Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

N. Καζαντζάκης



[[ δαμ-ων ]]
( 2o μέρος )

Ο άνθρωπος για τον Καζαντζάκη είναι ένας Οδυσσέας. Είναι ο πολύτροπος μαχητής αλλά και ο θαλασσοπόρος που έχει βάλει σαν στόχο του τον πηγαιμό στην Ιθάκη:
« Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.
Ποιο είναι το χρέος μας ; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μεδούλι από το μεδούλι μας, την Ιθάκη. »

Η Ιθάκη του ανθρώπου είναι ο “οίκος του Πατρός”, στον οποίο πρέπει να επιστρέψει και να φιλιώσει με τον Θεό. Μα η επιστροφή δεν γίνεται με ούριο άνεμο. Έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου κι η ανταριασμένη θάλασσα αλαργαίνει το ταξίδι της επιστροφής. Θα συναντήσει τους Λαιστρηγόνες, τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, τη μάγισσα την Κίρκη που με το ραβδί θα τον μεταμορφώσει σε ζώο. Θα τον αποπλανήσει η αγκαλιά της Καλυψώς. Αλλά στο τέλος, μετά από πολύχρονο αγώνα, θα φτάσει στην ποθητή Ιθάκη…
Πάνω απ’ όλα βάζει τον ακατάπαυτο αγώνα του ανθρώπου. Δεν θέλει τον άνθρωπο χλιαρό. Εξάλλου στην “Αποκάλυψη” μας τονίζεται: « οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός• όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω εμέσαι εκ του στόματός μου.» Ο Καζαντζάκης θέλει τον άνθρωπο αγωνιστή, που να μη λογιάζει τον πόνο, γιατί ο πόνος μπορεί να του φέρει, στο τέλος, τη πρόσκαιρη χαρά που θα τον ξεστρατίσει:
« Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας• μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη• μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψεις τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.
Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια, ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.
Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.
Μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά..»
Στον αγώνα του ο άνθρωπος δεν είναι ο αποκομμένος στρατιώτης. Έχει στρατηγό τον ίδιο το Θεό
Μετά τον Γιαχβέ, σε δεύτερο στάδιο, ο Καζαντζάκης μέσα στο μυαλό του φτιάχνει έναν διαφορετικό Θεό, απ’ αυτόν που του προσφέρει η εκκλησία. Φτιάχνει τον στρατευμένο Θεό, τον Στρατηγό που κατευθύνει τον αγώνα του μαχόμενου ανθρώπου:
« Η κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: « Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιός, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!
Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφός μου στην μάχη.
Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα• μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τομέα να γίνεις ήρωας.
Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλο ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ• ακλούθα μου!...
Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί ,εγώ φταίω. »
Ο άνθρωπος δεν είναι το αδύναμο πλάσμα, που αποθέτει την κάθε ελπίδα του στα χέρια του Θεού. Είναι στρατιώτης κι έχει το χρέος να βοηθήσει το πνεύμα να λευτερωθεί από την ύλη. Άνθρωπος και Θεός είναι συνεργάτες, έχουν συστρατευθεί. Μας δίνει το στίγμα του Θεού του:
« Ο Θεός κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος, να σταυρώσουμε τα χέρια, προσδοκώντας τη σίγουρη νίκη• δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ’ εμπιστοσύνη πως θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.
Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος. Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε• δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί.
Είμαστε ένα. Από το τυφλό σκουλήκι στο βυθό του ωκεανού ως την απέραντη παλαίστρα του Γαλαξία, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, ο εαυτός μας. Και στο μικρό, το χωματένιο στήθος μας, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, το Σύμπαντο. »
Ο στρατιώτης επικοινωνεί με τον στρατηγό του με την προσευχή. Αλλά η προσευχή, για τον Καζαντζάκη δεν έχει τον χαρακτήρα, που συνήθως της δίνουμε:
« Η προσευχή μου δεν είναι κλαψούρισμα ζητιάνου, μήτε ερωτική εξομολόγηση. Μήτε ταπεινός απολογισμός εμποράκου: σου ‘δωκα, δώσε μου.
Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό. Αυτό έκαμα σήμερα, να πως πολέμησα να σώσω στον εδικό μου τομέα αλάκερη τη μάχη, αυτά τα εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζουμαι αύριο να πολεμήσω.»
Στο τέλος του αγώνα θα σμίξουν οι δυο μαχητές, ο Θεός με τον άνθρωπο. Μα και στη διάρκεια του αγώνα γίνεται αυτό το σμίξιμο:
« Μεγάλα πράματα γίνουνται όταν Θεός κι άνθρωπος σμίγουν• ο Θεός, χωρίς τον άνθρωπο δε θα ‘χε στη γης ετούτη ένα μυαλό να καθρεφτίζει νοητερά τα πλάσματά του και να ερευνάει με αναίδεια και τρόμο τη σοφή του παντοδυναμία• δε θα ‘χε στη γης ετούτη μια καρδιά, που να πονάει για ξένες έγνοιες και να μάχεται να δημιουργήσει αρετές και στενοχώριες, που ο Θεός δε θέλησε ή ξέχασε ή φοβήθηκε να πλάσει• φύσηξε όμως απάνω στον άνθρωπο και του ‘δωκε τη δύναμη και την αποκοτιά να συνεχίσει τη δημιουργία.
Κι ο άνθρωπος πάλι, χωρίς το Θεό, έτσι που γεννιέται ξαρμάτωτος, θα τον είχε αφανίσει η πείνα, ο φόβος και το κρύο• κι αν γλίτωνε, θα σούρνουνταν, γυμνοσάλιαγκας, ανάμεσα στα λιοντάρια και στις ψείρες.»

Ο ψυχωμένος μαχητής της ζωής από την Κρήτη, προς το τέλος του βίου του, κάνει την αναφορά στον παππού του. Σ’ αυτήν τονίζει πως το κέντρο της ζωής του ήταν, σε όλη της τη διάρκεια, ο Θεός. Με έναν διαβήτη χάραξε τα όρια της ζωής του, αλλά το κέντρο της, η περιφέρεια, όλος ο κύκλος ήταν ο Θεός:
« Και πότε τέλος σαν άρτιος κύκλος μας φάνταζε, που είχε κέντρο την καρδιά του ανθρώπου και περιφέρεια την αθανασία, και του δίναμε αυθαίρετα ένα όνομα βαρύ, φορτωμένο με όλες τις ελπίδες και τα κλάματα της Γης: Θεό.
Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφουνται τα πάντα• ο μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα, άλλοι τη δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά• ή τη λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας• κι όλα τ’ αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης• η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους.
Παππού, το κέντρο το δικό μας, που έχει συνεπάρει στο στρόβιλό του τον ορατό κόσμο και μάχεται να τον ανεβάσει στο απάνω πάτωμα της αντριγιάς και της ευθύνης, είναι ετούτο: το πάλεμά μας με το Θεό…
Να γιατί όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος• ανήφορος και γκρεμός και ερημία• κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη• μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν , δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν απάνω• κι απομείναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην Κινούμενη Μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε• μήτε αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο• ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση.
Καμαρώνω την ψυχή του ανθρώπου, καμιά δύναμη ουρανού και γης δεν είναι τόσο μεγάλη• κουβαλούμε μέσα μας την παντοδυναμία και δεν το ξέρουμε• καταπλακώνουμε την ψυχή μας με κρέατα και ξίγκια και πεθαίνουμε χωρίς να μάθουμε τί είμαστε και τί μπορούμε. Ποια άλλη δύναμη στον κόσμο μπορεί να δει κατάματα, χωρίς να τυφλωθεί, την αρχή και το τέλος του κόσμου; Στην αρχή, όπως κηρύχνουν οι ψυχές οι καταπλακωμένες από τα ξίγκια και τα κρέατα, δεν ήταν ο Λόγος μήτε η Πράξη• μήτε το χέρι του Δημιουργού γεμάτο ζωοδόχα λάσπη• στην αρχή ήταν η φωτιά. Και στο τέλος δεν είναι η αθανασία, η ανταμοιβή, ο Παράδεισος μήτε η Κόλαση• στο τέλος είναι η φωτιά. Ανάμεσα στις δυο φωτιές οδεύαμε, αγαπημένε παππού, κι οι δυο μας, και μαχόμασταν, ακολουθώντας την εντολή της Φωτιάς, συνεργαζόμενοι μαζί της, να κάμουμε τη σάρκα φλόγα, τη σκέψη φλόγα, την ελπίδα, την απελπισιά, την τιμή, την ατιμία, τη δόξα, φλόγα. »
Ο πνευματικός άνθρωπος βάζει συνέχεια στόχους, και κάθε φορά τους κάνει πιότερο ψηλούς. Μετατοπίζει τον αγώνα του από τα υλικά στα πνευματικά επιτεύγματα, κι αυτά με τον καιρό τα διαβαθμίζει γιατί πλαταίνει το μυαλό του, πλαταίνει και η καρδιά του. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον διάλογο ανάμεσα στον Ιησού και τον αγαπημένο μαθητή τον Ιωάννη για να δώσει αυτή τη μετατόπιση:
«- Ο άνθρωπος είναι ένα σύνορο: εκεί που σταματάει η γης κι αρχίζει ο ουρανός• μα το σύνορο ακατάπαυτα μεταποπίζεται και προχωράει κατά τον ουρανό• μαζί του μετατοπίζουνται και προχωρούν κι οι εντολές του Θεού• παίρνω τις εντολές του Θεού από τις πλάκες του Μωυσή και τις πάω πιο πέρα.
- Αλλάζει το λοιπόν το θέλημα του Θεού, ραβή μου; έκαμε ο Ιωάννης ξαφνιασμένος.
- Όχι, Ιωάννη αγαπημένε• μα πλαταίνει η καρδιά του ανθρώπου και χωράει περισσότερο θέλημα.»
Ο Καζαντζάκης πιστεύει στον άνθρωπο, στην αγωνιστική του δύναμη:
« Όχι ο Θεός θα μας σώσει• εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα» βροντοφωνάζει.
Και συνεχίζει:
« Η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία του Θεού. Κινήσαμε σταυροφόροι να λευτερώσουμε, θέλοντας και μη, όχι τον Άγιο Τάφο, παρά το Θεό το θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας. »
Ο μεγάλος στοχαστής μας τονίζει πως μόνο με αγώνα, ακολουθώντας τον κοπιαστικό ανηφορικό δρόμο, μπορούμε να ανταμώσουμε το Θεό. Και για να μας δείξει την υπέρβαση, που πρέπει να κάνουμε, μας δίνει τρία σύμβολα:
« Όμως για ένα ήμουν, σε όλη μου τη ζωή, βέβαιος : πως ένας δρόμος, ένας μονάχα, οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος. Ποτέ ο κατήφορος, ποτέ ο δρόμος ο στρωτός• ο ανήφορος μονάχα. Πολλές φορές δίστασα, δεν μπόρεσα καθαρά να ξεχωρίσω τι περιεχόμενο έχει η πολυμεταχειρισμένη, η πολυμολεμένη από τους ανθρώπους λέξη Θεός• ποτέ δε δίστασα για το δρόμο που οδηγάει ως το Θεό- θέλω να πω ως την ανώτατη κορυφή της λαχτάρας του ανθρώπου.
Κι ακόμα ετούτο: Τρία πλάσματα του Θεού πάντα με μαύλιζαν κι ένιωθα μαζί τους μυστική ενότητα• σαν σύμβολα μου φάνταζαν πάντα και συμβόλιζαν την πορεία της ψυχής μου: το σκουλήκι που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο που τινάζεται από τα νερά μοχτώντας να ξεπεράσει τη φύση του, κι ο μεταξοσκώληκας που κάνει το σπλάχνο του μετάξι. …Η λαχτάρα του σκουληκιού να γίνει πεταλούδα στάθηκε για μένα πάντα το πιο επιτακτικό και συνάμα το πιο νόμιμο χρέος του σκουληκιού και του ανθρώπου. Να σε κάμει ο Θεός σκουλήκι, κι εσύ με τον αγώνα σου να γίνεις πεταλούδα.»
Γεμίζει η καρδιά του συγγραφέα από ανθρώπινα συναισθήματα, πλαταίνει. Μια μυστηριακή δύναμη την
κάνει να πλημμυρίσει από κατανόηση, όλα μέσα της να γίνουν αγάπη. Ο Θεός γίνεται αγάπη. Τόση αγάπη που ενσαρκώνεται στη γη. Ο Θεός μετατοπίζεται, έρχεται σιμά στον άνθρωπο κι από Κύριος γίνεται Πατέρας. Στο “Φτωχούλη του Θεού” μας λέει:
« Το πρωί, όταν ξημέρωνε κι άρχιζαν πάλι τα πουλιά να κελαηδούν ή όταν καταμεσήμερα βυθίζουνταν στον δροσάτον ίσκιο του δάσου, ή τη νύχτα, κάτω από τ’ άστρα ή στο φεγγαρόφωτο, ανατρίχιαζε από άφραστη ευδαιμονία, με κοίταζε, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.
- Φράτε Λεόνε, μου ΄λεγε, αδερφέ μου, τι ‘ναι τούτο το θάμα; Τι πρέπει λοιπόν να ‘ναι Αυτός που έπλασε μιαν τέτοιαν ομορφιά; Πώς να Τον πούμε;
- Θεό, αδερφέ Φραγκίσκο, του αποκρίθηκα.
- Όχι Θεό, όχι Θεό, φώναξε, όχι. Είναι βαρύ, τσακίζει κόκαλα τ’ όνομα αυτό• όχι Θεό, Πατέρα! »

( Συνεχίζεται… )


Δεν υπάρχουν σχόλια: