Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

Μήνυμα για την παγκόσμια ημέρα κατά του αναλφαβητισμού- στην 35η θέση παγκοσμίως η Ελλάδα



Aπό τον Πολιτικό Μηχανικό Θεόδωρο Κ. Παπαϊωάννου

Την Δευτέρα 8-9-08 το πρωί περπατούσα στην πλατεία Συντάγματος και με εντυπωσίασε η διέλευση ενός ειδικά διαμορφωμένου λεωφορείου της ΕΘΕΛ Α. Ε (Εταιρεία Θερμικών Λεωφορείων) με το μήνυμα «Ποτέ δεν είναι αργά να μάθεις γράμματα». Ρώτησα και μου είπαν ότι αυτό αποτελούσε κοινή πρωτοβουλία των υπ. Παιδείας και Μεταφορών, στο πλαίσιο της δράσης που ανέλαβαν κατά του αναλφαβητισμού, για εξάλειψη του οποίου η 8η Σεπτ είναι καθιερωμένη από την UNESCO ως παγκόσμια ημερομηνία Η UΝΕSCΟ είχε προ πολλού διαπιστώσει ότι ο αναλφαβητισμός αποτελούσε έναν από τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες της υπανάπτυξης και της κοινωνικής οπισθο­δρόμησης Με πρωτοβουλία της λοιπόν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1965 κατά την διάρκεια της συνόδου της Τεχεράνης καθιέρωσε την ημερομηνία αυτή με αφετηρία το 1966 ως παγκόσμιας ημέρας για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και έτσι απέδειξε εμπράκτως ότι τοποθετεί στην κο­ρυφή των προτεραιοτήτων της το ζήτημα της Εκπαίδευσης για όλους.
Σήμερα περίπου 800 εκατομμύρια άνθρω­ποι ηλικίας άνω των 15 ετών-εκ των οποίων τα δύο τρίτα είναι γυναίκες- είναι αναλφά­βητοι, ενώ σε πολλές χώρες του κόσμου η ακολουθούμενη πολιτική της καταβολής σχολικών διδάκτρων αποτρέπει τα παιδιά των λιγότερο εύπορων οικογενειών από το να λάβουν έστω και στοιχειώδη μόρφωση. Βασικό εμπόδιο στην αύξηση των ποσο­στών πρόσβασης στην εκπαίδευση είναι η φτώχεια. Τα παιδιά από το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών στον αναπτυσσόμενο κό­σμο έχουν κατά μέσο όρο τρεις φορές λι­γότερες πιθανότητες να πάνε στο σχολείο από όσο εκείνα του πλουσιότερου 20%. Την ίδια στιγμή η παγκόσμια κοινότητα επαναδιατυπώνει την έννοια του εγγράμ­ματου καθώς σήμερα δεν αρκεί κάποιος να γράφει και να εκτελεί απλές αριθμητικές πράξεις. Εγγράμματος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μαθαίνει, να δρα, να συ­νεργάζεται με τους άλλους και να ανα­πτύσσει τον εαυτό του. Διαπιστώνεται ότι στις ανεπτυγμένες χώρες ένας στους τέσ­σερις ενηλίκους δεν διαθέτει αυτές τις ικα­νότητες, με αποτέλεσμα η δια βίου μάθηση να κρίνεται στις ημέρες μας απαραίτητη.
Η χώρα μας θεωρεί αναλφάβητο όποιον δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στο εξατάξιο δημοτικό σχολείο. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εγγραμμάτων ενηλίκων φθάνει το 91% του πληθυσμού (94%άν­δρες και 88% γυναίκες- ποσοστό ιδιαίτερα χαμηλό για μια χώρα μέλος της ΕΕ 560.000 ελληνίδες να μην έχουν τελειώσει το δη­μοτικό). Αντίθετα, το ποσοστό των εγγραμ­μάτων ανηλίκων έως 15 ετών κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα (99,5%). Η ανάπτυξη των κοινωνιών, και δη στο σύγ­χρονο πολυπολιτισμικό κοινωνικό περιβάλ­λον, εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα ενεργού συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, η οποία, με τη σειρά της, αποτε­λεί συνάρτηση του μορφωτικού επιπέδου των ατόμων. Μια ποιοτική εκπαίδευση, και η ισότιμη για όλους ανεξαιρέτως δυνατότη­τα πρόσβασης σε αυτήν, αποτελούν απα­ραίτητες προϋποθέσεις για την εξάλειψη της φτώχειας, των ανισοτήτων και των κοι­νωνικών αδικιών στον πλανήτη μας. Ακόμα και στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, συχνά τα εκπαιδευτικά τους συστήματα φαίνονται ανεπαρκή να προσφέρουν μια λειτουργικά ολοκληρωμένη μόρφωση, ενώ παράλληλα, οι ευκαιρίες που δίνονται για μια δια βίου βελτίωση των ικανοτήτων γραφής και ανά­γνωσης είναι σχετικά περιορισμένες. Στις δυτικές κοινωνίες ο αναλφαβητισμός εξακολουθεί να αποτελεί ένα είδος "απαγο­ρευμένου καρπού" του οποίου στερούνται περισσότερο οι οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες τάξεις, οι γυναίκες, οι μειονότητες και οι μετανάστες. Η άλλη μεγάλη πρόκληση των καιρών μας αφορά την αντιμετώπιση του λεγόμενου "ψηφιακού αναλφαβητισμού". Γίνεται σταδιακά εμφανές ότι η πρόοδος της τεχνολογίας, και οι αλλαγές που αυτή επιφέρει στην καθημερινή μας ζωή, έχουν καταστήσει τις παραδοσιακές εκπαιδευτι­κές δομές αρκετά ανεπαρκείς, για τον τρό­πο με τον οποίο διεξάγονται σήμερα οι επι­κοινωνίες και διοχετεύονται οι πληροφο­ρίες.
Με αφορμή τη φετινή 8η Σεπτεμβρίου, είναι καιρός η Κυβέρνηση, Αυτοδιοίκηση των δύο βαθμίδων αλλά και διάφορες να ενισχύσουν τη μέριμνα και την υποστήριξη των προς την εκπαίδευση, αναλαμβάνοντας πρωτοβου­λίες, που θα εγγυώνται ότι άνδρες και γυ­ναίκες κάθε ηλικίας και κάθε εθνικότητας θα απολαμβάνουν εξίσου το κεκτημένο δι­καίωμα τους στη μόρφωση και την ευημε­ρία. Σ΄ αυτό τον τομέα έχω την πεποίθηση ότι μπορούν να αναλάβουν δράση και οι διάφορες Μ .Κ. Ο οι οποίες στην έλλειψη χρημάτων μπορούν να αντιπαραθέσουν την περίσσεια οράματος και την υπερχειλίζουσα φαντασία που υποτίθεται ότι διαθέτουν.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολυ καλο το αρθρο σου Θοδωρη.

Ανώνυμος είπε...

Ένα πολύ σοβαρό θέμα που αντιμετωπίζει στην εποχή μας η ελληνική οικογένεια με παιδιά στο σχολείο είναι η “δυσλεξία”. Πολλά παιδιά είναι δυσλεξικά και οι γονείς το αγνοούν. Χωρίς να θέλω να γίνω κουραστικός, επιτρέψτε μου να παραθέσω λίγα περί δυσλεξίας. Αν μπορέσω να βοηθήσω έστω κι έναν γονιό,, που αγνοεί το θέμα, σίγουρα δεν έκανα κατάχρηση αυτού του χώρου.
Το θέμα της δυσλεξίας αντιμετωπίζεται στο σχολείο με ειδική μέριμνα των διδασκόντων. Η πολιτεία, στην έδρα του Νομού, έχει ειδική υπηρεσία που μπορεί να γνωματεύσει αν το παιδί έχει πρόβλημα και εμπιστευτικά δίνει τις ανάλογες οδηγίες προς τους διευθυντές των σχολείων για την αντιμετώπιση αυτών των μαθητών.
Οι γονείς ας διαβάσουν τα περί δυσλεξίας, κι αν έχουν κάποιες υπόνοιες για το παιδί τους ας ζητήσουν τη συμβουλή του διευθυντή.
Η ΔΥΣΛΕΞΙΑ


1. Τι είναι η δυσλεξία και πως εντοπίζεται

Δυσλεξία (dyslexia) λέγεται η ειδική δυσκολία που παρουσιάζουν πολλά παιδιά κατά τη μετατροπή του προφορικού λόγου σε γραπτό (όταν πάνε να γράψουν τις λέξεις του προφορικού λόγου, τις γράφουν λάθος) ή αντίθετα του γραπτού λόγου σε προφορικό (όταν πάνε να διαβάσουν τις γραπτές λέξεις, τις διαβάζουν λάθος). Η αδυναμία εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής με το αλφαβητικό σύστημα γραφής παρά την ύπαρξη φυσιολογικής νοημοσύνης και αρτιότητας των αισθητήριων οργάνων. Δυσλεξικά παιδιά είναι αυτά που μεταφέρουν με δυσκολία το γνωστικό τους αντικείμενο σε γραπτό κείμενο. Η δυσλεξία εντοπίζεται - εκφράζεται σε δυο επίπεδα, τα εξής:
1) Στο πέρασμα από το γραπτό λόγο στον προφορικό, δηλαδή όταν διαβάζει το παιδί, όπου εμφανίζονται πολλά λάθη και πολλές δυσκολίες, όπως: Σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά ή ακουστικά, όπως τα: β-φ, δ-θ, γ-χ, τ-κ, φ-θ. Μπερδεύουν γράμματα και αριθμούς ή αντιστρέφουν τα γράμματα και τους αριθμούς, γράφοντας π.χ. 3 αντί ε, 6 αντί 9, 6 αντί φ, 6 αντί 0... Κάνουν επαναλήψεις γραμμάτων και συλλαβών. Έχουν δυσκολία στο χρωματισμό και τη στίξη των προτάσεων. Δε διαβάζουν με τη σωστή σειρά τους φθόγγους - γράμματα μιας λέξη, αλλά κάνοντας αναστροφές γραμμάτων, π.χ. προφέρει «άργιο» αντί «άγριο». Ενίοτε τα δυσλεξικά παιδιά αδυνατούν να κατανοήσουν (να καταλάβουν το τι λέει) το κείμενο ή δυσκολεύονται πολύ να διαβάσουν τις λέξεις «ολικώς
Επίσης τα δυσλεξικά παιδιά έχουν και άλλα προβλήματα, που σ' άλλα είναι σε μεγαλύτερο και σ’ άλλα σε μικρότερο βαθμό, που πρέπει να γνωρίζουμε για να μας βοηθήσουν και αυτά στον εντοπισμό ενός δυσλεξικού παιδιού, όπως: Παρουσιάζουν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην προφορική και στη γραπτή επίδοση. Παρουσιάζουν υπερκινητικότητα, υπερευαισθησία στην κριτική και προβλήματα γενικότερα συμπεριφοράς. Μπερδεύουν τις λέξεις-έννοιες, όπως π.χ. θέλοντας να πουν π.χ. "νερό" λένε "ποτάμι", επειδή νερό είναι το ένα και νερό το άλλο ή λένε «νελό». Ομοίως θέλοντας να πουν "διαρροή", λέει "επιρροή", επειδή οι λέξεις μοιάζουν ηχητικά και εννοιολογικά. Δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται απλές μαθηματικές πράξεις ή αδυνατούν να εμπεδώσουν αυτά που διδάσκονται. Ξεχνούν εύκολα και ρωτούν και ξαναρωτούν το ίδιο πράγμα. Κινούνται συνεχώς και δυσκολεύονται να στηριχθούν εναλλάξ στο κάθε πόδι. Χρησιμοποιούν πότε το δεξί και πότε το αριστερό χέρι. Δεν μπορούν να γράψουν το όνομα τους από μνήμης ή δεν μπορούν να θυμηθούν ποιήματα ή στίχους ή να μετρήσουν από το 1-10…. Να τα πιάνει πανικός με τα βιβλία ή το δάσκαλο και να βάζουν εύκολα τα κλάματα κ.τ.λ. Κάνουν το χαζό ή το μπέμπη, για να δικαιολογήσουν την κατάσταση ή ως αδιέξοδο, μιλώντας "μωρουδιακά": "δώνω" αντί "δίνω", "αφκίντο" αντί "αυτοκίνητο" ή τραυλίζουν… Είναι αργοί και αδέξιοι, όταν φορούν τα παπούτσια ή τα ρούχα. Δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν άνετα το ψαλιδάκι. Δυσκολεύονται να κουμπωθούν ή φορούν ανάποδα παπούτσι ή ρούχο. Παραπατούν, σκοντάφτουν, ρίχνουν πράγματα από αδεξιότητα κ.α.


2. Τα αίτια και η θεραπεία της δυσλεξία για τους παλιότερους ειδικούς

Σύμφωνα με τον ερευνητή Γ. Παυλίδη, η δυσλεξία οφείλεται στο ακανόνιστων των οφθαλμικών κινήσεων, δηλαδή στο ότι το οπτικό σύστημα των δυσλεξικών παιδιών είναι διαφορετικό από των μη δυσλεξικών. Στα μη δυσλεξικά παιδιά πρώτα φθάνει από τα μάτια στον εγκέφαλο η πληροφορία της περιφερειακής όρασης και κατόπιν της κεντρικής με αποτέλεσμα να τους δίνει το χρόνο να προ επεξεργάζονται την πληροφορία της επόμενης λέξης. Στα δυσλεξικά παιδιά αντίθετα, λέει ο κ. Παυλίδης, φθάνει ταυτόχρονα με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει ο εγκέφαλος από πληροφορίες και να οδηγείται στη σύγχυση.
Σύμφωνα με την Αμερικανίδα δρ Σαλι Σέργουιτς, η δυσλεξία μπορεί να συνδέεται με τη δομή του εγκεφάλου που είναι διαφορετική στους φυσιολογικούς ανθρώπους και σ’ εκείνους που πάσχουν από δυσλεξία. Όταν οι δυσλεξικοί διαβάζουν, έχουν μειωμένη δραστηριότητα, σε σχέση με τους άλλους, στο πίσω τμήμα του εγκεφάλου τους – μια περιοχή που συνδέει την ικανότητα ομιλίας με την ικανότητα γραφής – ενώ εμφανίζουν υπερδραστηριότητα στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου. Πιο απλά, η δυσλεξία οφείλεται στην απορύθμιση των τμημάτων του εγκεφάλου που συνδέονται με την ανάγνωση. Σύμφωνα, επίσης, με την ίδια το τμήμα του εγκεφάλου που παρουσιάζει ανωμαλίες στις περιπτώσεις των δυσλεξικών, είναι το ίδιο με αυτό που ευθύνεται για την αλέξια, μόνο που στην περίπτωση της αλέξιας το πρόβλημα δημιουργείται εξαιτίας όγκου στον εγκέφαλο ή προβλημάτων αιμάτωσης του εγκέφαλου.
Σύμφωνα με κάποιους ψυχολόγους, η δυσλεξία είναι μια παράξενη ασθένεια, μια παραξενιά της φύσης, ένα μαθησιακό πρόβλημα που οφείλεται, στη διαταραχή ή στην έλλειψη συντονισμού του ψυχοκινητικού. Τα δυσλεκτικά παιδιά ενεργοποιούν το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, ενώ οι δάσκαλοί τους διδάσκουν με τρόπο που εννοεί το αριστερό ημισφαίριο, κάτι που φαίνεται από το χέρι που χρησιμοποιεί ο μαθητής. Τα δυσλεξικά παιδιά αργούν να συνδυάσουν πληροφορίες που προέρχονται από δυο ή περισσότερες αισθήσεις ή χρειάζονται πολύ χρόνο, για να κατανοήσουν ερεθίσματα μέσω της όρασης, της αφής, της ακοής και της κίνησης.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους τα δυσλεξικά παιδιά είναι αυτά με ψυχικά προβλήματα και επομένως, λένε, δεν μπορεί να γίνει τίποτε για τη θεραπεία τους.
Ωστόσο όλα τα πιο πάνω είναι εντελώς λάθος διαγνώσεις, γιατί αυτό θα ίσχυε, αν τα παιδιά με δυσλεξία παρουσίαζαν και άλλες πνευματικού επιπέδου διαφορές σε σχέση προς τα άλλα παιδιά ή οι ίδιοι μαθητές δεν ήταν πανέξυπνοι σε άλλα θέματα (παιγνίδι, εργασίες κ.τ.λ.) και βέβαια στον προφορικό λόγο που είναι απείρως δυσκολότερος από το γραφτό. ¶λλο να μάθεις την αντιστοιχία ή σωστή χρήση των φθόγγων - γραμμάτων του αλφάβητου συν μερικούς κανόνες και άλλο την αντιστοιχία ή σωστή χρήση των δεκάδων χιλιάδων λέξεων-εννοιών.

