Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Χριστός γεννάται σήμερον…


[[ δαμ-ων ]]

Ακούσαμε τα παιδιά χθες να ψάλλουν στα κάλαντα:

« Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.»

Για τη γέννηση αυτή, ο μαθητής, ον ηγάπα ο Χριστός, έγραψε: «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και θεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας.»
Ξεφυλλίζω το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη “Αναφορά στον Γκρέκο” και τραβάει την προσοχή μου το παρακάτω απόσπασμα:
[[ Κοίταζα στο γλυκό φως του καντηλιού την ασκητικιά αντρίκεια μορφή του Χριστού, ξέκρινα τα κοντυλένια χέρια του που κρατούσαν σφιχτά τον κόσμο και δεν τον άφηναν να πέσει στο χάος κι ήξερα πως, απάνω στη γης, όσο ζούμε, τούτος δεν είναι το λιμάνι όπου αράζεις, είναι το λιμάνι απ’ όπου ξεκινάς, ξανοίγεσαι σε άγρια τρικυμισμένη θάλασσα και μάχεσαι ολοζωής ν’ αράξεις στο Θεό. Δεν είναι ο Χριστός το τέλος, είναι η αρχή• δεν είναι το «Καλώς όρισες!», είναι το «Καλό ταξίδι!». Δεν κάθεται αναπαμένος σε μαλακά σύννεφα, θαλασσοδέρνεται κι αυτός μαζί μας, με τα μάτια στυλωμένα ψηλά στο βορράστρι και κρατάει τα τιμόνι. Γι’ αυτό μου αρέσει, γι’ αυτό πάω μαζί του.
Ό,τι απάνω απ’ όλα με γοήτευε και μου ‘δινε κουράγιο ήταν πως ο άνθρωπος που βρίσκουνταν μέσα στο Χριστό ξεκίνησε, με τι παλικαριά κι αγώνα, με πόση παράφορη ελπίδα, να φτάσει στο Θεό, να σμίξει μαζί του, να γίνουν αξεδιάλυτα ένα. Άλλος δρόμος να φτάσεις στο Θεό δεν υπάρχει• ετούτος μονάχα: να μάχεσαι, ακολουθώντας τα αιματωμένα χνάρια του Χριστού, να μετουσιώνεις τον άνθρωπο μέσα σου, να γίνει πνέμα, να σμίξει με το Θεό.
Η δυαδική αυτή υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ ανεξερεύνητο μυστήριο• η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό- ή, πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του. Η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.
Από τη νεότητά μου, η πρωταρχική αγωνία μου, απ’ όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυτη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και τη σάρκα.
Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμεις του Πονηρού• μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμεις του Θεού• κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα, όπου οι δυο ετούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.
Αγωνία μεγάλη• αγαπούσα το σώμα μου και δεν ήθελα να χαθεί• αγαπούσα την ψυχή μου και δεν ήθελα να ξεπέσει• μάχουμουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμεις, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.
Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα• να γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο• σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη του Θεού κι ανθρώπου και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν’ αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα• βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

Η συνέχεια >> εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: