Από "Τάδε έφη: «SFIGGA»"
«Τούτους τους άλλους, τους ΄τρανούς΄ τι θα τους κάμετε; – Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους…»
Στο βιβλίο «Δοκιμές», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήναι 1981 «Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης» σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης:
-Στους καιρούς μας όπου ο αγώνας, το αίμα, ο πόνος και η δίψα της δικαιοσύνης απογυμνώνει τις ψυχές από τα πρόσκαιρα ναρκωτικά και τις φρεναπάτες· όπου ο άνθρωπος γυρεύει από τον άνθρωπο το καθαρό, το στέρεο και τη συμπάθεια -είναι σωστό να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους όπως ο Μακρυγιάννης. Ακούστε τον τι λέει:
«Κι όσα σημειώνω,τα σημειώνω,γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου».
Στα «Απομνημονεύματα», Bιβλίον Γ΄- Του Μακρυγιάννη και στο Kεφάλαιον πρώτον» διαβαζουμε:
« … - Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ΄ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι΄ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους, γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά κι εκείνοι οπού ΄ταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακονιαραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικιόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κι εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι ο Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη να ’χετε και ΄λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς.
Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κι ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κι έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις τ΄ Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί. Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις της Λεύκες. Μου λέγει ο Αϊντέκ: Τι μιλήσαμε οι δυο μας δι’ αυτούς τους στρατιωτικούς; – κι αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότ΄ είναι χαμένοι! Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς να πλησιάσουν. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ΄ρέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν – κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη. Τότε τους απάτησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται απόξω της Λεύκες. Ανάβουν της μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς. Κ΄ έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ Μπούζη διά να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη κι έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κ΄ εμείς τα 1821. Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ΄ οργή καθώς κι ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα. Μέλη της ΄πιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κι εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη διά ν΄ αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι΄ από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς.
Μου δίνουν κ΄ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ΄ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ΄ αλεύρι – ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ΄ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της ΄πιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα ότι:«Υπογράφω σαράντα πέντε οπού ΄λαβα. – Όχι, μου λέγει, ένα καράβι. – Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου».
Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου, με περικαλούνε οι Πρέσβες κι ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κ΄ ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα στ΄ αληθινά, και κρίμα ΄στους κόπους μας,• εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας…»
………………………………………………………………………………………
Τούτους τους άλλους, τους «τρανούς»-αυτούς που «επιθυμούν» διακαώς για «ιδίους» λόγους ή για την ικανοποίηση «μικρο-συμφερόντων», την εγκατάσταση των ΗΡΩΝ-ικών «θερμοεπενδύσεων» τι θα τους «κάμετε»;
Αυτονόητη και η απάντηση:
«–Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους»…
Κι αυτό είναι σχεδόν βέβαιο, μιας και η επιμόλυνση και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο Τηνερικό πεδίο θα είναι πολλαπλασιαστικές και επώδυνες, μόνο που κοντά στους πρωτεργάτες που θα πάρουν τα «γρόσια», θα «τελειώσουν» και θα «σβήσουν» και οι υπόλοιποι κάτοικοι…
Με ένα «καράβι σάπιο αλεύρι» ανά χείρας οι «Μπαυαρεζοαντιβασιλείς επενδυτές», ζητάνε από «κιοτήδες» στο παρασκήνιο, να «αργανιστούν» και να «τρατάρουν» τους κατοίκους, ζητάνε από αυτούς να τους «απατήσουν», ως οι νέοι «απόστολοι των απατεώνων» για ένα «φορτίο σάπιο αλεύρι»…
Οι «νοικοκυραίγοι» στον τόπο ας μην γίνουν οι αυριανοί «διακονιαραίγοι», απ΄ αυτούς υπάρχει η πατρίδα ετούτη, από τους καθημερινούς τίμιους «αγωνιστάς». Τους άλλους, τους «διαφταρμένους», που κάνουν συχνούς «εφύλιους πολέμους» και «φατρίες», δεν του έχει ανάγκη ο τόπος
Ας τόχουν υπόψη οι δημοτικοί άρχοντες και κυρίως νάχουν υπόψη ότι «ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΝ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΟΜΙΖΕΙΝ ΕΙ ΜΗΔΕΝΙ ΠΙΣΤΕΥΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΝΤΩΝ», δηλαδή ότι θεωρείται ως ευτυχής, ο άρχοντας εκείνος, ο οποίος δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα από αυτούς που τον περιβάλλουν... (Κλεόβουλος ο Ρόδιος , 6ος αι. π.χ.) . Μόλις δε κάνουν κάποιο σφάλμα, εύκολα ρίχνουν το φταίξιμο σε άλλους. Όπως όμως έλεγε και ο Πλούταρχος «εύκολα βρίσκεις το σφάλμα αλλά δύσκολα το διορθώνεις». Είναι εξάλλου και οι πρώτοι, που θα «εγκαταλείψουν» το έως εκείνη την στιγμή «αφεντικό» τους, μόλις αυτό χάνει την εξουσία και θα πάνε με τα «νέα αφεντικά». Λένε πάντα ότι νομίζουν ότι θέλει να ακούσει το αφεντικό τους, τον υμνούν, τον κολακεύουν και στο τέλος τον αποπροσανατολίζουν και χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που έχει γύρω του ένας πολιτικός, έλεγε ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα, Κεφάλαιο ΚΒ΄) «χαρακτηρίζουν» τον πολιτικό, οποία σύμπτωση!!!
Ο τόπος (μας) όμως δεν αντέχει τους «πολιτικάντηδες», τους «διαφταρμένους» και τους «εφύλιους» αλλά ούτε τους «Αγιντέκ», τους «Αρμαμπέρηδες», τους «Αντιβασιλείς και τους ΄Πασπιστές»…
Μόνον έτσι ίσως καταλάβουν τελικά, όσοι με «ιδεολογική αλαφρότητα» συνέπραξαν και συνέπτυξαν» συμμαχίες δημοτικές, χάριν της «πλειοψηφίας», ότι οι «νέοι κυβερνήται μας ίσως είναι ή αποδείχτηκαν χερότεροι» και κάνουν δικαίως τους πολλούς να «ελεεινολογούν» την πατρίδα –αναιτίως- και να λένε ότι ο «Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα στ΄ αληθινά»…
Όπως πίστευαν αρχικά οι «πρωτεργάτες» και αυτουργοί τέτοιων «πολιτικών κινήσεων» που «μετανοούν» τώρα αθρόως, μπροστά στη πλημμυρίδα των διαφαινομένων και επερχόμενων περιβαλλοντικών –τοπικών- δεινών, αν γίνουν οι «ΗΡΩΝ-ικοί» σχεδιασμοί πράξη…
Και τους πρέπει, κοντολογίς να αναρωτηθούν και (αυτο)κριτικά, με όσα γίνονται ή θρυλούνται: Μήπως «εβγιαστήκαν και την πήραν εις τον λαιμό τους την πατρίδα»;
«Τούτους τους άλλους, τους ΄τρανούς΄ τι θα τους κάμετε; – Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους…»
Στο βιβλίο «Δοκιμές», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήναι 1981 «Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης» σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης:
-Στους καιρούς μας όπου ο αγώνας, το αίμα, ο πόνος και η δίψα της δικαιοσύνης απογυμνώνει τις ψυχές από τα πρόσκαιρα ναρκωτικά και τις φρεναπάτες· όπου ο άνθρωπος γυρεύει από τον άνθρωπο το καθαρό, το στέρεο και τη συμπάθεια -είναι σωστό να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους όπως ο Μακρυγιάννης. Ακούστε τον τι λέει:
«Κι όσα σημειώνω,τα σημειώνω,γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου».
Στα «Απομνημονεύματα», Bιβλίον Γ΄- Του Μακρυγιάννη και στο Kεφάλαιον πρώτον» διαβαζουμε:
« … - Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ΄ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι΄ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους, γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά κι εκείνοι οπού ΄ταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακονιαραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικιόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κι εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι ο Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη να ’χετε και ΄λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς.
Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κι ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κι έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις τ΄ Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί. Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις της Λεύκες. Μου λέγει ο Αϊντέκ: Τι μιλήσαμε οι δυο μας δι’ αυτούς τους στρατιωτικούς; – κι αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότ΄ είναι χαμένοι! Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς να πλησιάσουν. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ΄ρέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν – κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη. Τότε τους απάτησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται απόξω της Λεύκες. Ανάβουν της μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς. Κ΄ έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ Μπούζη διά να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη κι έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κ΄ εμείς τα 1821. Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ΄ οργή καθώς κι ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα. Μέλη της ΄πιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κι εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη διά ν΄ αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι΄ από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς.
Μου δίνουν κ΄ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ΄ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ΄ αλεύρι – ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ΄ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της ΄πιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα ότι:«Υπογράφω σαράντα πέντε οπού ΄λαβα. – Όχι, μου λέγει, ένα καράβι. – Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου».
Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου, με περικαλούνε οι Πρέσβες κι ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κ΄ ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα στ΄ αληθινά, και κρίμα ΄στους κόπους μας,• εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας…»
………………………………………………………………………………………
Τούτους τους άλλους, τους «τρανούς»-αυτούς που «επιθυμούν» διακαώς για «ιδίους» λόγους ή για την ικανοποίηση «μικρο-συμφερόντων», την εγκατάσταση των ΗΡΩΝ-ικών «θερμοεπενδύσεων» τι θα τους «κάμετε»;
Αυτονόητη και η απάντηση:
«–Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους»…
Κι αυτό είναι σχεδόν βέβαιο, μιας και η επιμόλυνση και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο Τηνερικό πεδίο θα είναι πολλαπλασιαστικές και επώδυνες, μόνο που κοντά στους πρωτεργάτες που θα πάρουν τα «γρόσια», θα «τελειώσουν» και θα «σβήσουν» και οι υπόλοιποι κάτοικοι…
Με ένα «καράβι σάπιο αλεύρι» ανά χείρας οι «Μπαυαρεζοαντιβασιλείς επενδυτές», ζητάνε από «κιοτήδες» στο παρασκήνιο, να «αργανιστούν» και να «τρατάρουν» τους κατοίκους, ζητάνε από αυτούς να τους «απατήσουν», ως οι νέοι «απόστολοι των απατεώνων» για ένα «φορτίο σάπιο αλεύρι»…
Οι «νοικοκυραίγοι» στον τόπο ας μην γίνουν οι αυριανοί «διακονιαραίγοι», απ΄ αυτούς υπάρχει η πατρίδα ετούτη, από τους καθημερινούς τίμιους «αγωνιστάς». Τους άλλους, τους «διαφταρμένους», που κάνουν συχνούς «εφύλιους πολέμους» και «φατρίες», δεν του έχει ανάγκη ο τόπος
Ας τόχουν υπόψη οι δημοτικοί άρχοντες και κυρίως νάχουν υπόψη ότι «ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΝ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΟΜΙΖΕΙΝ ΕΙ ΜΗΔΕΝΙ ΠΙΣΤΕΥΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΝΤΩΝ», δηλαδή ότι θεωρείται ως ευτυχής, ο άρχοντας εκείνος, ο οποίος δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα από αυτούς που τον περιβάλλουν... (Κλεόβουλος ο Ρόδιος , 6ος αι. π.χ.) . Μόλις δε κάνουν κάποιο σφάλμα, εύκολα ρίχνουν το φταίξιμο σε άλλους. Όπως όμως έλεγε και ο Πλούταρχος «εύκολα βρίσκεις το σφάλμα αλλά δύσκολα το διορθώνεις». Είναι εξάλλου και οι πρώτοι, που θα «εγκαταλείψουν» το έως εκείνη την στιγμή «αφεντικό» τους, μόλις αυτό χάνει την εξουσία και θα πάνε με τα «νέα αφεντικά». Λένε πάντα ότι νομίζουν ότι θέλει να ακούσει το αφεντικό τους, τον υμνούν, τον κολακεύουν και στο τέλος τον αποπροσανατολίζουν και χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που έχει γύρω του ένας πολιτικός, έλεγε ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα, Κεφάλαιο ΚΒ΄) «χαρακτηρίζουν» τον πολιτικό, οποία σύμπτωση!!!
Ο τόπος (μας) όμως δεν αντέχει τους «πολιτικάντηδες», τους «διαφταρμένους» και τους «εφύλιους» αλλά ούτε τους «Αγιντέκ», τους «Αρμαμπέρηδες», τους «Αντιβασιλείς και τους ΄Πασπιστές»…
Μόνον έτσι ίσως καταλάβουν τελικά, όσοι με «ιδεολογική αλαφρότητα» συνέπραξαν και συνέπτυξαν» συμμαχίες δημοτικές, χάριν της «πλειοψηφίας», ότι οι «νέοι κυβερνήται μας ίσως είναι ή αποδείχτηκαν χερότεροι» και κάνουν δικαίως τους πολλούς να «ελεεινολογούν» την πατρίδα –αναιτίως- και να λένε ότι ο «Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα στ΄ αληθινά»…
Όπως πίστευαν αρχικά οι «πρωτεργάτες» και αυτουργοί τέτοιων «πολιτικών κινήσεων» που «μετανοούν» τώρα αθρόως, μπροστά στη πλημμυρίδα των διαφαινομένων και επερχόμενων περιβαλλοντικών –τοπικών- δεινών, αν γίνουν οι «ΗΡΩΝ-ικοί» σχεδιασμοί πράξη…
Και τους πρέπει, κοντολογίς να αναρωτηθούν και (αυτο)κριτικά, με όσα γίνονται ή θρυλούνται: Μήπως «εβγιαστήκαν και την πήραν εις τον λαιμό τους την πατρίδα»;
2 σχόλια:
πολύ έξυπνο το άρθρο σου SFIGGA.
Και οι "τρανοί" του τόπου, ένθεν και κακείθεν εσιώπησαν...
Κι ας πήραν ρίσκα και ευθύνες που τελικά έγιναν "μπούμερανγκ"...
Αλλά άραγε και τι να πουν;
'Οτι αναβίωσαν, στο τόπο μας, την κατά Μακρυγιάννη "πολιτική μας Ιστορία";΄
Για λίγα γρόσια και ένα φορτίο σάπιο αλεύρι!!!
"Βασιλικότεροι του Βασιλέως", αυτόκλητοι "΄Πασπιστές"...
Προκαλώντας "εφύλιο" και μετατρέποντας τους κακτοίκους σε "Ρούσους, Άγγλους, Γάλλους..."
Που τους κάνουν να νοιώθουν "φιλοξενούμενοι" στον τόπο τους,που βάλθηκαν να τον "διαφεντεύουν" πέντε έξι νομάτοι, κρατώντας σε ομηρία όλους τους υπόλοιπους...
Που απεργάζονται σκοτεινά σενάρια μαύρης, κατάμαρης "ανάπτυξης"...
Αλήθεια, πιστεύουν άραγε, ότι η επόμενη μέρα, αν υλοποιηθούν τα όποια επεκτατικά ΗΡΩΝ-ικά σχέδια θα είναι ίδια με την προηγούμενη;
Για να μην λοιπόν κυβερνήσουν οι "μονόφθαλμοι", κάποιοι συν-αποφάσισαν και εμπιστεύτηκαν στους "τυφλούς" τις τύχες του τόπου...
ΚΑΙ ΙΔΟΎ ΤΟ ΑΠΟΤΈΛΕΣΜΑ...
Δημοσίευση σχολίου