[[ δαμ-ων ]]
Α΄. Ο Μύθος
Κάποια μέρα ο Διόνυσος καθόταν νωχελικά πάνω σ’ ένα βράχο σ’ ένα ακρωτήρι κι αγνάντευε τη θάλασσα. Έμοιαζε με νιο στην πρώτη του εφηβεία, όμορφο και δυνατό παλικαρόπουλο. Τα κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά στεφάνωναν την κεφαλή του κι ανέμιζαν στο δροσερό μαϊστράλι παίζοντας ναζιάρικα παιγνίδια χαϊδεύοντάς του το μέτωπο, ενώ ένας λαμπρός πορφυρός μανδύας σκέπαζε τους δυνατούς του ώμους. Κείνη την ώρα έτυχε να σχίζει τα νερά της θάλασσας, που λαμπύριζε κάτω από το φως του χρυσαφένιου ήλιου, ένα καράβι με Τυρρηνούς κουρσάρους. Η κακιά τους μοίρα το ’φερε, το ασκημένο μάτι τους να διακρίνει τα πολύτιμα πράματα κι ανθρώπους, να τον δουν στο αγνάντεμά του, και το πήραν για βασιλόπουλο. Αμέσως γνεύτηκαν μεταξύ τους για το αναπάντεχο θησαυρό, που τους έλαχε. Καθώς έστεκε ξεμοναχιασμένος, είχαν μπροστά τους μια καλή ευκαιρία να τον αρπάξουν και να ζητήσουν μπόλικα λύτρα από τον βασιλιά πατέρα του, για να τον δώσουν πίσω. Με νοήματα, χωρίς να χάσουν καιρό, μάϊναραν τα πανιά στα κατάρτια, πλεύρισαν στη στεριά και πηδώντας έξω πλησίασαν αθόρυβα, τον άρπαξαν με μεγάλη τους χαρά και τον μετέφεραν στο καράβι. Λέγανε πως θα ‘ταν γιοι κάποιου από τον Δία αγαπημένου βασιλιά και δοκίμασαν, για να μη τους ξεφύγει η πολύτιμη λεία, να τον δέσουν χειροπόδαρα με δεσμά που εξασφαλίζουν τον θησαυρό αλλά προκαλούν τον πόνο. Μα όσες φορές κι αν δοκίμασαν γερά για να τον δέσουν, τα σχοινιά γλιστρούσαν, λύνονταν και πετάγονταν μακριά του. Ο θεός δεν μιλούσε, αλλά παράμενε αδιάφορος χωρίς να φέρνει καμιάν αντίσταση, και τους κοιτούσε με τα μαύρα του λαμπερά μάτια Σαν είδε ο πλοηγός, από τη θέση του δίπλα στο περίτεχνα σκαλιστό τιμόνι, την μάταιη προσπάθεια των συντρόφων του, κατάλαβε πως ο αιχμάλωτός τους δεν ήταν θνητός, παρά κάποιος θεός με ανθρώπινη μορφή.
Η συνέχεια >>> VAGIAblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου