Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ( 1770- 1843 )



[[ δαμ-ων ]]

Ο Θ. Κολοκοτρώνης είναι η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν, επονομάσθηκε "Γέρος του Μοριά".
Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Η οικογένειά του - με γενάρχη τον Τσεργίνη - ανέδειξε πολλούς γενναίους κλεφταρματολούς-αγωνιστές και κατέβαλε βαρύ τίμημα στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης περίπου εβδομήντα Κολοκοτρωναίοι είχαν βρει το θάνατο στον αγώνα κατά των Τούρκων. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε σε συγκρούσεις μαζί με δύο αδελφούς του από τους Τούρκους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των Κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 15 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), κατά την οποία έγινε και η σφαγή της Τριπολιτσάς, όπου σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 άμαχοι Τούρκοι και Εβραίοι, στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς: « Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: “Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί”, και διέταξα και το έκοψαν». Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του: « O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου». Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης. Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής. Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο ”Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836” και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συμφόρηση, αμέσως μετά το γάμο του μικρότερου γιου του Κολίνου και ετάφη στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Φτωχός από υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού και ευτυχής που πρόλαβε να δει την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη. Μιας πατρίδας για την οποία αγωνίσθηκε σκληρά. Με αυταπάρνηση, μεγαλοψυχία, ήθος, όραμα και πίστη.

Υ.Γ.: Στα σχόλια θα σας παρουσιάσω τον λόγο του Γέρου του Μωριά προς τη νεολαία, που τους μίλησε στην Πνύκα.


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα:

« Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα...
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!»

Ανώνυμος είπε...

Και μιας ο φίλτατος "ΔΑΜΩΝ" αναφέρεται στον "Γέρο του Μωριά" θα του υπενθυμίσω τα ακόλουθα:


- Απόσπασμα από τα Αρχεία 1821 που διάβασα -:

"Σκουτέρης Ιωάννης (ΑΜ 17201)".
(Από το Καζνέσι)

-Οι Νικ. Κριεζιώτης, Μακρυγιάννης, Θεοδωράκης Γρίβας, Χριστ. Χατζηπέτρου Γιάννης Κώνστας, Σπύρος Μήλιος και Γιάννης Κλίμακας βεβαιώνουν ότι:
«Έλαβε μέρος στον αγώνα από την πρώτη μέρα της επαναστάσεως μέχρι τέλους αυτής και πολέμησε στο Κανάβαρι και Τάχι υπό τον Ιωάννη Λάππα έπειτα στον Ανηφορίτη και άλλες μάχες υπό τον Μηνιό Κατσικογιάννη και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη».
Το έτος 1822 πολέμησε υπό τον Μηνιό Κατσικογιάννη στη Δομβραίνα κατά του Ομέρ Βρυώνη, έπειτα υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και άλλες τρεις φορές ξανά στον Ανηφορίτη και στη Κάζα υπό τους Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη επικεφαλής δύναμης 200 στρατιωτών.

ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΑΡΤΗΜΕΝΟ ΘΕΜΑ:

Με τον Χατζηχρίστο πολέμησε στο Νιοκάστρο επικεφαλής 100 στρατιωτών όπου πληγώθηκε στο αριστερό μάγουλο και έλαβε μέρος στην μάχη της Πολιανής Λεονταρίου Τρίπολης υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Με τον Θεοδωράκη Γρίβα στο Ναύπλιο, Ύδρα και Αθήνα ενώ έλαβε μέρος υπό τον Χατζηπέτρο, Βούλγαρη και Λιόλιο με αρχηγό τον Φαβιέρο σε διάφορες μάχες και πληγώθηκε στο αριστερό χέρι.

Μετά ακολούθησε τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη κα πολέμησε στο Χαϊδάρι, Αράχωβα, Πειραιά και στο Καματερό.

Με αρχιστράτηγο τον Δημήτριο Υψηλάντη και υπό τον Γιάννη Κλίμακα πολέμησε στο Στεβενίκο όπου πληγώθηκε στο στήθος, έλαβε μέρος στις μάχες στο Μαρτίνο και στην Άη Γιάννη Χασιάς όπου πληγώθηκε στο δεξί χέρι.

*** Η Επιτροπή τον κατέταξε στις τάξεις των στρατιωτών.

Στην αίτησή του, προς συνταξιοδότηση έγραφε:

«Από τας πρώτας στιγμάς της εκραγείσης επαναστάσεως εχρημάτισα της Πατρίδας ο θερμότερος παραστάτης.

Διέτρεξα το στάδιον ολοκλήρου του αγώνος, ως ο υπομονέστερος όλα τα δεινά καταφρονήσας. Διήλθον τρομερότατους κινδύνους υπέφερα τοσαύτας πληγάς και παντοειδείς στερήσεις. Φέρω εισέτι εντίμους ουλάς, επί του ακρωτηριασθέντος σώματός μου, μάρτυρας αναμφισβητήτος των ωραιοτέρων έργων εις την σωτηρίαν της πατρίδος και της πίστεως την δόξαν αποβλέπαν. Προσέφερον πάντοτε εμαυτόν το ετοιμότερον θύμα. Εις εκείνην την ένδοξον αποχήν ένας ουράνιος ενθουσιασμός εκυβερνά την ψυχήν μου. η αυταπάρνησις εθεωρεί το κοινώς η αναγκαιοτέρα αρετήν. Αιτούμαι και η ωφέλεια εξητούντο υπό των αγαθών πολιτών ως το αποτέλεσμα.

Αυτό απέβη ευτυχές και η Ελλάς παρίσταται σήμερον εις τον κόσμον Ελευθέρα…»

ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΉ ΚΑΙ ΥΛΙΚΗ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΗ:

"Η Επιτροπή τον κατέταξε στις τάξεις των στρατιωτών" ...

Φαντασθείτε λοιπόν, τι "κλίμα" επικράτησε τότε, φαντασθείτε λοιπόν, πόσο έλαβαν υπόψη την αγωνιστική προσφορά των ντόπιων αγωνιστών που μάτωσαν για την Πατρίδα...
Σκεφθείτε λοιπόν γιατί ο Μακρυγιάννης τους τα είπε "χύμα"
{Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Βιβλίον Γ΄, "ψυχρότης του Μακρυγιάννη προς τον Αντιβασιλέα ΕΊΔΕΚ,μακρά μεταξύ αυτών συζήτησις περί των αγωνιστών} ...

-Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ΄ οργή καθως κι ο φίλος μου ο ΑγιντΕκ και μου δίνουν σφοδρες διαταγες να πάγω εις την Λεψίνα. -Μέλη της Επιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κι εγω ως πρόεδρος. Οποιος ερθη δια να αργανιστη ειχε μιστο δώδεκα γρόσια, μισο τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (οτι το τάλλαρο ειναι εικοσι ενα γρόσι και μισό), και το ψωμί του καο τίποτα αλλο.
-Κι αν ειχε γυναίκα και παιδιά, ας ζουσαν μς τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι απο τους Μπαυαρεζοαντιβασιλεις.
-Μου δίνουν κι ενα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπου θα αργανιστουν.
Κατα τον μιστον ηταν τέτοιον και το αλεύρι – ουτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν.
-Εκατζα καμπόσον καιρον εκει, κάτι μπεκρηδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι.
-Σηκωθήκαμε και ηρθαμεν εδω εις Ανάπλι.
-Ευτυς οπου ΄ρθα με τρατάρει ενας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφου με τρατάρησε, την αλλη ημέρα μου φέρνει ενα αποδειχτικον να το υπογράψω ως πρόεδρος της επιτροπής να πλερωθη ενα καράβι αλεύρι.
-Του ειπα οτι: «Υπογράφω σαράντα πέντε οπου ελαβα. – Ὄχι, μου λέγει, ενα καράβι. – Ουτε μία οκά δεν υπογράφω παραπάνου».
-Με περικαλουνε μεγάλοι ανθρωποι, Αντιβασιλεις, να δώσω την υπογραφή μου· με περικαλουνε οι Πρέσβες κι ο Υπουργος Ζωγράφος.
-Δεν θέλησα. Ειπα και των αλλουνων μελων να μην υπογράψη κανένας.
-Ο Φεράλντης εβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτο το αλεύρι και πηγε ολο χαμένο.
-Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνηται μας ειναι χερότεροι, κ΄ελεεινολογουσα την πατρίδα, οτι ο Θεος δεν ειπε να την λευτερώση ακόμα στ΄ αληθινά, και κρίμα στους κόπους μας· εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας....
Και καταλήγει:
"Και δυστυχία εμάς και της πατρίδας μας...

Από την "Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική..." όταν το μόνο που ζητούσαν οι αγωνιστές δια στόματοσ Μακρυγιάννη, ήταν να "είχαν ομόνοια όλοι οι μεγάλοι και σοφοί άντρες τςη Μπαβαρίας μέχρι να ηλικιωθή ο Βασιλέας..."
Και "να έβαζαν τίμιους ανθρώπους να βοηθήσουν ΄λικρινώς ν΄αλαφρωθούν τα δεινά μας..." προσέθετε ο Μακρυγιάννης, αντιλαμβανόμενος προφανώς το τι θα συνέβαινε από την "ΑΓΩΝΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΉΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΝ"...

Κι αναφέρει χαρακτηριστικά :
"Εγώ χιλίαρχος, με κάνουν ταματάρχη. Μου είπαν ότι θα μου δώσουν προς τιμή μου και την σημαία του ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ και τρουμπέτες και τα εξής...
Ο Δημο Λιούλιας υποταματάρχης-ταματάρχης χωρίς θυσίες και αγώνες.
Τον Βελέντζα -ήταν ταματάρχης, τον κάνουν υποταματάρχη εις την οδηγίαν το Λιούλια, ότ΄ είναι συγγενής του Μπότζαρη...
Τον Νάση Νίκα, συγγενή του Μπότζαρη ταματάρχην.
Ο Ντεληγιώργης, φρούραρχος του Μισολλογίου εις τον πόλεμον, υποταματάρχης από κάτου τον Κουτζονίκαν...
Κι άλλα τέτοια στραβά πλήθος..."
"Στραβά" και "ανήθικες" και "ιταμές" συμπεριφορές που διαιωνίζονται και συνεχίζονται ανά εποχή και που σε συνάρτηση με τις "έξωθεν οδηγίες και προσταγές" υποθήκευσαν το μέλλον του λαού, "ατίμασαν" και υποτίμησαν σε πολλές περιπτώσεις την αγωνιστική του παρουσία...
"Οι αγώνες των Ελλήνων δεν άνθισαν και τον καρπό του αγώνα τους δεν τον χαρήκαν όλοι μαζί...", όπως προσδοκούσε ο Μακρυγιάννης...
Προφητικός όσο ποτέ, διαχρονικός και διασθητικός και κυρίως, επίκαιρος πάντα !!!


{Από τάδε έφη: "SFIGGA"}

Ανώνυμος είπε...

Όπως είπε στην κουβεντούλα η Σφίγγα, η επανάσταση της περιοχής Θηβών ξεκίνησε από τα Βάγια. Το Μάρτη του 1821 είχε πάει στην Πάτρα το μέλος της Φιλικής Εταιρείας Θηβαίος έμπορος Τουρναβίτης να συμφωνήσει με τους Πελοποννήσιους για τον ξεσηκωμό. Μετέφερε το χαρμόσυνο μαντάτο της επανάστασης στους φιλικούς της Θήβας και της γύρω περιοχής, που αποφάσισαν να κηρυχθεί η επανάσταση στα Βάγια, γιατί στη Θήβα ήταν εγκαταστημένη Τούρκικη φρουρά.
Στα Βάγια ήσαν συγκεντρωθεί πολλοί αγωνιστές με αρχηγούς τον Μήτρο Μπινιάρη από το Μωρόκαμπο, τον Σωτήρη Κουτσούρη από το Ρημόκαστρο, τον Τουρναβίτη και το Δούρο από τη Θήβα, τον Φροσυνό από τη Δομβραίνα. Όταν ο Δούρος κινιόταν προς τα Βάγια, τον κυνήγησε ένα έφιππο άγημα Τούρκων, το οποίο στο ρέμα του Κανάβαρη συνάντησε τον οπλαρχηγό Γιώργο Παγώνα. Έγινε μάχη στους γύρω λόφους, όπου τραυματίστηκε ο αρχηγός των Τούρκων κι έτσι οι Τούρκοι αποχώρησαν για τη Θήβα. Αυτή η πρώτη νίκη έδωσε θάρρος στους επαναστάτες που ξεκίνησαν από τα Βάγια για τη Θήβα. Στο μεταξύ ο διοικητής της Θήβας ζήτησε ενισχύσεις από την Εύβοια.
Στα μικρά χωμάτινα υψώματα γύρω από σημερινό Κολωνάκι της Θήβας έγινε δυνατή μάχη, όπου σκοτώθηκε ο Βαγαίος γενναίος οπλαρχηγός Ιωάννης Πρωτόπαππας . Πολέμησε με γενναιότητα και ξέκανε πολλούς Τούρκους κι ανάμεσά τους τον Ζεινέλη , τον πιο ξακουστό πολεμιστή των Τούρκων. Κρατώντας στο ένα χέρι τη σημαία της επανάστασης και στο άλλο το γιαταγάνι, όρμησε με θάρρος και ενθουσιασμό στους Τούρκους, εμψυχώνοντας συνάμα τους Έλληνες. Πολλά βόλια τουρκικά καρφώθηκαν στο κορμί του. Μετά οι Τούρκοι του ΄κοψαν το κεφάλι, το τύλιξαν με τη σημαία και το πήραν στη Θήβα.
Μετά τη μεγάλη πίεση των επαναστατών, ο Τούρκος Βοεβόδας της Θήβας αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Χαλκίδα. Έτσι στις 9 Απριλίου η Θήβα γνώρισε τη λευτεριά…

Ο συντοπίτης μας Γιάννης Θεοδώρου, ο γιος του μπαρμπα- Τάσου, έχει συλλέξει πολλά στοιχεία για τους Βαγαίους αγωνιστές , το ίδιο και ο διαχειριστής του blog, κι αυτοί είναι ο πλέον αρμόδιοι και ενημερωμένοι να μας δώσουν πληροφορίες για την ιστορία των Βαγίων…

Ανώνυμος είπε...

πολύ καλό το έλαβα κι εγώ και το δημοσιευσα, ώς το πιο χρήσιμο κείμενο προς τους μαθητές τούτες τις μέρες