Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Tα παιδιά και οι έγγονοι του Κάδμου


[[ δαμ-ων ]]

Δ΄, Α υ τ ο ν ό η - Α κ τ α ί ω ν

Ο Μύθος
Η τέταρτη αδελφή, η Αυτονόη, παντρεύτηκε τον Αρισταίο (*1). Ο γιος που απέκτησαν, ο Ακταίων, ήταν ο ονομαστός κυνηγός, ο οποίος χάθηκε άδικα τιμωρημένος από την Άρτεμη.
Λένε, πως ήταν κι αυτή μια από τις μαινάδες, που κατακρεούργησαν τον Πενθέα.
Μη μπορώντας να αντέξει τον πρόωρο κι άδικο θάνατο του γιου της, άφησε τη Θήβα και κατέφυγε στην Ερένεια της Μεγαρίδας, όπου και πέθανε. Σε κατοπινούς χρόνους έδειχναν εκεί τον τάφο της. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στην εποχή του υπήρχε μνημείο της.
Ο Ακταίων, ο γιος της Αυτονόης, είχε ανατραφεί στο Πήλιο από τον σοφό Κένταυρο Χείρωνα (*2), έχοντας εγκατασταθεί στη σπηλιά του. Ο Κένταυρος του έμαθε πολλά, αλλά κυρίως του έμαθε την τέχνη του δοξαριού κι έγινε εξαίρετος κυνηγός. Κανένα βράδυ δε γύρισε στο σπίτι με άδειο τον κυνηγητικό του σάκο. Αργότερα και μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. στον Κιθαιρώνα έδειχναν την ‘‘κοίτη του Ακταίονα’’, δηλαδή το βράχο, όπου κατά την παράδοση, έγερνε και κοιμόταν ο ξακουστός κυνηγός για να ξεκουραστεί.
Ο Ακταίονας είχε πενήντα λαγωνικά, για το οποία ήταν περήφανος. Το καθένα είχε το όνομά του όπως Χάροντας, Άρπυια, Παμφάγος, Τίγρης, Νεβροφόνος, Κόρακας, Λυκόττας, Λυγκεύς, Βαλίος, Σπαρτός, Ώμαγρος, Βορής κ.λ.π. Η φήμη του διαδόθηκε τόσο, που δεν άργησε να γίνει σύντροφος της ίδιας της θεάς του κυνηγιού, στα κυνήγια της.
Ένα καλοκαιριάτικο σούρουπο η θεά Άρτεμις, κουρασμένη από το ολοήμερο περπάτημα, έτυχε να αποτραβηχτεί σε μια ρεματιά, με πεντακάθαρα νερά, του Κιθαιρώνα για να δροσιστεί στα νερά της Παρθένιας πηγής της. Τα κρυσταλλένια της νερά αυλάκωναν μια ολάνθηστη κοιλάδα, με μύρια τόσα πετούμενα να τιτιβίζουν, πολύχρωμες πεταλούδες να προσθέτουν το χρώμα τους στο χρώμα των λουλουδιών και μέλισσες να βουίζουν πετώντας από λούλουδο σε λούλουδο αναζητώντας της φύσης το νέκταρ, όπου πλατάνια και μυρσίνες φύτρωναν τριγύρω από το ρέμα που το γάργαρο νερό πότιζε τη γη. Ορθόστηθα ξεπετιούνταν τα κυπαρίσσια, σαν πελώριες μαύρες σαΐτες και πιο πάνω άρχιζαν τα ελάτια να σκορπούν το άρωμά τους.
Κάπου έκαναν της πηγής τα νερά μια λιμνούλα, στολισμένη με ροδόλευκα νούφαρα. Εκεί σ’ ένα σκιερό πλάτανο, που τον κορμό του ζώναν δέκα λεβεντονιοί, κρέμασε η περθενοταγμένη κόρη της Λητώς το τόξο με τη σκληρή χορδή και τις σαΐτες, που ήσαν με τάξη βαλμένες σε φαρέτρα καμωμένη από ελαφοτόμαρο, ζωγραφισμένη με σκηνές του κυνηγιού. Οι συντρόφισσες Νύμφες (*3) τη βοήθησαν να βγάλει τα σαντάλια, της ‘δεσαν τα μαλλιά κι άρχισαν με τα κρινοδάχτυλά τους να ρίχνουν νερό στης θεάς την κεφαλή.
Όμως για κακή του τύχη πήγε και ο Ακταίονας να ποτίσει τα σκυλιά του κι έτσι, χωρίς να το θέλει, αντίκρισε για μια στιγμή τη θεά να λούζεται.
Υπάρχει θνητός άντρας, που είδε ποτέ θεά γυμνή και δεν το πλήρωσε, έστω κι αν δεν έφταιγε;
Τσιρίσματα από τις Νύμφες αντήχησαν στη ρεματιά, κάνοντας τα γλυκόλαλα αηδόνια να πάψουν το τραγούδι τους με το οποίο υμνούσαν τα κάλλη της θεάς, κι ευθύς κύκλο έκαμαν για να κρύψουν τη γύμνια της σαϊτορίχτρας παρθενοκόρης.

Η συνέχεια >>> εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: