Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Γεώργιος Καραϊσκάκης ( 1782- 1827 )



[[ δαμ-ων ]]

Ο Καραϊσκάκης είναι η πιο καταπληκτική, ίσως και η πιο δραματική μορφή από τους αγωνιστές του '21 Περίφημος κλέφτης του Κατσαντώνη, αρματολός των Αγράφων, στρατάρχης της Ρούμελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδας και προπαντός γνήσιος λαϊκός ηγέτης. Γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά κοντά στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας από "καλογριά" του κοντινού μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου, τη Ζωή Ντιμισκή. Η μάνα του κατάγονταν από το χωριό Σκουλικαριά της Άρτας, παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη Μαυροματιανό και πολύ νωρίς έμεινε χήρα. Λέγεται πως ο πατέρας του ήταν ο αρματολός του βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραϊσκος. Μέχρι το θάνατό του ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός με το όνομα "Ο γιος της Καλογριάς". Ο Καραϊσκάκης πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια κοντά στην οικογένεια ενός σαρακατσάνου τσέλιγκα γιατί μόλις έγινε οκτώ χρονών πέθανε η μάνα του κι έτσι μεγάλωσε ανάμεσα στους ξένους τρώγοντας "ξύλο και μπομπότα", πότε στο Μαυρομμάτι και πότε στη Γράλιστα και Λεοντίτο. Από μικρός κατατάχτηκε στα αρματολικά σώματα των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν το Βεληγκέκα. Αναμείχθηκε στους πολέμους του Αλή Πασά των Ιωαννίνων άλλοτε ως σύμμαχος και άλλοτε ως αντίπαλος. Αντιπροσώπευσε τα Άγραφα σε σύσκεψη μυημένων στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821.
Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της επανάστασης γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος τον υποψιάζονταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους. Η διαμάχη εξάλλου ανάμεσα στους προύχοντες και τους οπλαρχηγούς οδήγησε και τα δυο μέρη πολλές φορές σε ακρότητες. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, η δε γενναιότητά του καθώς και τα χωρατά του έμειναν στην ιστορία.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (1826 μ.χ.) έγινε Αρχιστράτηγος της Στερεάς κι άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του Κιουταχή που τον νίκησε στην Αράχωβα, στο Δίστομο, στη Δόμβραινα και αλλού, εφαρμόζοντας με επιτυχία τον ανταρτοπόλεμο και καταστρέφοντας τις εφοδιοπομπές του εχθρού. Ιδιαίτερα η νίκη στην Αράχωβα το Νοέμβριο του 1826 είχε τεράστια απήχηση και πολύ μεγάλη σημασία για την επανάσταση που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι σχεδόν είχε σβήσει. Στη συνέχεια όμως η Κυβέρνηση έκαμε το λάθος να αναθέσει την Αρχιστρατηγία του Αγώνα στον Άγγλο Τσόρτς, που δεν γνώριζε καλά τα πράγματα στην Ελλάδα. Επεδίωκε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη στην Αθήνα, ενώ ο Καραϊσκάκης ζητούσε αποκλεισμό των Τούρκων από στεριά και θάλασσα για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Οι ισχυρές επαναστατικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή με αρχηγό τον Καραϊσκάκη περίμεναν εντολές για να κινηθούν ανάλογα. Στις 22 Απριλίου 1827 έγινε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου και ο Καραϊσκάκης που ήταν άρρωστος άσχημα, βγήκε από τη σκηνή του να την σταματήσει, γιατί ήταν απρογραμμάτιστη. Μια σφαίρα όμως που κανείς δεν έμαθε ποτέ από που προερχόταν, τον χτύπησε θανάσιμα και πέθανε την επόμενη 23 Απριλίου ημέρα της ονομαστικής του γιορτής. Ο θάνατος του "Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης", όπως χαρακτήρισε τον Καραϊσκάκη ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, είχε συγκλονιστική απήχηση και βύθισε στο πένθος όλους τους Έλληνες. Ιδιαίτερα το στράτευμα, δίχως τον αρχηγό του αλλά και χωρίς ηθικό, αναγκασμένο να υπακούει στον Άγγλο ναύαρχο Κόχραν μια μέρα αργότερα έπαθε πανωλεθρία στο Φάληρο και ολοκληρώθηκε έτσι η συμφορά μετά το χαμό του Καραϊσκάκη.


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

●Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".

●Ο Μακρυγιάννης περιγράφει τις τελευταίες ώρες του ήρωα ως εξής:
«Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να ειπώ του Αρχιστράτηγου και του Ναυάρχου το σκέδιον και να λάβω από τον Ναύαρχον τα τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα εις το καράβι του, κι' αυτά να τα μεράσω είς τους αρχηγούς όπου θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω του κάθε ενού οδηγού κι από 'ναν Αθηναίον να ξέρη τις θέσες. Από τους Τρεις Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν — από την θάλασσα κι ως εκεί — έντεκα ταμπούρια στο μπροστινό να είναι χίλιοι άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον Κοκράν και Τζούρτζη και είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια δια όσους θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους — σουρουπώνοντας να βαρκαριστούμεν. Πήρα τα τζαπιά και φκυάρια και τα ‘δινα του κάθε οδηγού της θέσης κι αρχηγού. Τελειώνοντας από αυτά, ακώ έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε, πλησίον εις το Γλυκό Νερό ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον κι εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι νησιώτες και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το περισσότερον στράτεμα. Εκεί οπού πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν και Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλαρία. ʼναψε ο πόλεμος πολύ. Ήρθε κι' ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα κινηθούμεν.— Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κι' εγώ φέγω». Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν. Ήτανε βαρεμένος είς τ’ ασκέλι παραπάνου εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.»
● Ο Καραϊσκάκης υπήρξε ένας επαναστάτης ως χαρακτήρας.
Συνδύαζε το αρχαίο ηρωικό-πολεμικό πρότυπο με την ανθρώπινη απλότητα.
Ήταν αυθεντικός. Αγράμματος αλλά ψυχικά μορφωμένος.
Είχε ψυχή, Ελληνική ψυχή.

Υπήρξε αδικημένος,

"...Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν..."

"... Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτόν του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες τουΚαραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό του Μαυροκορδάτου διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης μετά πολλών οπαδών του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του..."

Ασθενικός αλλά και με αίσθηση του αστείου,

"... Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ' τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.

Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το μουλάρι μου και το τάζω, είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι είπε το αστείο,
Που νά' ξερα εγώ Παναγιά μ' πως ήθελες του μλάρι μ' για να με γιάν'ς τόσο καιρό»..."
και αθυρόστομος,
Λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί) ότι είδε ποιος τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν,
"...αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτσο..."

Ανέκδοτα,
Ο Καραϊσκάκης μπροστά στο νεκρό Μάρκο Μπότσαρη, στη Μονή του Προυσσού, είπε προφητικά,
"Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"

Έξω από το Άργος, με τον Γάλλο αξιωματικό Ρώς που ήθελε να φέρει στην Έλλαδα τον Δούκα του Νεμούρ ως Βασιλέα. Ο Γάλλος ζήτησε έναν διερμηνέα για να συζητήσει με τον Καραϊσκάκη για την επιβίωση της κυβερνήσεως. Του απήντησε ο Στρατηγός,
"Δεν είναι δουλειά των στρατιωτικών να καταγίνονται με ζητήματα πολιτικά. Πρέπει να εκτελούν ότι τους διατάσσουν"

Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος κι ήθελε να κλείσει μια προσωρινή ειρήνη με τους Τούρκους ως που να γίνει καλά. Ο Στουρνάρης είχε μερικές αντιρρήσεις. Και του λέει ο οπλαρχηγός,
"Ωχ, αδελφέ Στουρνάρη, φωνάζεις ωσάν να διαπραγματεύεται η Ρωσία με την Τουρκία. Κλείω ειρήνην τώρα. Δε με άρεσεν μεθαυριον, την χάζω κι εγώ κι εσύ και όλοι μας"

Πολλά έχουν γραφτεί για τον θάνατο του. Ήταν τυχαίο γεγονός ο τραυματισμός του ή δολοφονική απόπειρα;
"...Ο Κύπριος, Ιωάννης Σταυριανός (συμπολεμιστής του Καραϊσκάκη στην αποφράδα μάχη που πληγώθηκε θανάσιμα ο ήρωας), γράφει ότι συνάντησε έναν ιερέα που του εμπιστεύτηκε πως εξομολόγησε τον ...Έλληνα (παράλυτο στα τελευταία του πια) που πληρώθηκε με 70... για να πυροβολήσει τον Καραϊσκάκη και καταλήγει:
Όσα παραπάνω καταγράψαμε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε… Οι Άγγλοι είχαν πετύχει τον ολέθριο στόχο τους…"


Η αγάπη του για την Πατρίδα παραδειγματική,

"... για να μη δημιουργηθούν περιπλοκές που και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης τις απέτρεψε, μέσα στη μεγαλοψυχία του και την πίστη του στο καλό της πατρίδας και τη διασφάλιση της ενότητας και της ομόνοιας, πεθαίνοντας χωρίς να κατονομάσει τον άνθρωπο που είδε να τον πυροβολεί και σε προέκταση εκείνον που τον εξουσιοδότησε γι' αυτό..."
"Ο Θάνατος του Καραϊσκάκη, Συμπτωματικό γεγονός ή οργανωμένη δολοφονία;" του Δημήτρη Σταμέλου

"... Προτιμώ και αυτής της οικίας μου την παντελή καταστροφήν, δια να μη παραιτήσω εις αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν του τόπου μου, υπέρ του οποίου θέλω θυσιάσει το ολίγον αίμα μου..."
Επίσημη αναφορά του Καραϊσκάκη στην Διοίκηση,
μετά το θάνατο της γυναίκας του,
που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα

"... Στρατηγέ και αδελφέ! ημείς ηνώθημεν και η ένωσις μας θα είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξομεν εις τους Έλληνας και εις τους ξένους, ότι ο σκοπός της ενώσεως μας είναι το κοινόν της Πατρίδος ώφελος..."
Γράμμα προς Κολοκοτρώνη
12/8/1826
●Κριτικές από τον Γάλλο E. BLAQUIER: η αρετή του Καραϊσκάκη ήτανε να δημιουργεί στρατό χωρίς καμία φανερή βοήθεια και να νικάει εχθρό πολύ δυνατότερο του.

Ο λόρδος Gordon γράφει: ο Καραϊσκάκης εισήλθε στον αγώνα πλούσιος και απέθανε πτωχός (είχε χρήματα από την προίκα της γυναίκας του). Αφού όταν πέθανε δεν είχε χρήματα στη διαθηκη του και ο γραμματικός του για να πληρώσει τους στρατιώτες του πούλησε όλα τα λάφυρα που είχε πάρει στις μάχες.

●Αιώνιο και πανανθρώπινο σύμβολο ελευθερίας Αξιώθηκε ν’ αντιπαλέψει τη μοίρα του. Κι απ’ το τίποτε που του όρισε εκείνη, αυτός ξεπετάχτηκε μόνος κι αδέσποτος.Δρόμος του η περιπλάνηση και η ανάγκη. Ο αγώνας. Η επιβίωση.Και πέρασε, αγέρωχος κι ανυπόταχτος, στη λαμπρή αιωνιότητα.
Με το σπαθί του μονάχα. Μ’ αυτό. Και με το πείσμα του. Τη λεβεντιά του, την τρέλα του.Βάδισε ατρόμητος ανάμεσα στις φλογισμένες μπάλες τουάνισου αγώνα. Επαναστάτης. Ή όλα ή τίποτα. Συναντήθηκε με το θάνατο. Πολλές φορές. Δεν τον λογάριασε. Τι είχε να χάσει; Κι ανεβαίνοντας στις πλαγιές, στις κορφές και στη χαίτη του ανέμου, ανταμώθηκε με τους τίτλους του έθνους και του γένους τους εκπλαμπρότατους.Δεν τον συγκίνησαν. Δεν τονκέρδισαν.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, πληγωμένος από βόλι ελληνικό, κάλεσε δίπλα του τα παλικάρια του. “Εις μεν τον υιόν μου αφίνω το τουφέκι μου, την μόνην μου περιουσίαν, την οποίαν έχω τώρα· τας δε θυγατέρας μου τας αφιερώνω εις σας τους συναγωνιστάς μου”, τους είπε.

istoploos είπε...

Αγαπητέ δαμ-ων,
έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να ακούσουμε την άποψη του Δημήτρη Φωτιάδη για το «θάνατο;» του Καραϊσκάκη:
«Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς μέσα στις λίγες ημέρες που βρίσκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να 'χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κάτω από τον έλεγχό της.
Με το πέσιμο του Μεσολογγίου, το 1826, που όπως μας βεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο Σπυρομήλιος, η κυβέρνηση Κουντουριώτη -Μαυροκορδάτου τ' άφησε ξεπίτηδες αβοήθητο, το 'χε πετύχει. Μα, να που ο αγράμματος και αρρωστιάρης αυτός καπετάνιος σήκωσε, με μια χούφτα γυμνούς και πεινασμένους αγωνιστές, πάλι στα άρματα στη Ρούμελη. Και σαν να μην έφτανε τούτο το κακό που χάλαγε τα σχέδια των Εγγλέζων, τώρα, ο ίδιος αυτός "παράξενος" πολεμάρχης, πάγαινε να καταστρέψει τον Κιουταχή και να ελευθερώσει ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα.
Έπρεπε με κάθε τρόπο το ελληνικό στράτευμα του Πειραιά να νικηθεί και το στρατόπεδο να σκορπίσει. Το μέγα όμως εμπόδιο στεκόταν πάλι ο Καραϊσκάκης. Όσο και αν αντέδρασαν ο Κόχραν και ο Τσωρτς στο σωστό σχέδιό του, που θα ανάγκαζε τον Κιουταχή να παρατήσει την πολιορκία της Αθήνας και να φύγει, φοβόταν πως ίσως τούτος ο διαβολάνθρωπος, που τόσο λίγο τους λογάριαζε, θα κατάφερνε να σώσει την Αθήνα. Βγάλανε λοιπόν το συμπέρασμα, πως ο Καραϊσκάκης ήταν πολύ επικίνδυνος για τα συμφέροντα της Αγγλίας στη Μεσόγειο. Έπρεπε να λείψει από τη μέση. Πρόθυμο βέβαια συνεργό στους εγκληματικούς σκοπούς τους βρήκαν τον θανάσιμο εχθρό του ήρωα, τον Μαυροκορδάτο.
Η εχτέλεση του σατανικού τους σχεδίου αρχίζει πριν ακόμα φτάσουν στον Πειραιά, με τη στρατολογία πλερωμένων σωμάτων που θα 'ταν αφοσιωμένα σε αυτούς, κάτω από τη διοίκηση του ανιψιού του Κόχραν συνταγματάρχη Υρκυχαρτ […].
Αφού δεν τον ξέκαναν οι αρβανίτες που τον είχαν όμηρο στα χέρια τους, δεν απόμενε άλλο παρά να τον ξεκάνουν πάνω στη μάχη, με τον τόσο γνωστό μπαμπέσικο τρόπο. Το πράμα δεν στεκόταν καθόλου δύσκολο, γιατί ο Καραϊσκάκης δεν ήταν από τους αρχηγούς που έμεναν πίσω, μα κινδύνευε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους […].
Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολοφονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».

Και η άποψη ενός άλλου σπιλωμένου, διαπομπευμένου και τελικά δολοφονημένου αγωνιστή, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, για το κόμμα των πολιτικών. Των κύκλων εκείνων δηλαδή, που ήθελαν να γίνουν πασάδες στη θέση των πασάδων και γι’ αυτό επεδίωκαν να απαλλαχθούν από τους λαϊκούς ηγέτες της εποχής επειδή τους θεωρούσαν εμπόδιο στα σχέδιά τους.Όπως και έπραξαν με τον Καραϊσκάκη και τον Ανδρούτσο, δυο από τις μεγαλύτερες μορφές της Επανάστασης.
«Τα γράμματά μου τη σήμερον δεν πέμπονται παρά εις όσους φρονούν καλά διά τη σωτηρίαν της Πατρίδος. Πρέπει λοιπόν να λείψουν από το γένος μας τα κρυφά, και σαν αληθινοί πατριώται να κηρύττωμεν την αλήθειαν εις όλους χωρίς κανένα φόβον. Εκείνοι όμως που λυσσιάζουν διά αξιώματα ας γράφουν διπλωματικά, ας λέγουν κρυφά και ας προσπαθή να γελά ο ένας τον άλλον. Αυτοί είναι σαν πανούκλα εις την Ελλάδα και πρέπει ο λαός να χωρισθή απ' αυτούς και να τους κάμη κουτουμάτζια (κάθαρση) διά να μην μολευθούμεν όλοι μας και χαθούμεν.» (Οδ. Ανδρούτσος)

Ανώνυμος είπε...

Καλοδεχούμενες και επιθυμητές, αγαπητέ Ιστοπλόε, οι συμπληρώσεις, γιατί η ιστορία έχει πολλές πτυχές. Ψηφίδα στη ψηφίδα χρειάζεται για να γίνει το θαυμαστό ψηφιδωτό- όχι πάζλ, δε μου ταιριάζει η έκφραση. Έτσι και η ιστορία, υφαίνεται κλωστή- κλωστή, το υφάδι πάνω στο στημόνι, που έλεγε κι η μάνα μου- το ίδιο πιστεύω και η δικιά σου.
Απ' ότι φαίνεται μείναμε λίγοι- μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- οι ρομαντικοί που αναπολούμε τις ένδοξες στιγμές του έθνους μας και γράφουμε σε τούτον το χώρο. Είθε να έχουμε τη δύναμη και το θάρρος να γράφουμε όσα οι άλλοι θέλουν να τα σκεπάσει η στάχτη της λησμονιάς.