Θεόδωρος Κ. Παπαϊωάννου, Πολιτικός Μηχανικός
Μια επέτειος είναι συνήθως η αποθέωση του θριαμβικού κομφορμισμού. Το τιμώμενο γεγονός ψιμυθιώνεται από την τυποποιημένη κενολογία, παραποιείται από τον πληθωριστικό αίνο ,συσκοτίζεται από τον πανηγυρικό κονιορτό. Είναι μια μέρα που προσεγγίζει τα όρια του εορταστικού καταναγκασμού. Και που στο τέλος μας αφήνει μια γεύση ευφροσύνης για την αργία και άπωσης για όλα τ΄ άλλα.
Ωστόσο η μέρα αυτή που «…τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της…»{το μέσα σε εισαγωγικά δανείζομαι από το “Ημερολόγιο καταστρώματος Β.’’ του Γ. Σεφέρη},δεν παύει να είναι ένα πλατύσκαλο μέσα στη ροή του χρόνου: Μια μέρα που θεσμοθετήθηκε ως τελετουργία συλλογικής ιστορικής αναδρομής.
Με αυτά τα δεδομένα, η επέτειος είναι ένα έναυσμα για παρατηρήσεις πάνω στη σημασία της μνήμης, αλλά και γενικότερα πάνω στην αντίληψη του χρόνου που έχει διαμορφωθεί _ στη σύγχρονη κοινωνία.
Φαίνεται, πράγματι, από την πρώτη ματιά, ότι η σύγχρονη κοινωνία αποφεύγει τη μνήμη, όπως φαίνεται να αδιαφορεί και για την προοπτική. Και τα φαινόμενα είναι συναρτημένα με μία καθοριστική διαφοροποίηση που έχει επέλθει στη βίωση των διαστάσεων του χρόνου.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή της κοινωνιολογίας Michael Maffesoli σε τεύχος από της εφημερίδας «Le Monde des Debats » το 993, συνοψίζει την περιγραφή και την ερμηνεία του γεγονότος: Η περίοδος του μοντερνισμού, που επεφύλασσε μία ιδιαίτερη σημασία στην οπτική του μέλλοντος έχει λήξει. Η αισιόδοξη θεώρηση του ορθολογισμού ότι το μέλλον είναι αναπόδραστα ζευγμένο στην τροχιά της προόδου, έχει διαψευσθεί από τους παραλογισμούς της τεχνοκρατικής ανάπτυξης. Έτσι, από τη διακινδύνευση της καθυπόταξης ενός ασαφούς μέλλοντος, οι άνθρωποι μετατόπισαν το κέντρο βάρους τους στην άνεση της τακτοποίησης ενός απτού παρόντος. Και ασφαλώς αυτή η μετατόπιση συνδέθηκε με μιαν αξιόλογη ποιοτική αναβάθμιση της καθημερινότητας, με την πρωτόγνωρη έμφαση που δόθηκε σε θέματα που ως τότε θεωρούνταν ότι εγγράφονταν στην όλως επιπόλαιη επιφάνεια της ανθρώπινης ύπαρξης: στη μόδα, τη διακόσμηση, το φαγητό. Πολύ σύντομα όμως οδηγήθηκε στην υπερτροφική κυριαρχία του παρόντος επί των άλλων διαστάσεων του χρόνου: του παρελθόντος και του μέλλοντος. Η άμεση και ταχείας ανάλωσης απόλαυση έχει αναχθεί σε αξία αφ εαυτής και σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για έναν πολιτισμό ηδονισμού. Έναν πολιτισμό που, αγόμενος στην ακραία συνέπεια του, εκπίπτει σε μία άγονη ομφαλοσκόπηση του παρόντος.
Χωρίς μνήμη και χωρίς προοπτική, η σύγχρονη κοινωνία ισορροπεί σε μια ελάχιστη επιφάνεια, σαν στυλίτης. Μέσα σε ένα χώρο έρημο από σημεία αξιολογικής αναφοράς. Στερημένη και από το βάθος του παρελθόντος και από τους ορίζοντες του μέλλοντος.
Μέσα σ' αυτή τη μονοδιάστατη θεώρηση του χρόνου, η ιστορική συνείδηση αναιρείται. Το άτομο δεν αισθάνεται ως ενεργό στέλεχος ενός συγκροτημένου συνόλου που προωθεί μιαν εξελικτική πορεία, αλλά αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως παθητικό υποκείμενο μιας πραγματικότητας που διαμορφώνεται ερήμην του. Ένας κυνικός «ρεαλισμός» λειτουργεί ως άλλοθι για την παραίτηση του από το γίγνεσθαι.
Και ένας χαυνωτικός εφησυχασμός το περιβάλλει με την ολέθρια θαλπωρή τον χιονιού.
Και όλα αυτά, μπροστά στην επικίνδυνη ρευστότητα που έχει δημιουργήσει η κατάλυση πολιτικών και συνοριακών βεβαιοτήτων και μπροστά στη θελκτική κινητικότητα που προκαλεί η εγκατάλειψη των ιδεολογιών ως θεωρήσεων του κόσμου με το αίτημα της αποκλειστικής αλήθειας.
Μπροστά δηλαδή σε μια κορυφαία ιστορική στιγμή, όπου το μέλλον προβάλλει πλέον, όχι ως πεδίο εφαρμογής αιτιοκρατικών θεωρήσεων, αλλά ως κατηγορική επιταγή που απαιτεί τη συμμετοχή στη διαμόρφωση του, χωρίς δογματική αυταρέσκεια αλλά με πλουραλιστική ανεξιθρησκία.
Και ίσως αυτό το ηφαιστειογενές έδαφος που ήδη ευρίσκεται εν τη γενέσει του, να προσφέρεται να εποικισθεί από τα όνειρα μας. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει ως εργαλεία γεωμέτρησης τις επιτυχίες και τα λάθη , τις διαψεύσεις και τις εμπειρίες. Εργαλεία που μόνο η συνθετική θεώρηση του χρόνου μπορεί να σφυρηλατήσει.
Γιατί όπως έγραφε οT.S.Elliot, «ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος είναι και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο».
Και ας μην ξεχνάμε ότι η ακριβής σύλληψη της πραγματικότητας, αυτό που ονομάζουμε «αλήθεια» ετυμολογείται από το στερητικό άλφα και τη λήθη.
Ή, για να το διατυπώσουμε αντίστροφα, αλήθεια χωρίς μνήμη δεν νοείται.
1 σχόλιο:
4 άνθρωποι- 4 απόψεις.
Είναι «ζωντανές» ακόμα οι εθνικές επέτειοι;*
Κυριακή, 26.10.08
* Το άρθρο ανήκει στο φάκελο:
"ΕΤ Τάσεις"
Πλαστικά σημαιάκια και γιρλάντες. Απαγγελίες ποιημάτων. Θεατρικά σκετς με πρωταγωνιστές τον Κολοκοτρώνη, τις γυναίκες της Πίνδου, τα παιδιά του Πολυτεχνείου. «Κορόιδο, Μουσολίνι», «Ελευθερία ή θάνατος», «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες...». Τραγούδια και συνθήματα. Παρελάσεις. Στρατιωτικές και σχολικές. Οι μακεδονομάχοι, οι ανάπηροι πολέμου, τα «υπερσύγχρονα άρματα μάχης» και οι… μπαλαρίνες F-16 που εκτελούν χορογραφίες στον ουρανό συναντούν μαθητές ντυμένους με glamour άσπρα πουκάμισα, μαθήτριες με «καυτές» μπλε μίνι φούστες και τους «εξοδούχους» Αθηναίους που δραπετεύουν από την πόλη κάθε εορταστικό τριήμερο. Υπάρχει λόγος για να οργανώνουμε τέτοιες δημόσιες τελετουργίες; Η αποφυγή της λήθης αποτελεί υποχρέωση πολιτών και Πολιτείας προς τα ιδανικά της ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Πρόκειται, όμως, για ειλικρινή ανάσυρση ιστορικών μνημών ή για απλή παρουσίαση αποστειρωμένων και… ανακατασκευασμένων ιστορικών στιγμών; Ο δήμαρχος Αθηναίων κ. Νικήτας Κακλαμάνης, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Πέτρος Ευθυμίου, ο καθηγητής κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης και ο συγγραφέας κ. Πέτρος Τατσόπουλος δίνουν απαντήσεις στο ερώτημα.
Πατριωτισμός, όχι πατριδολαγνεία
Του ΑΝΤΩΝΗ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗ
H 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν ημέρα Δευτέρα. «Κοιμήθηκα στις δύο το πρωί διαβάζοντας Μακρυγιάννη» έγραφε στο ημερολόγιό του ο ποιητής και διπλωμάτης Γεώργιος Σεφέρης. Λίγες ώρες αργότερα θα ξέσπαγε το «έπος του ’40», μετά το ΟΧΙ που αναφώνησε σύσσωμος ο ελληνικός λαός.
Το τι ακολούθησε τους επόμενους μήνες στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο με τον όρο «ένα ανώνυμο θαύμα», για να δανειστούμε και πάλι από τον Σεφέρη. Ενα αίσθημα ευθύνης ορθώθηκε στις καρδιές των απλών ανθρώπων, που έτρεξαν εθελοντικά στα σύνορα για την αξιοπρέπεια της πατρίδας. Την περίοδο εκείνη ο Ελληνισμός έφτασε σε μία από τις πιο «υψηλές στιγμές του», σημείωνε λακωνικά στις 14 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Σεφέρης.
Ισως αυτή να ήταν και η τελευταία κορυφαία στιγμή στην Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού, τουλάχιστον ως τώρα (με την εξαίρεση ίσως της εβδομάδας του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973).
Αξίζει, λοιπόν, να ανασύρουμε από την ιστορική μας μνήμη τέτοιες στιγμές και να οργανώνουμε δημόσιες τελετουργίες για την υπόμνηση και τη διατήρησή τους στο συλλογικό φαντασιακό; Η απάντηση είναι, κατ’ αρχάς, ναι. Γιατί ένας λαός που συγκροτείται ως έθνος δεν μπορεί να στερείται πολιτών με συνείδηση της ιστορικής τους ταυτότητας και της σημασίας «στιγμών». Ενα έθνος κι ένα κράτος με τέτοιους επιλήσμονες πολίτες δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί στο χρόνο και στο χώρο.
Η επίγνωση της εθνικής ταυτότητας δεν οδηγεί όμως αυτόχρημα και στην αυταπάτη για τη δήθεν υπέρτερη αξία της, ούτε στην αλαζονική επιδίωξη της επιβολής της και σε άλλους που δεν την αναγνωρίζουν. Η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας είναι πάνω απ’ όλα μια πράξη ελευθερίας και αυτογνωσίας. Δεν οδηγεί σε ψευδαίσθηση κυριαρχίας, ούτε σε πολεμοχαρή συναισθήματα. Οπως έγραψε στον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους ο Θουκυδίδης, οι Αθηναίοι την εποχή της ακμής δεν ήταν καχύποπτοι με τους γείτονες, δεν έδιωχναν τους ξένους, αλλά επιδίωκαν να ζήσουν ειρηνικά, με ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας.
Η «νομοθεσία της μνήμης», όπως αυτή οργανώνεται με τις εθνικές επετείους, δεν θα πρέπει λοιπόν να υπερβάλλει, ούτε να ωραιοποιεί τα πάντα στο παρελθόν. Γιατί μαζί με τα επιτεύγματα υπάρχουν και οι σκοτεινές όψεις (τις εθνικές εξάρσεις ακολούθησαν σχεδόν πάντα οι εμφύλιοι σπαραγμοί).
Ενώ χαιρόμαστε με τα επιτεύγματα, σημασία έχει να μαθαίνουμε και από τα λάθη και τις αστοχίες.
Μαθαίνουμε ποιοι είμαστε όταν συνειδητοποιούμε ποιοι μπορούμε να είμαστε, αλλά και ποιοι δεν επιθυμούμε να είμαστε. Οταν οργανώνουμε τη ζωή και τη σκέψη μας ώστε να προσεγγίζουμε το πρώτο και να αποφεύγουμε το δεύτερο.
Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ας αναζητούμε την ουσία και όχι τον τύπο
Του ΠΕΤΡΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Η συζήτηση για τον τρόπο εορτασμού των εθνικών επετείων διατρέχει το μεγάλο κίνδυνο να γίνει και η ίδια «επετειακή». Αφενός ανανεώνεται τις παραμονές κάποιας μεγάλης επετείου και αφετέρου αναφέρεται κυρίως στον τύπο, στη μορφή των επετειακών εκδηλώσεων και πολύ λιγότερο στην ουσία, στο περιεχόμενο το οποίο οι εορτασμοί θέλουν να αναδείξουν.
Πριν από όλα, λοιπόν, η μέριμνα μιας Πολιτείας αλλά και στόχος της κοινωνίας θα έπρεπε να είναι η εμπέδωση των αξιών, των αρχών και των στόχων που κάθε εθνική επέτειος συμβολίζει. Το αίτημα της Ελευθερίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, ως περιεχόμενο και δίδαγμα του 1821, το ίδιο αίτημα σε συνδυασμό με την αντίσταση στον ολοκληρωτισμό, ως μήνυμα του ΟΧΙ του 1940, ο ίδιος πυρήνας αξιών της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της αντίστασης στον ολοκληρωτισμό, με το αίτημα της πιο ουσιαστικής Δημοκρατίας, ως παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973.
Το σημαντικό είναι αυτές οι αρχές, οι αξίες, τα ιδανικά, να διέπουν, πάντα, την οργανωμένη λειτουργία της Πολιτείας. Να διατρέχουν την εκπαίδευση, να κατευθύνουν, ως στάση, τους πολιτικούς ταγούς, να είναι ενεργά στοιχεία του δημόσιου λόγου και της ποιότητας των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, έτσι ώστε να δρουν ως παράγοντες εθνικής και κοινωνικής αγωγής και αυτογνωσίας.
Στην εποχή μας, όμως, όλα αυτά τείνουν να ατονήσουν. Αρχές και αξίες παρουσιάζουν ουσιώδες έλλειμμα σε όλες τις κρίσιμες πολιτειακές και κοινωνικές λειτουργίες.
Η Εκπαίδευση, για παράδειγμα, περιλαμβάνει μεν όλο το αναγκαίο διδακτικό υλικό, αλλά όλοι ξέρουμε πως η ουσία της είναι κάτι πολύ περισσότερο από τις κατάλληλες γνώσεις: η Παιδεία, η Αγωγή δεν αποκτώνται μόνο μέσα από τις γνώσεις, αλλά κατοχυρώνονται όταν οι γνώσεις μεταβάλλονται σε Γνώση και η Γνώση συνδυάζεται με την αρετή μιας αυτοτελούς προσωπικότητας που ξέρει να ζει και να δρα μέσα σε ένα συλλογικό πλαίσιο. Με λίγα λόγια, στόχος της Παιδείας είναι ο ολοκληρωμένος πολίτης μέσα σε μια κοινωνία αξιών.
Βέβαια, οι «καθαρά» επετειακές εκδηλώσεις έχουν τη δική τους αξία και σημασία. Μια κοινωνία πρέπει να έχει τις μέρες και τις στιγμές ενεργού μνήμης ιστορικών της σταθμών. Πρέπει, όμως, κάθε φορά, να βρίσκουμε τον τρόπο να τις αναδεικνύουμε πιο ουσιαστικά. Ως υπουργός Παιδείας, είχα ενθαρρύνει την ιδέα τα σχολεία να καλούν επιζώντες αγωνιστές του ‘40 και της Εθνικής Αντίστασης, προκειμένου η σχολική κοινότητα να μοιραστεί την αυθεντική εμπειρία και μαρτυρία ανώνυμων και επώνυμων αγωνιστών. Το ίδιο, πιστεύω, ότι έγινε, με γόνιμο τρόπο, για την επέτειο του Πολυτεχνείου, καθώς, άλλωστε, σε παρόμοιες εκδηλώσεις, μετείχα και εγώ, προσωπικά, σε διάλογο με τη Νέα Γενιά, αλλά και τους καθηγητές τους. Ας αναζητούμε, λοιπόν, παντού, περισσότερο την ουσία παρά τον τύπο των επετείων.
O κ. Π. Ευθυμίου είναι βουλευτής Β΄ Αθηνών ΠΑΣΟΚ.
Εθνική αποστείρωση
Του ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ιστορία γράφεται πάντα ως ρεπορτάζ, ποτέ ως δοκίμιο – με αναρίθμητα τυπογραφικά λάθη, ποταμούς αίματος και έντονη τη δυσοσμία της εμπάθειας. Κατόπιν ερχόμαστε εμείς με τις εθνικές επετείους, αυτούς τους διαχρονικούς κλιβάνους αποστείρωσης, και σαν φιλότιμοι νεκροθάφτες ξυρίζουμε το πτώμα, το μακιγιάρουμε, το καλοντύνουμε και το παρουσιάζουμε σενιαρισμένο – σχεδόν σαν ζωντανό, αν παραβλέψουμε την ακαμψία και τη φορμόλη. Συχνά αναρωτιέμαι πώς θα φαινόταν στον Οδυσσέα Ανδρούτσο η συγκατοίκησή του στις σχολικές αίθουσες με τον Ιωάννη Γκούρα –δολοφονημένος και δολοφόνος πλάι πλάι– ή στα θύματα του Βελουχιώτη η συνύπαρξη με τον Βελουχιώτη ως θύμα. Στην πραγματικότητα δεν γιορτάζουμε την ανάμνηση ενός εθνικού ορόσημου αλλά τη λήθη του – την αφαίρεση όλων των αγκαθιών, έστω και με θυσία το ίδιο το νόημά του. Ανακατασκευάζουμε την Ιστορία σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες μας. Ο Ποκρόφσκι, ένας λησμονημένος πια σταλινικός ιστορικός –που περιέπεσε αργότερα στη δυσμένεια του Στάλιν–, έλεγε ότι «Ιστορία είναι η προβολή της πολιτικής στο παρελθόν». Σε κάθε εθνική επέτειο, δεν παρακολουθούμε παρά την επιβεβαίωση αυτής της κυνικής ρήσης.
Με εντελώς άλλη αφορμή –τον πουριτανικό Κώδικα Χέιζ για τις ερωτικές σκηνές στο σινεμά– ο Γουόλτερ Κέντρικ είχε γράψει: «Η δημιουργία μιας απαγορευμένης περιοχής αποτελεί από μόνη της την πιο τολμηρή πρόκληση για την καταπάτησή της». Στην περίπτωση των εθνικών επετείων ισχύει η ακριβώς αντίστροφη συνταγή: αρκεί να νομιμοποιήσεις το απαγορευμένο για να το λοβοτομήσεις αμετάκλητα. Θέλετε να μεταλλάξετε μια εξέγερση σε σουβλάκι, σάμαλι και μαλλί της γριάς;
Μιμηθείτε την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Προτού καν κοπάσει το βουητό της, πάρτε το μαγικό σας
ραβδάκι και μεταμορφώστε τη σε σχολική αργία. Αυτό ήταν – ξεμπερδέψατε μαζί της, αφήστε την τώρα στη μιζέρια της, από χρόνο σε χρόνο να φυλλορροεί.
Με τις παλαιότερες ακίδες –25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου κ.ο.κ.– δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσετε. Η δημόσια εκπαίδευση θα κάνει μόνη της το θαύμα της. Μια γύρα αν επιχειρήσετε στα γυμνάσια και στα λύκεια –αύριο ίσως και στα πανεπιστήμια– θα πληροφορηθείτε ότι το 1821 πολεμήσαμε εναντίον των Ιταλών και το 1940 εναντίον των Τούρκων. Δυσκολότερα ερωτήματα –όπως, λόγου χάρη, αν κατά τη διάρκεια εκείνων των συρράξεων και των επιπλοκών τους σκοτώσαμε πιο πολλούς συμπατριώτες μας παρά εχθρούς– δεν θα ήταν κομψό να θέσετε. Θα χαλάσετε και το κλίμα της εθνικής ομοψυχίας. Εκτός και αν πάτε φιρί φιρί να σας παίξει το βράδυ κανένα τηλεμαγκαζίνο. Δεν μάθατε ακόμη το μυστικό; Η Ιστορία δεν είναι ούτε ρεπορτάζ ούτε κουραφέξαλα. Η Ιστορία είναι χαβαλές.
Ο κ. Πέτρος Τατσόπουλος είναι συγγραφέας.
Υποχρέωσή μας η αποφυγή της λήθης
Του ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
Οι εθνικές εορτές αποτελούν αφορμή για να δει ολόκληρος ο κόσμος τα ιδανικά από τα οποία εμπνέεται κάθε λαός. Και εμείς ως Ελληνες, όπου γης, είμαστε υπερήφανοι τόσο για τα ιδανικά μας όσο και για τους αγώνες μας. Γιατί εμπνέονται από την προσήλωση στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια. Γιατί στρέφονται ενάντια στο άδικο, την εκμετάλλευση, την υποταγή και τη σκλαβιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποτελούν μόνο συνθήματα, αλλά οφείλουν να γίνουν τρόπος ζωής. Και είναι καθήκον δικό μας πια να διατηρούμε, με πράξεις και όχι μόνο με λόγια, την ανεξαρτησία μας και να διαφυλάσσουμε τα ιστορικά μας δίκαια απέναντι σε οποιαδήποτε επιβουλή. Γιατί το αδούλωτο της ελληνικής ψυχής και του πνεύματος καταδεικνύει την ισχυρή θέληση ενός λαού που θέλει και μπορεί να ορίζει την ιστορική του μοίρα. Και σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, μέσα από τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, η ανάγκη ενίσχυσης, ανάπτυξης και προώθησης της σύγχρονης ταυτότητας και των αξιών του Ελληνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα σε ένα συνεχώς διαμορφούμενο και πολυπολιτισμικό κόσμο, προβάλλει αδήριτη.
Γιατί μπορεί η Ιστορία να επιβεβαιώνει την ακατάλυτη συνέχεια, μέσα από το πέρασμα των αιώνων, των αρχών του ανθρωπισμού και του πολιτισμού μας που μας εμπνέουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να εφησυχάζουμε. Το αντίθετο μάλιστα. Η αποφυγή της λήθης είναι υποχρέωση όχι μόνο απέναντι στη σύγχρονη Ιστορία του τόπου. Είναι υποχρέωση προς τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας για τα οποία κάποιοι έχουν πασχίσει για να θεωρούνται σήμερα αυτονόητα αγαθά. Ας κρατάμε στο μυαλό μας το εξής: η εξασφάλιση της διαχρονικότητας της κοινής μας Ιστορίας εξασφαλίζει τη διαχρονικότητα της ίδιας της ύπαρξής μας.
Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης είναι δήμαρχος Αθηναίων.
Επιμέλεια: Αναστασία Καψάλη
Ελεύθερος Τύπος
[ Αντιγραφέας από το blog ]
Δημοσίευση σχολίου