
[[ δαμ-ων ]]
Χρόνους πολλούς πριν να ξεσπάσει το κακό στη χώρα, κάμανε μυστική σύναξη αυτοί με την πέτρινη καρδιά που κατέχουν μοναχά από αριθμούς και κέρδη. Βγάλανε απόφαση πως τα κέρδη ήσαν λιγοστά κι έπρεπε μεμιάς να τα αυγατήσουν. Λαοί προβάτων πάντα υπήρξαν, έτοιμοι να φάνε κάθε είδους κουτόχορτο που τους βάζανε στις δημόσιες ταΐστρες. Το ίδιο και μπιστικοί με το μαχαίρι στο στόμα, έτοιμοι να πράξουν τα πρεπούμενα μόλις τους προστάζανε τα μεγάλα αφεντικά, αρκεί να τους δώσουν το ραβδί της εξουσίας και λίγο μάλαμα στη φούχτα .
Στη σύναξη πήρε το λόγο ο μεγάλος μακελάρης με τα χοντρά ματογυάλια, που ‘χε το σόι από τους εκλεκτούς του Σιναΐτη Γιεχωβά.
- Ένα κοπάδι, είπε, είναι παράξενο. Έχει αίμα αλλιώτικο, αψύ, και στο κρανίο σκέψεις αντάρτικες, που άλλα κοπάδια δεν τις κατέχουν. Πιστεύουν σε κάτι αλλόκοτο, που το ονομάζουν ελευθερία. Στα χαλάσματα του μαντριού του τα παλιά χρόνια ξεπήδησε κάτι επικίνδυνο, που το λένε δημοκρατία. Από αυτό το κοπάδι να αρχίσουμε τον αφανισμό.
Χρόνους πολλούς πριν, πάνω στο τραπέζι απλώσανε τα σχέδια του αφανισμού. Δε χρειάστηκε χρόνος πολύς για να βρουν πρόθυμους εκτελεστές. Τα αργύρια να ‘σαν καλά. Αυτά μπόρεσαν να στήσουν στο σταυρό εκείνον οπού ‘λεγε πως ήταν βασιλιάς του ουρανού και μιλούσε για αγάπη.
Αγάπη: τι παράξενη λέξη. Ποτές δεν την ένιωσε η πέτρινη καρδιά τους…
Δε θα μπορούσανε, τάχατες, να εξαγοράσουν μια δράκα ανθρώπων; Κάμποσους από δαύτους, αυτοί τους δασκαλέψανε στα σχολειά των εκλεκτών, οπού ετοιμάζανε τους πρόθυμους μπιστικούς για όλη την οικουμένη. Σε τούτη δω τη χώρα, εξάλλου, πάντα υπήρχαν Εφιάλτες και μηδίσαντες.
Η συνέχεια >> εδώ
2 σχόλια:
ΑΥΤΟΣ ειναι
ο παντοτε αφανης δικος μας Ιουδας !
Θυρες επτα τον καλυπτουνε
και στρατιες επτα παχυνονται στην διακονια του.
Μηχανες αερος τον απαγουνε
και βαρυν απο γουνα και ταρταρουγα,
στα Ηλυσια μεσα και στους Λευκους Οικους τον αποθετουνε.
Και γλωσσα καμια δεν εχει, επειδη ολες δικες του -
Και καμια γυναικα, επειδη ολες δικες του -
Ο Παντοδυναμος !
Θαυμαζουν οι αφελεις
και σιμα στη λαμψη του κρυσταλλου χαμογελουν οι μαυροφορεμενοι,
και σκιρτουν των αντρων του Λυκαβητου
οι ημιγυμνες τιγρισσες !
Αλλα πορος κανεις για να περασει ο ηλιος τη φημη του στο μελλον,
Και ημερα Κρισεως καμια, επειδη
εμεις αδελφοι, εμεις η μερα της Κρισεως
και δικο μας το χερι που θ' αποθεωθει -
καταπροσωπο ριχνοντας τα αργυρια !
Το πολύ ωραίο απόσπασμα από το "Άξιον εστί" του Οδ. Ελύτη, που χρησιμοποίησα εγώ ο ανάξιος γραφιάς, για να γράψω τις αράδες που διαβάσατε, αν τις διαβάσατε, σχολιάζοντας όσα γίνηκαν στις μέρες μας, πριν δέκα μέρες.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και τρεις φορες με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει: μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.
Δημοσίευση σχολίου