
[[ δαμ-ων ]]
Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες τώρα την προδοσία ένιωσα βαθειά να μου σφίγγει το λαιμό και την ανάσα να μου κόβει. Αλυσίδες βάλαν στα ποδάρια μου και ερμητικά μ’ έχουν κλεισμένο στην αυλή των προβάτων. Πρόβατο είμαι κι εγώ, ένα από τα πολλά του λαού μου, του πάντα ευκολόπιστου και πάντα προδομένου από δεξιούς κι αριστερούς τσοπάνους. Ο αμνός, ο αίρων τις αμαρτίες και τα καμώματα των τσοπαναραίων, που δεν ηξεύρουν άλλο τίποτες, πάρεξ το συμφέρον του άδικου σογιού τους.
Κάμανε μυστική συμφωνία με ξενομερίτες μεγαλεμπόρους και σφάχτες και πούλησαν όλο το κοπάδι μισοτιμής, γιατί δεν κάτεχαν από λογαριασμούς και τσίπα.
Γνώριζε το βέλασμά μου το ποίμνιο κι ως βέλαζα αναπηδούσε και βέλαζε κι αυτό. Μα όταν τους βέλαζα για αντίσταση στους τσοπαναραίους, γρικώντας το αίμα από το μαχαίρι των εμπόρων, αυτό έσκυβε την κεφαλή και στριμώγνουνταν φοβισμένο στο φράχτη, λέγοντας πως είναι μοιρόγραφη η θυσία των αμνών για να τιμήσουν οι άλλοι το θεό τους. Ήταν τραχύς ο θεός των άλλων, ζυμωμένος στην άμμο της έρημος κι ευχαριστιόταν με θυσίες αμνών κι ανθρώπων, κατακλυσμούς κι Αρμαγεδώνες. Ο Σιναΐτης Γιεχωβάς είχε περιούσιο λαό καμωμένο από πηλό και αίμα. Εντολή τους έδωκε να εξουσιάζουν τα έθνη και τα ποίμνια όπου γης. Να αυξάνουν και να πληθύνουν τα πλούτια τους και να κατακυριεύσουν την οικουμένη. Και τους έδωσε αγγέλους που κρατούσαν ρομφαίες για να επιβάλλουν το θέλημά τους, γιατί ήταν θέλημα του θεού τους.
Σκορπίσαν σε όλα τα έθνη και γίνηκαν έμποροι και τοκογλύφοι. Κι ως βρήκαν οι θαλασσοδαρμένοι καπετάνιοι τη Νέα Εσπερία όπου χτίσαν τη Νέα Βαβυλώνα, την πόλη την πόρνη, εκεί στήσαν το βασίλειό τους. Δυο πολέμους ολάκερης της γης οργάνωσαν για ν’ αυγατίσουν το βιος τους υπακούοντας στην εντολή του θεού τους να σφάξουν και να ερημώσουν τα αλλότρια έθνη. Τότε στήσαν τα παγκόσμια μαγαζιά για να διαφεντεύουν με αφανέρωτους πολέμους. Τους έδωκαν πλανερά ονόματα όπως ΟΗΕ, UNESKO, Διεθνή Τράπεζα, ΔΝΤ, κι άλλα που φάνταζαν ωραία στ’ αυτιά των προβάτων. Και παίρναν το γάλα των προβάτων και το μαλλί. Τα άρμεγαν μέχρι να βγάλουν αίμα οι μαστοί και τα κούρευαν ακόμα και στου χειμώνα τις παγερές τις μέρες.
Ολόκληρο το άρθρο >> εδώ
2 σχόλια:
ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω
Τη συγγνωμη δεν εδωσα,
την ικεσια δεν εστερξα,
την ερημια την αντεξα σαν το χαλικι.
Τι, τι, τι αλλο μου μελλεται;
Τα κοπαδια των αστρων οδηγω στην αγγαλη σου
κι η Αυγη , πριν προλαβω, στα διχτυα της με παρασυρει,
που συ τη θελησες !
Λοφους με καστρα και πελαγη με καρποφορα
στεριωνω στον ανεμο
κι η καμπανα τα πινει, αργα, του δειλινου,
που συ τη θελησες !
Υψωνω χορτα σα να φωναζω μ' ολα τα φρενα μου
και να τα παλι που καταπεφτουν
απο το καμα του Ιουλιου,
που συ θελησες !
Τι λοιπον, τι αλλο, τι νεο μου μελλεται;
Ιδου που εσυ μιλεις κι εγω αληθευω.
Σφεντοναω την πετρα και βρισκει επανω μου.
Ορυχεια βαθαινω και τους ουρανους εργαζομαι.
Τα πουλια κυνηγω και στο βαρος τους χανομαι.
Θεε μου συ με θελησες και να, στο ανταποδιδω.
Τα στοιχεια που εισαι,
ημερες και νυχτες,
ηλιοι κι αστερες, θυελλες και γαληνη,
ανατρεπω στην ταξη κι εναντιον τα βαζω
του δικου μου θανατου,
που συ τον θελησες !
Δίνω το αντίστοιχο απόσπασμα από το "Άξιον εστί" του Οδ. Ελύτη, για να διαβάσετε το πρωτότυπο κείμενο, στο οποίο εγώ ο ανάξιος μιμητής βασίστηκα για να γράψω το κείμενο που διαβάσατε, και περιγράφει την εποχή μας.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Ειπεν ο λαος μου: το δικαιο που μου διδαξαν επραξα και ιδου αιωνες
αποκαμα ν' απαντεχω εξω απο την κλειστη θυρα της αυλης των προβατων.
Γνωριζε τη φωνη μου το ποιμνιο και στην καθε σφυριγματια μου
αναπηδουσε και βελαζε. Αλλοι ομως, και πολλες φορες ιο ιδιοι που πενευανε
την καρτερια μου, απο δεντρα και μαντρες πηδωντας, επατουσανε πρωτοι
το ποδι αυτοι μες στη μεση της αυλης των προβατων. Και ιδου παντα γυμνος
εγω και χωρις ποιμνιο κανενα, στεναζεν ο λαος μου. Και στα δοντια του
γυαλιζεν η αρχαια πεινα, και η ψυχη του ετριξε πανω στην πικρα της καθως
που τριζει επανω στο χαλικι το αρβυλο του απελπισμενου.
Τοτες αυτοι που κατεχουνε τα πολλα, ν' ακουσουνε τετοιο τριξιμο,
τρομαξαν. Επειδη το καθε σημαδι καταλεπτως γνωριζουνε και συχνα, μιλια
μακρια διαβαζουνε στο συμφερον τους. Παρευθυς λοιπον τα πεδιλα τ'
απατηλα ποδεθηκαν. Και μισοι πιανοντας τους αλλους μισους, απο τό 'να
και τ' αλλο μερος τραβουσανε, τετοια λογια λεγοντας: αξια και καλα τα εργα
σας, και οριστε αυτη αυτη που βλεπετε η θυρα η κλειστη της αυλης των
προβατων. Ασηκωστε το χερι και μαζι σας εμεις, και φροντιδα δικη μας η
φωτια και το σιδερο. Σπιτικα μη φοβαστε, φαμελιες μη λυπαστε, και ποτε
σε γιου ή πατερα ή μικρου αδερφου τη φωνη, πισω μη κανετε. Ειδέ τυχει
κανεις απο σας κι ή φοβηθει κι ή λυπηθει κι ή κανει πισω, να ξερει: επανω
του η φωτια που φεραμε και το σιδερο.
Και το λογο τους πριν αποσωσουν ειχε παρει ν' αλλαζει ο καιρος,
μακρια στο μαυραδι των νεφων και σιμα στο κοπαδι των ανθρωπων. Σα να
περασε αγερας χαμηλα βογγωντας και ν' αποριξε αδεια τα κορμια, διχως
μια σταλα θυμηση. Το κεφαλι μπλαβο και αλαλα αψηλα στραμμενο, μα το
χερι βαθια μεσα στην τσεπη, γραπωμενο απο κομματι σιδερο, της φωτιας
ή απ' τ' αλλα, πό 'χουν τη μυτη σουγλερη και την κοψη αθερα. Και βαδιζανε
καταπανου στον εναν ο αλλος, μη γνωριζοντας ο ενας τον αλλο. Και
σημαδευε κατα πατερα ο γιος και κατ' αδερφου μικρου ο μεγαλος. Που
πολλα σπιτικα πομεινανε στη μεση, και πολλες γυναικες απανωτα δυο και
τρεις φορες μαυροφορεσανε. Και που αν εκανες να βγεις λιγακι παραοξω,
τιποτε. Μονο αγερας βουιζοντας μεσα στα μεσοδοκια και στα λιγα καμενα
λιθαρια μεριες-μεριες οι καπνοι βοσκωντας τα κουφαρια των σκοτωμενων.
Μηνες τριαντα τρεις και πλεον βαστηξε το Κακο. Που τη θυρα
χτυπουσανε ν' ανοιξουνε της αυλης των προβατων. Και φωνη προβατου
δεν ακουστηκε παρεχτος επανω στο μαχαιρι. Και φωνη θυρας ουτε,
παρεχτος στην ωρα που 'γερνε μες στις φλογες τις υστερες να καει.
Επειδη αυτος ο λαος μου η θυρα και αυτος ο λαος μου η αυλη και το
ποιμνιο των προβατων.
Δημοσίευση σχολίου