Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Παναγιά, η μάνα του Χριστού μας


[[ δαμ-ων ]]

Μπήκαμε στη βδομάδα των Χριστουγέννων. Το μαρτυρούν πρώτ’ απ’ όλα οι αισθήσεις. Η αίσθηση της όρασης με το στολισμό και τα φώτα σπιτιών και δέντρων στις αυλές. Η αίσθηση της όσφρησης με τη γαργαλιστική ευωδιά από μελομακάρονα και δίπλες. Σε κάποια σπίτια η στριγκλιά φωνή από γουρουνόπουλα, που θυσιάζονται στο βωμό για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Τα παιδιά θα μας πουν τα κάλαντα για τη γέννηση του Χριστού και τη μάνα του την κερά-Παναγιά. Στην Παναγιά μας σήμερα θα αφιερώσω λίγες αράδες από ανάκατα γράμματα, σαν να της άναβα ένα κερί.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο ( άγνωστο στους περισσότερους) του Ν. Καζαντζάκη με τίτλο “Συμπόσιον” :
[[ Όταν μπήκα στη σκοτεινή εκκλησία, ανετρίχιασα: ήτανε γιομάτη αγίους, αγγέλους, πέτρινα περιστέρια στα κεφαλοκόλονα και κισσούς και κεφάλια κριαριών και κλήματα με χοντρά σταφύλια. Τρεμάμενος προσκύνησα το εξαίσιο θαματουργό κόνισμα της Παναγιάς της Πορταΐτισσας, που το φέραν αγγέλοι αναβαστώντας το απάνου απ’ το κύμα, κι όλο το πέλαο σιγούσε, με τρόμο φιλώντας τα πόδια της Κεράς του, κι ,ένιωσα να κυκλώνουμαι από αόρατες παρουσίες και να γλιστρούν απ’ το θόλο και να με αγγίζουν ψαχουλεύοντας τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.
Κι ανάμεσα στη σκοτεινιά, τεράστια, γλυκύτατα εφέγγαν τα μάτια της Πορταΐτισσας και το στρογγυλό της, σαν της Ήρας, ρωμαλέο πηγούνι.
Γλυκοφιλούσα, Κερά της Θάλασσας, της είπα, ω Καρδιά ανθρώπινη που χάρισες εκείνον που ουρανός και γης δεν τον χωρούν, ω Πράξη που γαληνά αναβαίνοντας το Όρος της Σιωπής αγγίζεις την κορφή της θεότητας, ω Μάνα, που κάρπισες το σαπημένο δέντρο της ζωής κι υπόταξες το θάμα, ήρθα στο περιβόλι σου, χτυπώ τη θύρα του σπιτιού σου κι είμαι όλος ένα κρίνο ευαγγελικό, κλειστό και καταπόρφυρο, σα δόρατο στα χέρια σου, Αμαζόνα.
Κερά πηγή, άσε ν’ ακουμπήσω τις απαλάμες μου στις γυαλιστερές πέτρες, να πιώ το αθάνατο νερό, ν’ ανοίξουν τα κόκαλά μου, σα γιασεμόκλωνα. Και να χαρώ το μελαψό μου πρόσωπο να φεγγρίζει εφτακάθαρο κι ασάλευτο στη γαληνή της Αιωνιότητας, γιατί δεν είσαι Εσύ, αναφωνούσα, η Μάνα μόνο που παρηγοράει και κλαίει. Οι καλογέροι στα τροπάριά τους σε κράζουν Ρόδο και Μήλο, Αυγή και Σύννεφο, Κλήμα, Κοχύλι, Δροσούλα, και Παστάδα. Μα δε σε φτάνουν. Πώς να σε πουν για να σ’ αγγίξουν, Κερά μου; Θάλασσα σε κράζουν τώρα, Λουτρό, Δαμάλα, πόρτα κι Αυλή, Ποταμό, Βροντή, Πύργο, Παλάτι, Κροντήρι κι Ευωχία.
Μα εσύ είσαι η Στρατηγίνα της ράτσας μου, η Οδηγήτρα του Γένους των Ελλήνων, η Παντάνασσα ψυχή της Ρωμιοσύνης!

H συνέχεια εδώ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Λίγες πληροφορίες για την Παναγιά την Πορταΐτισσα:
Τον 9ο αιώνα, όταν βασιλιάς ήταν ο Θεόφιλος ο εικονομάχος, είχε
ξεσπάσει μεγάλος διωγμός κατά των Ιερών εικόνων και κατά των
Χριστιανών που τις προσκυνούσαν. Τον καιρό εκείνο ζούσε στα μέρη
της Νικαίας μια ευσεβής χήρα η οποία είχε ένα μονάκριβο γιο. Η
γυναίκα φύλαγε και τιμούσε μια εικόνα της Παναγίας σε ιδιωτικό
παρεκκλήσι. Οι στρατιώτες του βασιλιά, σε έλεγχο που έκαναν
ανακάλυψαν την ιερή εικόνα και προτίμησαν να μην εκτελέσουν
αμέσως το διάταγμα περί εικόνων, αλλά να εκβιάσουν την πλούσια
κάτοχο της, δίνοντας της διορία να συγκεντρώσει χρήματα. Στο
διάστημα αυτό η χήρα και ο γιος της έκαναν δέηση στην Παναγία και
την παρακάλεσαν να διαφυλάξει την εικόνα της. Έπειτα μετέφεραν
την εικόνα στη θάλασσα και την έβαλαν στα κύματα, για να μην
βεβηλωθεί από τους εικονομάχους. Έκπληκτοι είδαν την εικόνα να
προχωρεί όρθια πάνω στα κύματα, προς τα δυτικά ενώ ο γιος της
χήρας ακολουθώντας την συμβουλή της φεύγει κι αυτός προς τα
δυτικά, πηγαίνει στο Άγιο Όρος και στη μονή Ιβήρων γίνεται
μοναχός. Μετά το θάνατό του, ένα βράδυ του έτους 1004, είδαν οι
μοναχοί της μονής πάνω στη θάλασσα ένα πύρινο στύλο που έφτανε
ως τον ουρανό. Το όραμα διαρκεί μέρες και τότε οι μοναχοί βλέπουν
στο τέλος του στύλου, μια εικόνα να πλέει όρθια στα κύματα.
Κάνουν δέηση στην Θεοτόκο να τους δώσει την εικόνα και εκείνη
εμφανίζεται στον αναχωρητή Γαβριήλ. Του λέει να περπατήσει στα
κύματα, να πάρει την εικόνα και να την δώσει στον ηγούμενο και
στους μοναχούς της μονής, όπως και έγινε. Οι μοναχοί μερόνυχτα
ευχαριστούσαν την Παναγία για την μεγάλη τιμή που τους έκανε.
Τοποθέτησαν την εικόνα στο ναό όμως κατ΄ επανάληψη η εικόνα
εξαφανιζόταν από αυτόν και βρισκόταν τοποθετημένη εσωτερικά
πάνω από την πύλη της μονής. Η Παναγία πληροφόρησε σε όραμα
τον Όσιο Γέροντα Γαβριήλ, ότι αυτή είναι η θέση που διάλεξε μόνη
της για να φυλάγει αυτή τους μοναχούς και όχι να φυλάγεται απ’
αυτούς. Οι Μοναχοί έκλεισαν την πύλη της Μονής, έκτισαν
καινούρια, μεγαλοπρεπή και κοντά στην παλαιά πύλη της Μονής
έκτισαν παρεκκλήσιο, όπου μετέφεραν τη θαυματουργή εικόνα της
«Πορταΐτισσας». Μέχρι σήμερα η παρουσία της στη μονή και στο Άγιο Όρος θεωρείται εγγύηση για την προστασία του Αγιορείτικου
Μοναχισμού από την Θεοτόκο.