
[[ δαμ-ων ]]
Παιδικά χρόνια- χαρακτήρας του Αλέξανδρου
Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου κατά τα παιδικά του χρόνια βρισκόταν υπό τη γενική εποπτεία του Λεωνίδα, «ανθρώπου αυστηρού κατά το ήθος και συγγενούς της Ολυμπιάδας» κατά τον Πλούταρχο, που πήρε σαν παιδαγωγό κάποιον Λυσίμαχο από τη Δυτική Ελλάδα. Στην αυστηρή αγωγή του πρώτου του παιδαγωγού, Λεωνίδα, ο Αλέξανδρος όφειλε την εξαίρετη σωματική αντοχή, την επίδοση στην άθληση, την μοναδική απλότητα και την αγάπη προς την κίνηση και την ενέργεια. Ήταν, μία αεικίνητη, φλεγόμενη από τον πυρετό της δημιουργίας, ύπαρξη. Ο Λυσίμαχος δεν ήταν κανείς σπουδαίος παιδαγωγός, αλλά κέρδισε την καρδιά του Αλέξανδρου με το τέχνασμα που επινόησε αποκαλώντας το βασιλόπουλο Αχιλλέα. Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι ο νεαρός Αλέξανδρος θεωρούσε πάντοτε τον εαυτό του σαν ένα νέο Αχιλλέα, τον ήρωα της οικογένειας της μητέρας του, που έκαμε τόσα ηρωικά κατορθώματα στην Τροία της Μ. Ασίας. Αλλά και ο πρόγονος του πατέρα του, ο Ηρακλής, είχε ταξιδέψει στην Ασία, όπως και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου που κατά καιρούς, σαν παιδί, ονειρευόταν ο Αλέξανδρος. Είχε επίσης πολεμήσει άτρομος με φοβερούς πολεμιστές και μυθικά τέρατα και για να πετύχει τους περίφημους άθλους του είχε χρησιμοποιήσει τόσο την εξυπνάδα του όσο και την ορμή του. Ήταν ο ήρωας που είχε προτιμήσει τη σκληρή αλλά έντιμη ζωή κι όχι τη τρυφηλή, τη γεμάτη ηδονές και μαλθακότητα ζωή. Αυτούς τους δύο προγόνους είχε σαν πρότυπα ο Αλέξανδρος κι ήθελε όχι μόνο να τους μοιάσει, αλλά και να τους ξεπεράσει σε ανδρεία, κατορθώματα και φήμη.
Ήρθε όμως η ώρα που ο Φίλιππος σκέφθηκε ότι ο γιος του χρειαζόταν ένα δάσκαλο, που θα μυούσε τον διάδοχό του στην ύψιστη σφαίρα της παιδείας, ακόμη και στις “απόρρητες και βαθύτερες διδασκαλίες”, κατά τον Πλούταρχο. Ο μυστικιστής πατέρας ήθελε να δώσει στο γιο του τη γνώση που οδηγεί τον άνθρωπο στη βαθύτερη γνώση του κόσμου, τη τελεολογία του. Ήθελε να μυηθεί το βασιλόπουλο στην εσώτερη μυστηριακή γνώση, προνόμιο των λίγων, αλλά ανήσυχων κι εκλεκτών ανθρώπων, που προχωρούν στην πνευματική ατραπό πιο γρήγορα, και διάλεξε τον Αριστοτέλη, τον φιλόσοφο από τα Στάγειρα, που είχε διακριθεί πλάι στον Πλάτωνα στην Ακαδημία των Αθηνών.
Λέγεται πως ο Φίλιππος, ευθύς μόλις γεννήθηκε ο γιος του, τον αναζήτησε γράφοντάς του: «Μάθε πως απόχτησα γιο. Και πιο πολλή χρωστάω χάρη στους θεούς που γεννήθηκε στα χρόνια σου, γιατί σκέφτομαι πως καθώς εσύ θα τον μορφώσεις και θα τον διδάξεις, άξιος θα μου γίνει και ικανός διάδοχος. ΄Ελα να τον διδάξεις για να αποφύγει στη ζωή του τα άτοπα που έκανα εγώ από άγνοια.». Σε ένδειξη εκτίμησης, ο Φίλιππος ξανάχτισε τα Στάγειρα που τα είχε καταστρέψει ο ίδιος πριν εννιά χρόνια και όρισε την νομοθεσία για την διοίκηση της γενέθλιας πόλης του να τη συντάξει ο ίδιος ο Αριστοτέλης.».
Στη Μίεζα, που ήταν και το Νυμφαίο, δηλ. το άλσος των Νυμφών (κοντά στη Νάουσα), υπήρχε ένα εξοχικό παλάτι. Σ’ αυτό τον ωραιότατο τόπο για τις ήρεμες και ειρηνικές σπουδές, δημιουργήθηκε η Σχολή όπου ο Αλέξανδρος πήρε τη μόρφωσή του.
Γύρω από τον Αριστοτέλη σχηματίστηκε ένας κύκλος μαθητών, που είχαν κριθεί από τον Φίλιππο άξιοι να συμμεριστούν την παιδεία και τη μαθητική ζωή του Αλέξανδρου. Ήσαν παιδιά ευγενών Μακεδονικών οικογενειών, καθώς και ηγεμόνων γειτονικών περιοχών, απ’ όπου προέκυψαν οι συνεργάτες του Αλέξανδρου, οι οποίοι τον συντρόφεψαν και τον βοήθησαν αργότερα στις εκστρατείες του και στο εκπολιτιστικό του έργο. Ήταν ο Κλείτος και οι γιοι του ένδοξου στρατηγού Παρμενίωνα, ο Φιλώτας, ο Νικάνορας και ο Έκτορας. Ήταν ο γιος του Αντίπατρου, ο Κάσσανδρος, ο κρητικής καταγωγής Νέαρχος, ο γιος του Λάγου ο Πτολεμαίος, ο Άρπαλος, ο μελλοντικός θησαυροφύλακας, ο Περδίκας και ο Ηφαιστείωνας.
Ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστείωνα αναπτύχθηκε τόσο στενή φιλία, που πίστεψαν και οι δυο τους πως ήσαν επανενσάρκωση του Αχιλλέα και του Πάτροκλου. Αυτή η αναφορά στην επανενσάρκωση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αλέξανδρος είχε λάβει από τους γονείς του τις αρχές του μυστικισμού και ήταν μυημένος στα αρχαία μυστήρια.
Ο έφηβος Αλέξανδρος διακρινόταν για τη σοβαρότητά του και διάβαζε με πάθος. Ήταν «φύσει φιλολόγος και φιλαναγνώστης» και η αγάπη του για την Ιλιάδα, αυτό το Ομηρικό έπος, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ένα αντίγραφό της, με ιδιόχειρη αφιέρωση του Αριστοτέλη, το είχε αδιάκοπα μαζί του σε όλες τις εκστρατείες κι όταν κοιμόταν το φύλαγε μαζί μ’ ένα εγχειρίδιο (μαχαίρι) κάτω από το προσκεφάλι του. Την Ιλιάδα αγαπούσε, κατά τον Πλούταρχο, ως «πολεμικής αρετής εφόδιον». Όταν ήταν στα βάθη της Ασίας ο φίλος του Άρπαλος, γνωρίζοντας τις προτιμήσεις του, του έστελνε τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Ο μεγάλος φιλόσοφος- δάσκαλός του τον οδήγησε και προς τις φυσικές επιστήμες, ακόμη και προς την ιατρική, αλλά προπάντων προς τη Ηθική και την Πολιτική, γράφοντας γι’ αυτόν την πραγματεία του “Περί βασιλέως”. Και όπως μας γράφει ο Πλούταρχος και ο Αρριανός : «Φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δεν διδάχθηκε μόνο την Ηθική και την Πολιτική επιστήμη, αλλά και τις απόρρητες και βαθύτερες διδασκαλίες που οι άνδρες τις αποκαλούσαν ακροαματικές και εποπτικές και δεν τις διέδιδαν σε πολλούς. » Από το Αριστοτέλη είναι που αποκτά γνώσεις Ιατρικής, έτσι ώστε να θεραπεύει τους φίλους του όταν αρρώσταιναν και να γράφει συνταγές για θεραπεία και δίαιτα. Ο Αριστοτέλης, ο κυρίαρχος του νου, μόρφωσε τον ένδοξο αργότερα κυρίαρχο του κόσμου, και γι’ αυτό ο μεγάλος μαθητής έλεγε για τον μεγάλο δάσκαλό του: «Στον πατέρα μου οφείλω το “ζειν”, ενώ στον δάσκαλό μου το “ευ ζειν”». Πιθανόν κατά τη διάρκεια της μαθητείας του κοντά στον Αριστοτέλη, να συνέλαβε λεπτομερειακά ο Αλέξανδρος τη Μεγάλη Ιδέα, που η πραγματοποίησή της θα γινόταν το έργο της σύντομης ζωής του, την κατάκτηση του τότε γνωστού κόσμου, την ίδρυση ελληνικών πόλεων σ’ αυτά τα μέρη και τη διάδοση του Ελληνικού πανανθρώπινου πολιτισμού.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο απέραντος θαυμασμός που έτρεφε ο Αλέξανδρος για τον Κυνικό Φιλόσοφο Διογένη. Όταν ο Αλέξανδρος πήγε στην Αθήνα, επισκέφτηκε τον Διογένη, ο οποίος ζούσε σε ένα πιθάρι. Γεμάτος θαυμασμό για την ζωή και το έργο του "ανορθόδοξου" φιλοσόφου, ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι μπορεί να κάνει για να τον βοηθήσει. Ο Διογένης του αποκρίθηκε: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο». Τέτοιος ήταν ο θαυμασμός του μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον κυνικό φιλόσοφο, που συχνά έλεγε: «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης». Και πάλι από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι : «..Το σχήμα του σώματός του το φανερώνουν προπάντων οι ανδριάντες του Λυσίππου, από τον οποίο και μόνον είχε ο ίδιος την αξίωση να γίνονται οι γλυπτές εικόνες του. Γιατί ο τεχνίτης αυτός διατήρησε με ακρίβεια όσα αργότερα μιμήθηκαν πολλοί από τους διαδόχους και τους φίλους του, δηλαδή την ανάταση του αυχένα που έκλινε ελαφρά προς τα αριστερά και την υγρότητα των ματιών του…Ήταν άσπρος, όπως λένε, και η λευκότητά του κοκκίνιζε στο στήθος προπάντων και στο πρόσωπο… το δέρμα του μύριζε γλυκύτατα και η σάρκα του είχε τέτοια ευωδιά, ώστε γέμιζαν μ΄ αυτήν οι χιτώνες του…. η κράση του σώματός του ήταν θερμή και φλογερή κι αυτή η θερμότητα τον έκανε επιρρεπή στο ποτό και οξύθυμο…. Κι ενώ ήταν παιδί ακόμα διαφαινόταν η σωφροσύνη του. Γιατί παρόλο που σ΄ όλα τα άλλα ήταν ορμητικός, στις σωματικές ηδονές ήταν δυσκίνητος και τις δοκίμαζε με πολλή ημερότητα, και η φιλοτιμία του παρά τη ηλικία του έδειχνε σπουδαίο και μεγαλόψυχο φρόνημα. Γιατί δεν αγαπούσε το καθετί και κάθε είδους δόξα όπως ο Φίλιππος, αλλά σ΄ αυτούς που δοκίμαζαν να τον ρωτήσουν αν θα ήθελε να αγωνισθεί στην Ολυμπία σε αγώνα δρόμου, γιατί ήταν ταχύτατος στα πόδια, είπε:” Ναι, αν επρόκειτο να έχω βασιλείς ανταγωνιστές”…. Κάποτε φιλοξενούσε τους πρέσβεις του βασιλιά των Περσών , ενώ ο Φίλιππος έλειπε. Αφού λοιπόν απόχτησε οικειότητα μαζί τους, τόσο πολύ τους μάγεψε με τη φιλοφροσύνη του και με το ότι δεν τους έκανε καμιά παιδαριώδη ή ασήμαντη ερώτηση, αλλά ενδιαφερόταν να μάθει τα μήκη των δρόμων και τον τρόπο οδοιπορίας προς τα βάθη της Ασίας και για τον Πέρση βασιλιά, πώς φερόταν στους πολέμους και ποια ήταν η ευψυχία και η δύναμη των Περσών. ΄Ετσι κι εκείνοι που θαύμαζαν τη λεγόμενη δεινότητα του Φιλίππου, τη θεωρούσαν ένα μηδέν μπροστά στου παιδιού την ορμή και τη μεγαλοφροσύνη. Κάθε φορά λοιπόν που ερχόταν μια αγγελία ότι ο Φίλιππος ή κυρίεψε μια ένδοξη πόλη ή κέρδισε κάποια περιβόητη νίκη σε μάχη, δεν έδειχνε πολύ χαρούμενος ο Αλέξανδρος, όταν τα άκουγε όλα αυτά, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του:” Παιδιά, ο πατέρας μου θα τα κυριέψει όλα και κανένα μεγάλο και λαμπρό έργο δε θα αφήσει να κατορθώσω μαζί σας”. Γιατί δεν επιθυμούσε τόσο ηδονή και πλούτο, αλλά αρετή και δόξα, και νόμιζε ότι όσο περισσότερα πάρει από τον πατέρα του, τόσα λιγότερα θα κατορθώσει με τις δικές του δυνάμεις. Γι αυτό όσο σπουδαιότερα γίνονταν τα πράγματα, νομίζοντας ότι ο πατέρας του εξαντλούσε τα κατορθώματα, ήθελε να παραλάβει μια εξουσία που να μην έχει χρήματα , πολυτέλεια και απολαύσεις, αλλά αγώνες και πολέμους και φιλοτιμίες…… Όταν έφεραν από τη Θεσσαλία τον Βουκεφάλα για να τον πουλήσουν στο Φίλιππο στην τιμή των 13 ταλάντων, κατέβηκαν όλοι στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο, που φαινόταν ατίθασο και δε δεχόταν κανέναν αναβάτη. Δυσαρεστήθηκε λοιπόν ο Φίλιππος και διέταξε να το οδηγήσουν μακριά ως άγριο και αδάμαστο. Ο Αλέξανδρος όμως που ήταν παρών είπε:” Τι θαυμάσιο άλογο χάνουν, γιατί από απειρία και έλλειψη υπομονής δεν μπορούν να το χειραγωγήσουν. Αυτό το άλογο μπορώ να το χειραγωγήσω καλύτερα από τον καθένα.” “Κι αν δε το χειραγωγήσεις, ποια ποινή θα πληρώσεις για την αυθάδειά σου “, τον ρώτησε ο Φίλιππος. “Εγώ, είπε ο Αλέξανδρος, μα το Δία, θα πληρώσω την τιμή του αλόγου “και όλοι γέλασαν. Τότε εκείνος αφού το παρατήρησε λίγο στον καλπασμό του και το χάιδεψε, μόλις το είδε να είναι γεμάτο από ψυχή και ορμή, πέταξε κάτω ήσυχα- ήσυχα τη χλαμύδα του και με ένα σάλτο κάθισε πάνω στη ράχη του με ασφάλεια, μάζεψε λίγο τα ηνία και έσφιξε το χαλινάρι, χωρίς να το χτυπήσει ούτε να το τρυπήσει με τα σπιρούνια. Κι όταν είδε ότι το άλογο σταμάτησε να αγριεύει και ήταν πρόθυμο να τρέξει, το άφησε και το οδηγούσε πια με δυνατότερη φωνή και το χτυπούσε με τα πόδια. Κι όταν έκανε στροφή και γύρισε πίσω σοβαρός και γεμάτος χαρά όλοι ξέσπασαν σε αλαλαγμούς. Και ο πατέρας του δάκρυσε λίγο από τη χαρά του, τον φίλησε στο κεφάλι και είπε:” Παιδί μου ζήτησε για τον εαυτό σου βασιλεία αντάξιά σου , γιατί η Μακεδονία δε σε χωράει”….» Στα 16 του, ο Αλέξανδρος ορίστηκε αντιβασιλέας και στα 17 του νίκησε στη Χαιρώνεια τον Αθηναϊκό στρατό και τον "Ιερό Λόχο" των Θηβαίων. Στα πρότυπα του "Ιερού Λόχου" οργανώθηκε το πεζικό του Φιλίππου και αργότερα του Αλέξανδρου στην " Μακεδονική Φάλαγγα", ένα εξαιρετικά γυμνασμένο στρατιωτικό τμήμα, αποτελούμενο από 8 σειρές των 8 ανδρών με όπλο τους τις "Σάρισσες", ακόντια μήκους 6 μέτρων. Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση Θρακών. Κατά την μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του.
Στα 337 π.Χ., ο Φίλιππος χώρισε την Ολυμπιάδα και μνηστεύτηκε την όμορφη Κλεοπάτρα. Αυτό προκάλεσε αναστάτωση στις μέχρι τότε αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του και ανάγκασε τον νεαρό να αυτοεξοριστεί στην Ήπειρο μαζί με την μητέρα του. Μετά από ένα χρόνο πατέρας και γιος συμφιλιώθηκαν, αλλά ο Φίλιππος την ημέρα του γάμου του με την Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε.
(…Συνεχίζεται..)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου