Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Οιδίποδας: τα παιδικά και νεανικά χρόνια

[[ δαμ-ων ]]

Α. Ο Μύθος:
O Λάιος, σαν ήρθε στην πατρίδα του τη Θήβα για να βασιλέψει, πήρε για γυναίκα του την Ιοκάστη, την κόρη του Μενοικέα. Περνούσε όμως ο καιρός και παιδιά δεν έκαμαν. Γι’ αυτό ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών, που του φανέρωσε πως έπρεπε να εύχεται να μην αποκτήσει παιδιά, γιατί ο γιος του θα τον σκότωνε. Η Πυθία, αφού κάθισε στον τρίποδά της κι από τον γλυκό και μεθυστικό καπνό της δάφνης ήρθε σε έκσταση, του ’πε : « - « Mη σπείρεις κανένα παιδί ενάντια στη θέληση των θεών! Αν αποκτήσεις γιο , τότε θα δολοφονηθείς από το ίδιο σου το βλαστάρι κι όλο σου το σπίτι θα κυλιστεί στο αίμα. Γιατί έτσι θέλησε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, που κατένευσε στη φοβερή κατάρα του Πέλοπα, από τον οποίο άρπαξες τον αγαπημένο γιο. Τον είχε ικετέψει το κρίμα να πέσει επάνω σου ».
Μπροστά στο φόβο του θανάτου, αποφάσισε να μην αποκτήσει παιδιά. Μα η μοίρα σκληρό παιγνίδι του’ παιξε. Ένα βράδυ παρασύρθηκε από το θεϊκό ποτό του Διόνυσου και πάνω στο γλέντι μέθυσε. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν από την επιθυμία να χαρεί το κορμί της ανέγγικτης γυναίκας του. Μια φούντωση τον συνεπήρε και τρικλίζοντας έφτασε στο κρεβάτι, όπου κοιμόταν η γυναίκα του. Σαν είδε το χυτό κορμί της κάτω από το αραχνοΰφαντο νυχτικό, όρμησε μουγκρίζοντας από τον πόθο κι έσμιξε μαζί της.
Όταν ξύπνησε το πρωί, κι αντίκρισε γυμνή δίπλα του την διψασμένη για έρωτα Ιοκάστη να κοιμάται με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, κατάλαβε το λάθος του. Μα δε μπορούσε να κάνει πια τίποτα. Από τότε μια ιδέα στροβίλιζε στο μυαλό του, να απαλλαγεί από τον καρπό της μεθυσμένης του πράξης.
Πέρασαν οι μήνες κι ήρθε η μέρα της γέννας, όπου η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο αγοράκι. Σαν έμαθε ο βασιλιάς πως απόκτησε γιο, έβαλε μπροστά το καταχθόνιο σχέδιό του.
Κάλεσε κοντά του τον πιο πιστό από τους βοσκούς, που του φύλαγαν τα κοπάδια με τα ζωηρά γίδια και τα πράα πρόβατα, τον Εύφορβο, και του έδωσε το νεογέννητο, που είχε πλαντάξει από το κλάμα, γιατί ο κακόψυχος πατέρας του είχε τρυπήσει τους αστραγάλους κι είχε περάσει στα πόδια του χρυσούς χαλκάδες για να τα δέσει. Τον πρόσταξε να πάει κρυφά στο δάσος στον Κιθαιρώνα, κοντά στο ιερό άλσος της Ήρας, όπου στο πιο απόμακρο μέρος να αφήσει το παιδί για να το φάνε τα αγρίμια ή να πεθάνει από την πείνα και το κρύο.
Για κακή του τύχη όμως, και γιατί οι θεοί δε συγχωρούν το άδικο, έπεσε σε πονόψυχο άνθρωπο, που δεν κράταγε η καρδιά του να αφήσει τον μικρό να αφανιστεί. Σαν έφτασε στο δάσος σκεφτικός για το τι θα απογίνει το βασιλόπουλο, άκουσε οχλοβοή από βοσκούς αλόγων και χλιμιντρίσματα. Μεμιάς άστραψε το πρόσωπό του, γιατί αναγνώρισε τους αλογοβοσκούς του Πόλυβου, βασιλιά της Κορίνθου. Τους έπεισε να πάρουν μαζί τους τον μικρό, χωρίς φυσικά να τους φανερώσει ποιος ήταν. Μετά γύρισε στον βασιλιά του λέγοντας ψέματα πως τάχα εκτέλεσε την προσταγή του.

Η συνέχεια >> εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: