[[ δαμ-ων ]]
Πόσο ωραία και πόσο διδακτικά είναι τα παραμύθια! Δεν ευχαριστούν μόνο τα παιδιά. Μπορούν να δώσουν μηνύματα και στους μεγάλους. Μόνον που οι μεγάλοι θα πρέπει να λαδώσουν τα γρανάζια της σκέψης για να κάνουν μετά την ανάγνωση του παραμυθιού τους κατάλληλους συνειρμούς και να πάνε το παραμύθι πιο πέρα. Να τραβήξουν τις βαριές βελούδινες κουρτίνες του μυαλού και να δουν πίσω απ’ αυτές. Και όχι μόνο να δουν, αλλά και να ερμηνεύσουν. Να αναγάγουν το διαχρονικό περιεχόμενο του παραμυθιού στο παρόν και να το συσχετίσουν με τα τωρινά γεγονότα.
Σήμερα θα χρησιμοποιήσουμε σαν αφορμή ένα πολύ γνωστό παραμύθι του Hans Christian Andersen. Μετά θα το συνδέσουμε με την επικρατούσα πολιτική κατάσταση και την ελληνική πραγματικότητα, που τόσο μας πληγώνει:
[[ Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένας αυτοκράτορας στον οποίο άρεσαν τόσο πολύ οι καινούριες φορεσιές που ξόδευε όλα του τα χρήματα για να ντύνεται όμορφα. Το μοναδικό του ενδιαφέρον ήταν να πηγαίνει στα θέατρα με την άμαξά του και να επιδεικνύει τα καινούρια του ρούχα. Είχε διαφορετική στολή για κάθε ώρα της μέρας.
Μια μέρα ήρθαν στο βασίλειο δύο απατεώνες. Είπαν ότι ήταν υφαντές και ράφτες, υποστηρίζοντας πως ήξεραν να φτιάχνουν τα καλύτερα ρούχα που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δεν ήταν μόνο υπέροχα τα σχέδια και τα χρώματα, που δούλευαν αλλά υποστήριξαν πως γνώριζαν έναν τρόπο να κατασκευάζουν ένα ύφασμα που είχε την εκπληκτική ιδιότητα να είναι αόρατο σε όποιον ήταν ανεπαρκής ή ηλίθιος.
«Θα ήταν υπέροχο να είχα ρούχα φτιαγμένα από τέτοιο ύφασμα» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. «Έτσι θα γνώριζα ποιοι από τους υπηκόους μου δεν ταιριάζουν στις θέσεις τους και θα ξεχώριζα τους έξυπνους από τους ανόητους». Έτσι αμέσως έδωσε στους δύο απατεώνες ένα μεγάλο ποσόν για να του υφάνουν τη στολή του.
Έστησαν λοιπόν τους αργαλειούς τους και άρχισαν να προσποιούνται ότι δουλεύουν, αν και δεν υπήρχε τίποτα απολύτως σ' αυτούς. Ζητούσαν το καλύτερο μετάξι και το αγνότερο χρυσάφι, και μόλις τους τα έδιναν αυτοί τα έκρυβαν, συνεχίζοντας να δουλεύουν στον άδειο αργαλειό, ακόμα και αργά τη νύχτα.
Μετά από κάμποσες μέρες ο αυτοκράτορας σκέφτηκε: «Θα στείλω τον πιστό μου πρωθυπουργό στους ράφτες. Είναι ο πιο κατάλληλος για να δει πως πάει η κατασκευή του υφάσματος. Είναι πολύ λογικός και κανείς άλλος δεν αξίζει περισσότερο από αυτόν τη θέση που κατέχει.»
Έτσι ο καλός γέρο -πρωθυπουργός, πήγε στην αίθουσα όπου οι δύο απατεώνες δούλευαν στους άδειους τους αργαλειούς. «Κύριε ελέησον!"» σκέφτηκε, γουρλώνοντας τα μάτια του. «Δεν βλέπω τίποτα!». Δεν τόλμησε όμως να το παραδεχτεί…
Η συνέχεια >>> εδώ …VAGIAblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου