Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα (1771-1825)



Η θρυλική καπετάνισσα της Επανάστασης, κόρη του πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και της Σκεύως από την Ύδρα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν η μητέρα της είχε μεταβεί, για να συναντήσει τον φυλακισμένο σύζυγό της. Το 1788 παντρεύτηκε τον Δημ. Γιάννουζα από τις Σπέτσες και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά. Χάθηκε όμως, πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών (1797) και η Μπουμπουλίνα ξαναπαντρεύτηκε το 1801 τον επίσης σπετσιώτη αλλά και πολύ πλούσιο καραβοκύρη Δημ. Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Μα και η δική του τύχη δεν ήταν καλύτερη, γιατί κι αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Αλγερίνων πειρατών το 1811. Με το όνομα του δεύτερου άνδρα της έμεινε στην ιστορία. Επειδή ο άνδρας της Μπούμπουλης ήταν ρωσόφιλος, κινδύνευσε μετά τον θάνατό του να χάσει η Μπουμπουλίνα την περιουσία της. Κατέφυγε τότε στο Ρώσο πρέσβη Στρογγάνοφ στην Πόλη, συνάντησε τη σουλτάνα Βαλιδέ και κατόρθωσε να γλιτώσει την περιουσία της από τη δήμευση.
Ήταν δραστήρια και πολύ δυναμική γυναίκα. Μπόρεσε και μεγάλωσε την περιουσία του άνδρα της κι έχτισε άλλα τρία πλοία, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο «Αγαμέμνων» για το μέγεθός του και την ομορφιά του. Είχε 18 κανόνια και ήταν φτιαγμένο για ν’ αντέχει κάθε είδους κακουχία. Ίσως να ήταν, επίσης, η μοναδική γυναίκα που γνώριζε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας και όταν ξέσπασε η επανάσταση, ήταν πανέτοιμη.
Διέθεσε τα καράβια της και τον πλούτο της για τον αγώνα. Έλαβε μέρος στην πολιορκία τ’ Αναπλιού. Όταν κάποια στιγμή οι καπεταναίοι της στεριάς έκαμαν πίσω και έλυσαν την πολιορκία, η Μπουμπουλίνα ξεμπάρκαρε στους Μύλους, καβάλησε άσπρο άλογο, έφτασε στο Άργος και έδωσε θάρρος στους μαχητές. Ντυμένη ανδρικά και ζωσμένη τ’ άρματα, έμοιαζε με ηρωίδα των παραμυθιών. Ήταν ψηλή, επιβλητική, με υψηλό φρόνημα, με θερμό πατριωτισμό. Τους έδωσε πολεμοφόδια, τους ψύχωσε και η πολιορκία ξανάρχισε. Αργότερα τη συναντάμε στην πολιορκία της Μονεμβασιάς και μετά στην Τρίπολη με τους στεριανούς. Εκεί ήταν, όταν έπεσε η Τρίπολη, πλάι στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Ύστερα επέστρεψε πάλι στην πολιορκία τ’ Aναπλιού.
Όταν οι Έλληνες πήραν τ’ Ανάπλι (30-11-1822), έμεινε εκεί, ζώντας με τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει. Πάντρεψε την κόρη της Ελένη με τον Πάνο, το γιο του Κολοκοτρώνη, που ήταν τότε φρούραρχος Ναυπλίου. Άρχισε μετά ο εμφύλιος. Ο Πάνος παρέδωσε την πόλη στο νέο εκτελεστικό με εντολή του πατέρα του, για να αμβλυνθούν τα πνεύματα κι οι αντιθέσεις. Η Μπουμπουλίνα τέθηκε υπό διωγμόν. Οι Κουντουριωταίοι την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τ’ Ανάπλι και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες. Από πείσμα ξαναγύρισε. Και τότε ο Γ. Κουντουριώτης έστειλε τον αστυνόμο στο σπίτι του Νικηταρά, όπου έμενε, και την έδιωξε πάλι. Από τότε έμενε στις Σπέτσες πικραμένη. Τόσο είχε μοχθήσει και είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωση του Ναυπλίου κι όμως της απαγόρευαν να μένει εκεί. Από τις Σπέτσες παρακολουθούσε τα θλιβερά γεγονότα του εμφυλίου. Ο γαμπρός της Πάνος σκοτώθηκε (13 Νοεμβρίου 1824) έξω από την Τρίπολη. Ο συμπέθερός της Θ. Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στην Ύδρα. Ο γιος της Γιάννης Γιάννουζας είχε σκοτωθεί στη μάχη του Ξεριά Άργους, πολεμώντας εναντίον του Κεχαγιάμπεη. Ο Φεβρουάριος του 1825 βρίσκει τη Μπουμπουλίνα να ζει στο σπίτι της στις Σπέτσες, άνευ σχεδόν περιουσίας, πικραμένη με τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται σχεδόν ανενόχλητος στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με 4.400 άντρες, δύναμη που οι Έλληνες ευκολότατα μπορούσαν να κατατροπώσουν εάν δεν σπαράσσονταν τότε μεταξύ τους από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η δύναμη αυτή του Ιμπραήμ, ήταν το προγεφύρωμα της κύριας εισβολής που ακολούθησε και είχε σαν αποτέλεσμα την ανακατάληψη από τους Τούρκους του μεγαλύτερου και πάλι μέρους της Πελοποννήσου και τη σφαγή και τυραννία του πληθυσμού της για σχεδόν ακόμη τρία χρόνια. Μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή και του αναθέτουν τηναρχιστρατηγία. Η φιλοπατρία της Μπουμπουλίνας υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, της πικρίας της δηλαδή, και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες για να λάβει μέρος στον καινούργιο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από Σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825 στο σπίτι του πρώτου άντρα της, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια Κούτση, λόγω της απαγωγής της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενίας, από τον γιο της Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τα σκληρά και αμείλικτα λόγια της Καπετάνισσας είναι αρκετά για να οπλίσουν τελικά το χέρι, του αγνώστου λόγω σκότους, δολοφόνου. Ήταν λοιπόν τραγικό και άδοξο το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη για την πατρίδα. Το όνομά της του οποίου η φήμη απλώθηκε σε όλο τον κόσμο και συνδέθηκε τόσο με την πολιορκία του Ναυπλίου, αντηχεί ακόμα επάνω από τον κρότο των τηλεβόλων. Επί γενεές απόγονοι της Μπουμπουλίνας υπηρέτησαν πιστά την πατρίδα μέσα από τις τάξεις του Πολεμικού ναυτικού. Έντεκα κατευθείαν απόγονοί της υπήρξαν ανώτεροι αξιωματικοί. Δύο από αυτούς αποστρατεύθηκαν με το βαθμό του υποναυάρχου και άλλοι δύο με το βαθμό του ναυάρχου. Τρεις από αυτούς ασχολήθηκαν αργότερα με την πολιτική και υπηρέτησαν ως βουλευτές και υπουργοί. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από : http://paideia-gr.blogspot.com/2009/03/1821_16.html
Εκκινούμε από το σχετικό με τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στην Επανάσταση και τον εικονικό αφορισμό του Υψηλάντη, τον οποίο, αν και το ζήτημα έχει ξεκαθαριστεί επιστημονικά, εξακολουθούν ορισμένοι να χρησιμοποιούν ως εργαλείο στον πόλεμο λάσπης κατά της Ορθοδοξίας, προσποιούμενοι ότι αγνοούν τα παρακάτω:

Ο ακαδημαϊκός Α. Δεσποτόπουλος γράφει σχετικά: «...Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το Έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι...
στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών».(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ', σ. 32 και 36)

Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ. Υψηλάντη, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1821 γράφει σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη: «Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου» (Ιστορία του 'Ελλην. Εθνους Εκδοτικής Αθηνών, τομ. ΙΒ', σ.130β)
Στην προκήρυξη του “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος” στο Ιάσιο επίσης έγραφε: “…είναι καιρός να κρημνίσωμεν την ημισέληνον δια να υψώσωμεν το σημείον, δι΄ ου πάντοτε νικώμεν: λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα και την Ορθόδοξον ημών πίστιν…”. Μετά τη μάχη του Δραγατσανίου, στην τελευταία του ημερήσια διαταγή -το «κύκνειο άσμα του» (8 Ιουνίου 1821), αντί να καταφερθεί εναντίον των «αφοριστών» του αποδίδοντας τους την αποτυχία του κινήματος του, καταγγέλλει όσους τον εγκατέλειψαν στο αγώνα του να εκδικηθεί “το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών”.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ, ανώνυμε, τιμούμε τον ανώτερο και τον κατώτερο κλήρο που πήρε μέρος στον αγώνα. Τιμούμε τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Σαμουήλ και κάθε Παπά (το π κεφαλαίο ) που τίμησε το ράσο. Ο καθένας, που δεν έχει εκκλησιαστικές παρωπίδες και τολμά να πει την αλήθεια, έχει το δικαίωμα να επιτιμήσει τον Γρηγόριο τον Ε΄, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και γενικά τον ανώτερο κλήρο που συνεργάστηκαν με τους Τούρκους και έκαναν το παν να κρατηθούν οι Έλληνες υποτελείς και δούλοι των κατακτητών. Δεν λησμονούμε, επίσης, τους άξιους ποιμενάρχες όπως τον μητροπολίτη Λαρίσης και πρωτομάρτυρα Δ. Σκυλόσοφο, τον ήρωα του Μεσολογγίου Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, τον Ανθιμο Γαζή και αργότερα τον Χρυσόστομο Σμύρνης.
Δε θέλω να αντιδικήσω μαζί σου για τα στοιχεία που δίνεις. Στην ιστορία πολλές φορές υπεισέρχεται ο υποκειμενισμός. Όταν είσαι θρησκόληπτος θα προσπαθήσεις να βρεις άλλα κίνητρα να δικαιολογήσεις κατακριτέες πράξεις. Ο θεοφοβούμενος συγγραφέας θα ερμηνεύσει μια πράξη, ακόμη και έναν αφορισμό, με ελαφρυντικά! Σε μια εκκλησία αγάπης, κατά την ταπεινή μου άποψη, ο αφορισμός δεν έχει καμία θέση…Πρέπει με συνοδική απόφαση να καταργηθεί.
Θα παραθέσω και κάποια άλλα ιστορικά στοιχεία:
● Ο Γεννάδιος Σχολάριος ήταν ο αγαπημένος Πατριάρχης των Τούρκων. Ήταν ο άνθρωπος που δήλωνε Χριστιανός και όχι Έλληνας και που επιθυμούσε διακαώς την παράδοση της Πόλης στους Οθωμανούς. Η θεωρία του ήταν γνωστή: ο Θεός ξέρει τί είναι καλύτερο για μας, αν λοιπόν θέλει να γίνουμε σκλάβοι των Τούρκων, τότε δεν πρέπει να αντισταθούμε καθόλου, αφού αυτό θα σήμαινε επανάσταση κατά του ίδιου του Θεού.
Ο Σχολάριος ήταν επίσης ο άνθρωπος που έκαψε το "Περί Νόμων" σύγγραμα του Πλήθωνα. Το συγκεκριμένο έργο εικάζεται ότι ήταν η κορωνίδα της συγγραφικής δημιουργίας του Πλήθωνα, ένα έργο απίστευτης έκτασης και φιλοδοξίας
Ας δούμε τα όσα είπε ο Πατριάρχης της Ορθοδοξιας μετά την άλωση της Πόλης ο Γεννάδιος Σχολάριος !
« Τους ασεβείς και καταραμένους αυτούς Ελληνιστές, και με φωτιά και με ξίφος και με πνιγμό και με κάθε τρόπο θανατώστε τους.
Μαστιγώστε , φυλακίστε, κόψτε τους τη γλώσσα, ύστερα το χέρι και αν επιμένουν, τότε στείλτε τους στο βυθό της θάλασσας.
Είμαι χριστιανός, ως εκ τούτου δεν δύναμαι να είμαι Έλλην.
Αν με ρωτήσει κανείς τι είμαι , απαντώ Χριστιανός είμαι !!! »
΄Ας μην αναρωτιόμαστε, λοιπόν, ποιός άνοιξε την Κερκόπορτα…
Κάποιοι άλλοι μπορούν να δηλώσουν πως πρώτα είναι Έλληνες και ύστερα Χριστιανοί!
● Ο φοβερός αφορισμός ήταν ένα τρομακτικό όπλο, πολύ συνηθισμένο και αποτελεσματικό μέσο για να κρατηθούν οι Ελληνες, υποτελείς και ραγιάδες στους Τούρκους για 400 χρόνια. Οι απλοϊκοί άνθρωποι περισσότερο έτρεμαν τον αφορισμό και από τον ίδιον το θάνατο. Ακόμη κι αυτός, ο χαλκέντερος και πολύπαθος Κολοκοτρώνης δεν άντεξε τον αφορισμό του Γρηγορίου του Ε΄ στα 1806. Οταν τον επόμενο χρόνο, στα 1807 βρέθηκε κουρσάρος πλέον στη Χαλκιδική, έστειλε ένα μήνυμα στον εξόριστο τότε, από τον σουλτάνο, στο Αγιον Ορος, Γρηγόριο τον Ε΄ που του 'γραφε ότι εκείνος τον κατάντησε έτσι: «Εσύ μου 'γραψες την προδοσία στο χαρτί αλλά εγώ θα σου τη γράψω στο κούτελο». Η απάντηση του πρώην αλλά και μελλοντικού Πατριάρχη ήταν ότι όλα έγιναν «κατά θείαν παραχώρησιν»!


● Το 1805, όταν οι Αγγλοι απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο Γρηγόριος ο Ε΄ όχι μόνο μίσθωσε 3.000 εργάτες, αλλά και, όπως γράφει ο Mendelson, «μετέσχε μετά ζήλου των οχυρωματικών εργασιών, ορύσσων ο ίδιος ιδίοις χερσίν ώστε να επισύρει και αυτού του Σουλτάνου την ευμενή προσοχή».
● Παραμονές της Επανάστασης, ο Υψηλάντης έγραψε στους φιλικούς στην Κωνσταντινούπολη: «Προς τούτους μη δώσετε πίστιν, μήτε εις τον αγιώτατον, ασκητικώτατον και φιλογενέστατον καλόγηρον (τον Πατριάρχην), ούτε εις τους στενούς φίλους αυτού».
● Ο ανώτερος κλήρος και το μακρύ φοροεισπρακτικό χέρι της τουρκικής διοίκησης, «τεθορυβημένοι, τεταραγμένοι και κατεπτοημένοι» έκαναν το παν για να μην εκραγεί η Επανάσταση. Και όταν αυτή άναψε για καλά σύρθηκαν και εκείνοι εκόντες άκοντες. Αν ήταν δε στο χέρι τους, ακόμη θα είμασταν σκλάβοι στους Τούρκους. Στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την Επανάσταση, έξαρχοι του Πατριαρχείου περιέτρεχαν την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και κάθε Κυριακή αφόριζαν στις εκκλησίες αλλά και στα τζαμιά κάθε έναν που σήκωνε το γιαταγάνι και το τουφέκι εναντίον των Τούρκων και με γελοία φληναφήματα, όπως: «... Ας μην χάσωμεν διά μίαν ψευδήν και ανύπαρκτον τάχα ελευθερίαν του παρόντος βίου, τας αμαράντους στεφάνους αιωνίου μακαριότητας» ή «... Ελευθερία εν τω ουρανώ και υποταγή επί της γης», κρατούσαν τον λαό ραγιά και υποτελή των Τούρκων.
Ενας άλλος δεσπότης, ο Πορφύριος της Αρτας, όχι μόνον αφόρισε τους Σουλιώτες αλλά στρατολόγησε και 500 αγρότες, τους όπλισε και τους έστειλε να πολεμήσουν εναντίον των Σουλιωτών. Ο δε μητροπολίτης Πάργας Ιγνάτιος απειλούσε με αφορισμό τους Αρτινούς εάν προσέτρεχαν σε βοήθεια των Σουλιωτών.