Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

28η Οκτωβρίου 1940: «Μέρα ιστορικής μνήμης».



Από τάδε έφη: «SFIGGA»

Μια ιστορική εθνική επέτειος που κάθε χρόνο, γιορτάζεται με επισημότητα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει ήδη από το 1939, με τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Στις 10 Ιουνίου η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο και τον Αύγουστο του 1940, θα προκαλέσει τη χώρα μας με τον τορπιλισμό στην Τήνο της «Έλλης», ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Παναγίας. Είναι ο προάγγελος της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα, που προετοιμάζεται με κάθε «μυστικότητα», πριν αυτή εκδηλωθεί, στις 28 Οκτωβρίου του 1940.
Δευτέρα, ξημερώματα, 3 ή ώρα μετά τα μεσάνυχτα.
Ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα Γκράτσι, επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στο σπίτι του στην Κηφισιά και του επιδίδει «τελεσίγραφο», με το οποίο ο Μουσολίνι, απαιτεί από την Ελλάδα «να μην εμποδίσει το στρατό του να καταλάβει ορισμένες στρατηγικές θέσεις στη χώρα μας». Η δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών έχει διορία τρεις ώρες για να δώσει την απάντησή της.
Ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, την περίοδο του πολέμου, Emanuele Grazzi , στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους. Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος », έκδοση Εστίας, Αθήνα 1980, στις σελίδες 272 -274, αφού περιγράφει όλο το διπλωματικό παρασκήνιο που προηγήθηκε της ιταλικής διακοίνωσης, και το σκεπτικό με βάση το οποίο «αναγκάσθηκε» η ιταλική κυβέρνηση να προβεί στο διάβημα αυτό, παραθέτει το κείμενο της διακοίνωσης-τελεσιγράφου το οποίο καταλήγει ως εξής:
«Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν - ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας - το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την Εληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς, τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου ».
Το «ΟΧΙ» γίνεται δεκτό με πρωτοφανή ενθουσιασμό απ' όλο τον ελληνικό λαό, που ξυπνά στις 6 το πρωί από τους συριγμούς των σειρήνων και ξεχύνεται στους δρόμους κρατώντας τη γαλανόλευκη. Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940. Συγκλονιστική η «δωρική» λιτότητα του κειμένου που εκφωνείται από τον Ραδιοφωνικό σταθμό: "Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους".
Ακολουθεί η διαταγή του Αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Παπάγου προς τους διοικητές των Μεγάλων Μονάδων. "Η λακωνική συντομία της πρώτης αυτής διαταγής, από είκοσι μία λέξεις μαρτυρεί την άριστη, επιτελική προπαρασκευή των πολεμικών σχεδίων της χώρας." (ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: "Επίτομη Ιστορία Πολέμου 1940-41", σελ. 42.) "Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα Εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως. Παπάγος."
Η αντίστροφη μέρα έχει αρχίσει… Η Ελλάδα, αφού αντιστάθηκε ηρωικά στη συνέχεια και στις σιδηρόφρακτες στρατιές του Χίτλερ, υπέκυψε στις κατά πολύ ανώτερες στρατιωτικές δυνάμεις και αναπόφευκτα υπέστη στις 24 Απριλίου 1941, την τριπλή κατοχή, από τις συνασπισμένες δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κι από την σκληρή αυτή κατοχή, ξεπήδησε η εποποιϊα της Εθνικής Αντίστασης, που σε συνδυασμό με τις νίκες των συμμάχων οδήγησαν στην πτώση των δυνάμεων του ναζιστικού και φασιστικού άξονα και στην απελευθέρωση της χώρας μας. Και η άξια κρίση για τον αγώνα έρχεται λιτά αλλά θριαμβευτικά.
“Η μάχη της Πίνδου άλλαξε το ρου της ιστορίας” παρατήρησε ο Στρατάρχης Γ. Σματς, ενώ ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, συνόψιζε: “Παλλόμεθα από συγκίνησιν καθώς παρακολουθούμεν την θαρραλέαν Ελλάδα, την Ελλάδα την ηρωικήν, η οποία έκαμε να αναζήσει εις την εποχή μας η αρχαία δόξα. Ο ηρωισμός της θα περάσει εις τους θρύλους και εις τα τραγούδια των ελευθέρων λαών όλου του κόσμου”.
Και ο Βασιλεύς της Αγγλίας Γεώργιος ο ΣΤ', ομιλώντας στο Αγγλικό Κοινοβούλιο, συμπλήρωνε: “Η Ελλάς δια του θάρρους της και της αυτοθυσίας της απέδειξεν εαυτήν αντάξιαν του ενδόξου παρελθόντος.
Όταν κάποτε γραφεί η ιστορία του πολέμου τούτου, θα βεβαιωθεί υπό των ιστορικών ότι ο αξιοθαύμαστος άγων της Ελλάδος υπήρξε μια από τας αποφασιστικός καμπάς του πολέμου”.
Ξεφεύγοντας λίγο από το κλασσικό εθιμοτυπικό και την κουραστική επανάληψη των δρωμένων, ας δούμε επιγραμματικά, και, κάτω από μια άλλη «οπτική γωνιά», πως είδαν και τι έγραψαν οι διανοούμενοι μας, για την ιστορική αυτή μέρα, του παλλαϊκού ξεσηκωμού της μικρής και γενναίας Ελλάδας:

Η διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων
"Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμή της.
Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωσι της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθειά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρωπίνης ιστορίας. Και αυτή τη στιγμή κοντά στο ρεύμα του Θυάμιδος και στις χιονισμένες πλαγιές της Πίνδου και των Μακεδονικών βουνών πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να αποθάνουμε μέχρις ενός.
Σ' αυτό τον άνισο σκληρότατο αλλά πεισματώδη αγώνα, που κάνει τον λυσσασμένο επιδρομέα να ξεσπάζη κατά των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, να καίη, να σκοτώνη, να ακρωτηριάζη, να διαμελίζη τους πληθυσμούς στις ανοχύρωτες και άμαχες πόλεις μας και στα ειρηνικά χωριά μας, έχουμε το αίσθημα ότι δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνον υπόθεσι: Ότι αγωνιζόμεθα για την σωτηρία όλων εκείνων των Υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι πρόγονοι και που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητος και της βίας. Ακριβώς αυτό το αίσθημα εμπνέει το θάρρος σε μας τους Έλληνες διανοουμένους, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, ν' απευθυνθούμε στους αδελφούς μας όλου του Κόσμου για να ζητήσουμε όχι την υλική αλλά την ηθική βοήθειά τους. Ζητούμε την εισφορά των ψυχών, την επανάστασι των συνειδήσεων, το κήρυγμα, την άμεση επίδρασι, παντού όπου είναι δυνατόν, την άγρυπνη παρακολούθησι και την ενέργεια για ένα καινούργιο πνευματικό Μαραθώνα που θα απαλλάξη τα δυναστευόμενα Έθνη από τη φοβέρα της πιο μαύρης σκλαβιάς που γνώρισε ως τώρα ο κόσμος. «Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογίαννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης.», Εφημερίδα "Νέα Ελλάς", 10 Νοεμβρίου 1940
“Δευτέρα, 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “έχουμε πόλεμο”. Τίποτε άλλο, ο κόσμος έχει αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησαν. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι”'. 28 -10-1940, η «Άγνωστη αυγή», που 'φέρε το μεγάλο μεσημέρι, όπως έγραψε ο Γ. Σεφέρης.“Είναι η Ελλάδα που κάνει πόλεμο για την ελευθερία της και την τιμή της... Κάποιος θέλησε να πνίξει την Ελλάδα. Νιώσαμε τα κρύα δάχτυλα γύρω στο λαιμό της. Ανατριχιάσαμε. Ύστερα μονομιάς ξύπνησε η φύση μας. Σφίξαμε τα δόντια και κάνουμε πόλεμο”, όπως τόνισε ο Γ. Θεοτοκάς.
“Είναι μέσα στη ζωή των ατόμων, όπως και μέσα στη ζωή των λαών, μερικές ημερομηνίες που στέκονται σαν ορόσημα και υψώνονται σαν βίγλες. Εκεί λοιπόν που περπατάμε την καθημερινή μας χαμοζωή, σκυφτοί κάτω από το βάρος της βιοπάλης, σκυθρωποί από τα βάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα, βλοσυροί από τον ανελέητον αγώνα για την ύπαρξη, ακούμε τις ιερές καμπάνες να σημαίνουν τον όρθρο της ψυχής και ξαφνιαζόμαστε. Σταματάμε μεσοστρατίς και βλέπουμε μπροστά μας την ψηλή κορφή. Η καρδιά γεμίζει αναγάλια, τα μάτια βουρκώνουν. Ω! την ξέρουμε τούτη την υψηλοτάτη σκοπιά, στην κορφή της ανεμίζει χαιρετιστικά η σημαία που υψώσαμε με τα ματωμένα μας χέρια. Με τούτα τα δικά μας χέρια, με των πατεράδων μας, με των προγόνων μας τα χέρια...Τότες μια λαχτάρα ξεπηδάει από την καρδιά μας. Ν' ανεβούμε την ψηλή κορυφή, να σταθούμε ορθοί στην ακρότατην άκρην, εκεί που ο ουρανός είναι ανοιχτός και οι ορίζοντες αποτραβιούνται στ' απόμακρα. Να βάλουμε αντήλιο το χέριο κι από εκεί ψηλά ν' αγναντέψουμε τα περασμένα, να μαντέψουμε και τα μελλούμενα. Από που ήρθαμε. Ποιες στράτες περάσαμε. «Σε ποια ριζικά τραβάμε»;, γράφει χαρακτηριστικά ο Στρατής Μυριβήλης.

Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά αξιολογεί ο Ευάγγελος Παπανούτσος:
“Ένα από τα γνωρίσματα του εθνικού ελληνικού ήθους είναι ότι στην σύγκριση των στιγμών του αγώνος θέτει πάντα πιο υψηλά τη θυσία από την επιτυχία. Υπάρχει ένας ισχυρός τόνος ρομαντισμού σ' αυτή την αποτίμηση. Ο ρεαλιστής λογαριάζει το αποτέλεσμα. Τον ρομαντικό γοητεύει η προσπάθεια που διατηρεί την αξία της και όταν το αποτέλεσμα δεν είναι το προσδοκώμενο. Και η άποψη αυτή έχει αληθινό ηθικό νόημα. Τα αποτελέσματα των πράξεων μας δεν εξαρτώνται μόνο από μας. Η προσπάθεια όμως είναι εντελώς δική μας. Χρέος μας είναι να ενεργούμε. Την επιτυχία την δίνουν και άλλες αιτίες και συχνά η σύμπτωση. Πόσο ανώτερα τοποθετεί ο λαός αυτός τη θυσία από τη νίκη, φαίνεται καθαρά από την συναισθηματική απήχηση, που έχουν στην ψυχή του αντίστοιχα γεγονότα από την ιστορία του πιο μακρινού και του πιο νωπού παρελθόντος του. Εκτιμά περισσότερο τις Θερμοπύλες από το Μαραθώνα. Υπερηφανεύεται πιο πολύ για το Μεσολόγγι παρά για την άλωση της Τριπολιτσάς”.

“Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία. Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος”, χρωματίζει ο 0δυσσέας Ελύτης.
“Ομπρός! Με ορθή, μεσούρανη της Λευτεριάς τη δάδα ανοίγεις δρόμο, Ελλάδα, στον άνθρωπον-Ομπρός!
Ομπρός, κι η Ελλάδα σκώθηκε και διασκορπάει τα σκότη! Ανάστα η Ανθρωπότης κι ακλούθα την! Ομπρός!” διατρανώνει στο «Πνευματικό εμβατήριο» ο Άγγελος Σικελιανός.
“Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε. Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους. Άνθρωποι” επισημαίνει ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Και σαν κατακλείδα να παραθέσουμε το συγκλονιστικό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, το «ΑΣΜΑ ΗΡΩΪΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ» για τον Αλέξανδρο Διάκο, υπολοχαγό Πεζικού που ήταν και ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του αγώνα που μόλις άρχιζε:
«Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε•
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του•
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί•
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
«Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ώρα 5η πρωινή…

Η ιταλική σφαίρα βρίσκει το στόχο της: ο στρατιώτης Βασίλειος Τσαβαλιάρης από την Πιάλεια Τρικάλων, ήταν ο πρώτος πεσών στραιώτης του Ελληνικού Έπους. Απέναντι σε απόσταση λίγων μέτρων, ο εχθρός μόλις είχε αρχίσει την επίθεση του. Προτού ακόμη εκπνεύσει το τελεσίγραφό τους, οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει τις ταξιαρχίες τους και οι πρώτες σφαίρες έσκιζαν την νυκτερινή σιωπή πάνω στα βουνά τής Ηπείρου. Εκεί, στην γραμμή των συνόρων σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο, έπεφτε νεκρός ο πρώτος Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Τσαβαλιάρης. Ένας φαντάρος πού έτυχε να κάνη την πρωινή σκοπιά. Χωρίς ποτέ να γίνει ήρωας, χωρίς ποτέ να βγει από την ανωνυμία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι τελευταίες λέξεις τού Έλληνα φαντάρου ήταν «τι θ’ απογίνουν τα παιδιά μου;»
28η Οκτωβρίου 1940: Διαχρονικό το μήνυμα της ελευθερίας, της ειρήνης και της θυσίας που εξέπεμπαν και εκπέμπουν οι πνευματικοί άνθρωποι, οι διανοούμενοι, οι σκεπτόμενοι και ενεργοί πολίτες, απέναντι σε κάθε σύγχρονη μορφή ολοκληρωτισμού, απαραίτητη και σήμερα όσο ποτέ, η γενίκευση και εμπέδωση των αξιών της ανοιχτής, ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Στις μέρες μας οι «ολοκληρωτικοί εχθροί» δεν σκοτώνουν μόνο βιολογικά αλλά και ψυχικά, διαφθείρουν συνειδήσεις με τον πιο ύπουλο τρόπο, δεν «ψεύδονται» αλλά διαστρεβλώνουν ή παραποιούν συνειδητά την αλήθεια, δεν παρανομούν αλλά καταστρατηγούν ευθέως το «κράτος δικαίου», γνωρίζουν να παραβιάζουν με «διακριτικότητα» τις αρχές, τις αξίες και τις αντιστάσεις κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, δεν έχουν ηθικά όρια ούτε και στοιχειώδη αυτοσεβασμό. Πρόκειται για την τέχνη της επίτευξης του «στόχου με κάθε μέσο», πρόκειται για το σημερινό ολοκληρωτισμό της «εσωτερικής και πνευματικής εκβαρβάρωσης». Και το ζητούμενο ή το δίλημμα πάντα επίκαιρο: Η ειρήνη ως κυριαρχικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης. Δύο όμως τουλάχιστον είναι, οι βασικές της προϋποθέσεις: Πρώτα η κυριαρχία του «ορθού λόγου» και μετά η ύπαρξη μιας «δημοκρατικής» και ευνομούμενης πολιτείας, όπου οι «Άρχοντες» που εξουσιάζουν τις τύχες μας, όπως έγραφε ο Μίμνερμος στον 7ο π.Χ. αιώνα πρέπει να έχουν κατά νου ότι: «Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Κατά νόμον άρχει. Ανθρώπων άρχει. Ουκ αεί άρξει». Και, αν υπάρχουν μέσα τους αυτές οι τρεις «ηθικές αρχές», ο κόσμος θα γνωρίζει καλύτερες μέρες και οι λαοί θα ομονοούν…
Για να πραγματωθεί όμως αυτό θέλουμε «Άρχοντες» στις εθνικές και στην παγκόσμια σκηνή, όπως μας λέει ο Θουκυδίδης «αξιέπαινους», γιατί «αξιέπαινοι είναι εκείνοι που είναι λιγότερο άδικοι απ' όσο επιτρέπει η δύναμή τους»…
Κάτι που διαχρονικά αποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία πολλών συρράξεων και πολεμικών αναμετρήσεων: η υπερφίαλη επίδειξη δύναμης, η επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου δια των όπλων, η απουσία ηθικών φραγμών στους «Άρχοντες», πολιτικούς και στρατιωτικούς όπως τότε το 1940, όπου ο ναζισμός και ο φασισμός αιματοκύλισαν τον κόσμο…

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

[ δαμ-ων ]

Μικρή εξομολόγηση….

Όταν άρχισα να χτυπώ τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο για να γράψω δυο αράδες για την αυριανή μεγάλη μέρα, τραβήχτηκαν τα πέπλα της μνήμης και σαν λευκοφτέρουγα περιστέρια ξεπετάχτηκαν οι παιδικές αναμνήσεις από τα βάθη της μνήμης μου. Θυμήθηκα τις χειμωνιάτικες νύχτες, που μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι κι ο παππούς, καθώς σκάλιζε το πυρωμένο χοντρό κούτσουρο από τα λιόδεντρα, ήταν σαν να σκάλιζε τη μνήμη του κι ωσάν τις σπίθες χόρευαν στο νου του οι θύμισες. Σύροντας αυτός το χορό των αναμνήσεων ακολουθούσαν κι οι υπόλοιποι, ο πατέρας μου, η γιαγιά και η μάνα μου, οι μπαρμπάδες και οι θειάδες. Κι εγώ, ακουμπισμένος στα γόνατα του παππού, ρουφούσα τις ιστορίες, που διηγούνταν.
Έλεγαν για την κήρυξη του πολέμου από τους μακαρονάδες Ιταλούς, για την επιστράτευση και τον ενθουσιασμό, με τον οποίο τα παλικαρόπουλα μα και οι μεσήλικες ντύθηκαν το χακί και πήγαν στο πολεμικό μέτωπο. Ο πατέρας περιέγραφε τις δύσκολες μάχες στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, το θάνατο των συντρόφων και συγγενών, τη νικηφόρα πορεία μέσα στα χιόνια με τις κακουχίες και τα κρυοπαγήματα. Μας έλεγε πόσο θαύμασε τις ατρόμητες ηπειρώτισσες, που κουβαλούσαν στους ώμους τα πυρομαχικά.
Σαν έπεφτε η θράκα στο τζάκι ο παππούς έβαζε το ζυμωτό ψωμί να καψαλιαστεί, γέμιζε τις πήλινες κούπες με κρασί, έφερναν οι γυναίκες τις γαβάθες με τις ελιές και το γιδοτύρι, και οι αναμνήσεις έρχoνταν πιο εύκολα με τη βοήθεια του μπρούσκου κρασιού.
Μετά έλεγαν για την επίθεση των Γερμανών και τις τιτανομαχίες στο Ρούπελ. Για τις δύσκολες μέρες της κατοχής. Ο παππούς εξιστορούσε πως έπεισε τον Γερμανό διοικητή του χωριού κι έσωσαν το 6-χρονο παιδί του αντάρτη, που οι Ιταλοί ήθελαν να κάψουν ζωντανό. Ύστερα θυμήθηκαν πως έκρυψαν τον εγγλέζο στρατιώτη μέσα στο σωρό από το βαμπάκι στην αποθήκη, που τον καταζητούσαν οι Γερμανοί, καθώς έκαμαν μπλόκο κι έρευνα στο πατρικό σπίτι της γιαγιάς. Μίλαγαν για τους Γερμανούς στρατιώτες που οι αντάρτες σκότωσαν στο σταθμό και που από φόβο μήπως κάψουν το χωριό οι κάτοικοι πήραν λίγα ρούχα μόνο μαζί τους και σκόρπισαν στα γύρω χωριά. Στο νου τους έφεραν τους δύστυχους Αθηναίους, που κάνοντας πολλές φορές πορεία 100 χμ. με τα πόδια, έρχονταν για να ζητήσουν λίγο λάδι και λίγο σιτάρι, που το κουβαλούσαν μετά στην πλάτη άλλο τόσο δρόμο. Ένας θείος μου αναθυμήθηκε που πήρε τα βουνά με τους αντάρτες και τα τεχνάσματα του ανταρτοπόλεμου κατά των Γερμανών.
Μετά ο πατέρας μου διηγιόταν πως τον συνέλαβαν οι κατακτητές και τον έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Θυμήθηκε τις εκτελέσεις κάθε χάραμα των παλικαριών αλλά και των νεανίδων από τους στρατιώτες του Χίτλερ και δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του όταν περιέγραφε τον αποχωρισμό του από τον συγκρατούμενο και φίλο, που πήραν για εκτέλεση οι Γερμανοί.
Κι εγώ μάθαινα τη νεώτερη ιστορία μας από τις διηγήσεις τους. Γιατί ακόμα δεν είχε στεγνώσει το μελάνι, που έγραψε την εποποιία του 1940-44. Αυτή ήταν η ιστορία, που έγραψαν με πόνο, δάκρυα και αίμα οι δικοί μας άνθρωποι. O παππούς μου, ο παππούς σου, ο πατέρας μου, ο πατέρας σου, ο μπάρμπας μου, ο μπάρμας σου, ο φίλος του θειού σου, ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας, ο συμπατριώτης μας, ο κοντοχωριανός μας. Κι αυτό το έπος τιμούμε…

Σαν τη δική μου μικρή διήγηση, ο καθένας της ανάλογης ηλικίας με τη δική μου έχει να αντιπαραθέσει τη δική του διήγηση…Όλες αυτές οι μικρές διηγήσεις συνθέτουν

Ανώνυμος είπε...

[ δαμ-ων ]


...την νεότερη ιστορία μας, το έπος του 40.

Ανώνυμος είπε...

Αραγε να ζει κανεις απο οσους εζησαν και τα μαυρα μεταπολεμικα γεγονοτα για να μας διηγηθει και να κρατησουμε ζωντανες και καποιες αλλες μνημες που δυστυχως δεν μας τιμουν τοσο σαν Ελληνες γενικοτερα οσο και σαν Βαγαιους ειδικοτερα που εχουν σχεση με μαυραγοριτες,δοσιλογους και λαφυροπολεμοκαπηλους?Γιατι καλο ειναι να εμψυχωνουμε το φρονημα και να παραδειγματιζομαστε απο τους γεναιους προγονους μας,αλλα εξισου καλο ειναι να στηλιτευουμε ολα οσα αρνητικα συνεβησαν και την εποχη εκεινη για να τα αποφευγουμε.AIΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΤΟΥΣ ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ ΤΟΥ 194Ο.