία προσανατολίστηκε προς τα αρχαία κλασσικά γράμματα, αγνοώντας τους Βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς συγγραφείς και απορρίπτοντας τη χιλιόχρονη Bυζαντινή περίοδο, για την οποία δίδασκε τα παιδιά, στο μάθημα της Ιστορίας, πως επρόκειτο για το μεσαίωνα της Ανατολής, με τις ίντριγκες, τις δολιότητες και τα πάθη των αρχόντων, των μοναχών, των κληρικών, ωσάν τέτοια φαινόμενα να μην υπάρχουν και στις πιο εκλεκτές και ένδοξες περιόδους της ιστορίας κάθε λαού.
● Κάτω από το πρίσμα της Τουρκικής απειλής, ο Πλήθωνας προσπαθεί με ό,τι έχει ένας Έλληνας φιλόσοφος, την γραφίδα και την ψυχή του, να πείσει τους κυβερνώντες στην Κωνσταντινούπολη, για την ανάγκη της πολιτειακής αναδημιουργίας του υπάρχοντος ακόμα Βυζαντινού κράτους. Μάταια όμως! Η κρατική μηχανή του Βυζαντίου, έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί! Εκφυλισμός και παρακμή, είχαν καλύψει την πάλαι ποτέ Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Ελληνισμός όμως εξακολουθούσε να υπάρχει, δίνοντας στον Έλληνα φιλόσοφο την ευκαιρία ν΄αναπτύξει την θεωρία της Εθνικής συνέχειας των Ελλήνων, περισσότερο απ’ όλους. Σε γράμμα του στον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο, που παράλληλα πρέπει να θεωρηθεί και σαν απάντηση στους τότε Βυζαντινούς ανθέλληνες λέει: “Εμείς, επί των οποίων βασιλεύετε και διοικείτε, ανήκουμε στο γένος των Ελλήνων, όπως αποδεικνύουν η γλάσσα μας και οι Αρχαίοι θεσμοί μας. Λέγοντες Έλληνες εννοούμε τους κατοίκους της Πελοποννήσου, της παρακείμενης ηπειρωτικής χώρας και των νήσων που γειτονεύουν. Αυτή η γή εκατοικείτο από τους ίδιους ανθρώπους, από τους ιστορικούς χρόνους και κανείς δεν την κατείχε, πριν από εμάς. Οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν ήρθαν σαν ξένοι να διώξουν κάποιους άλλους και αυτοί οι ίδιοι, δεν διώχθηκαν ποτέ, από κανέναν λαό. Το αντίθετο μάλιστα! Οι Έλληνες γεννήθηκαν σ’ αυτή την χώρα, χωρίς ποτέ να την εγκαταλείψουν”. Η αγάπη του για την Ελλάδα τον κάνει να προτείνει στους τότε άρχοντες, ολοκληρωμένο σχέδιο διοικητικής, οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης, για την άμυνα του Μωρηά, του μόνου ελεύθερου ακόμη τμήματος. Το εξουσιαστικό σύστημα που προτείνει αποτελείται από δύο τάξεις: α) Την τάξη φυλάκων - πολεμιστών και β) Την τάξη των παραγωγών. Μέσα από τους συλλογισμούς του Πλήθωνα βλέπουμε να ξεπετάγεται μια αρμονική Ελληνική πολιτεία στην οποία υπάρχει θέση για κάθε Έλληνα πολίτη. Ο Πλήθων αρνιόταν ακόμη την έγγειο ιδιοκτησία, γιατί έβλεπε σ’ αυτήν την γενομένη αδικία σε βάρος του Ελληνικού λαού. Διέβλεπε ακόμη και την αντίδραση των γαιοκτημόνων στο πρόγραμμά του, που έχοντας τεράστιες εκτάσεις ζούσαν πλουσιοπάροχα, αφήνοντας τον Ελληνικό λαό να πεθαίνει μέσα στην πείνα και την εξαθλίωση. Οι γαιοκτήμονες αντιδρούσαν στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Πλήθωνα, γιατί έβλεπαν σ’ αυτό τον περιορισμό των προνομίων τους και όχι μόνον. Το μέτρο της δημιουργίας Εθνικού στρατού, που ο φιλόδοφος θεωρούσε σαν το Α και το Ω, για την ανάπτυξη και την προστασία της μελλοντικής Ελληνικής πολιτείας που ονειρεύτηκε, πήγαινε κόντρα στα αποσχιστικά σχέδια των μεγάλων γαοκτημόνων, που δεν εμπιστεύονταν τον Ελληνικό λαό, αλλά τους ξένους μισθοφόρους τους! Ύπαρξη Εθνικού στρατού σήμαινε ταυτόχρονα και αφύπνιση της Ελληνικής συνείδησης. Αυτή η αφύπνιση όμως ήταν αντίθετη στον ηδονικό κοσμοπολιτισμό των γαιοκτημόνων, γιατί διέβλεπαν σ’ αυτήν το τέλος του μαλθακού τους βίου, σε συνάρτηση με τον περιορισμό των άπειρων προνομίων τους. Οι ελπίδες του Πλήθωνα για την αναγέννηση της αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν μάταιες. Η προχωρημένη σήψη, είχε κάνει καλά την δουλειά της. Ο Βυζαντινός κόσμος ήταν γηρασμένος, πολύ συντηρητικός για το παρελθόν του και πολύ δύσπιστος για το μέλλον του. O Bυζαντινός Χριστιανικός κλήρος διακήρυσε, πως η σωτηρία θα έλθει μόνο με μια εσωτερική μεταρρύθμιση ηθικής συμπεριφοράς. Ο Πλήθων αντίθετα πίστευε πως μαζί με την εσωτερική αλλαγή, που θα επέλθει όχι από την Χριστιανική πίστη, την οποία απέρριπτε, αλλά από μια ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ σύνθετη από τους Αρχαίους Ελληνικούς Θεούς και από το ηθικό θεολογικό και Ζωροαστρικό σύστημα, χρειάζεται και αλλαγή του πολιτειακού συστήματος. Η Βασιλεύουσα όμως, πόλη του Κωνσταντίνου, όπως λέει και ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου “πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε” καταδικάζοντας τον Πλήθωνα, τους Έλληνες, αλλά και τον εαυτόν της. Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθωνας πέθανε στην Πελοπόννησο το 1452, όταν στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο θάνατος συνάντησε τον Έλληνα φιλόσοφο έναν χρόνο, πριν την πτώση της Βασιλεύουσας των Πόλεων. Μετά τον θάνατο του Πλήθωνα ο Γεώργιος Σχολάριος φανατικός Χριστιανός και Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά την άλωση, έκαψε το σπουδαιότερο έργο του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου “Πραγματεία περί Νόμων”.
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΝΑ
«Οι πολύθεοι»
Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες
το μυστικό, τρισμακάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.
Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!
Δημοσίευση σχολίου