Σύμφωνα, επίσης, με το Υπουργείο Παιδείας: «η έγκαιρη διάγνωση της δυσλεξίας είναι και η καλύτερη λύση του προβλήματος, εφαρμόζοντας ανάλογη μέθοδο και προλαβαίνοντας άλλα προβλήματα». Ωστόσο το ποια είναι αυτή η μέθοδος ή ποια είναι τα μαθήματα διδασκαλίας που πρέπει να κάνει ένα δυσλεξικό παιδί προκειμένου να λύσει αυτό το πρόβλημά του, δε μας λέει. Η μόνη επίσημη κρατική οδηγία που υπάρχει σήμερα στα σχολεία για τα δυσλεξικά παιδιά είναι η εξής (Βλέπε Π.Δ. 465/81, άρθρο 4, Π.Δ. 238/88, άρθρο 13): Τα δυσλεξικά παιδιά να πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τα μη δυσλεξικά, για να μην αισθάνονται μειωτικά, και τα δυσλεξικά να μην εξετάζονται γραπτώς στις εξετάσεις παρά μόνο προφορικά! Συνεπώς το Υπουργείο Παιδείας όχι μόνο δεν έχει εντοπίσει το που επακριβώς οφείλεται η δυσλεξία, αλλά και αφήνει στην τύχη και στους ανειδίκευτους (γονείς και δασκάλους) να λύσουν πρόβλημά!


3. Τα πραγματικά αίτια και η θεραπεία της δυσλεξίας σήμερα

1. Η δυσλεξία, σύμφωνα με την έρευνά μας, οφείλεται στη ημιμάθεια-φοβία που προκαλείται στο μαθητή για τους εξής λόγους:
Α) Στα σημερινά λανθασμένα σχολικά βιβλία γραμματικής. Λένε ότι η Ελληνική γραφή είναι ιστορική, κάτι που είναι λάθος και συνεπώς είναι λάθος-ακατανόητος και ο τρόπος εκπαίδευσης που γίνεται σήμερα, όπως θα δούμε μέσα από τα παρακάτω.
Β) Στην αντιπαθητική ή κακή διδασκαλία. Όταν η διδασκαλία γίνεται ακατανόητα (με λάθος τρόπο), η γραφή σου φαίνεται δύσκολη να την κατανοήσεις, παθαίνεις σοκ-φόβο – δυσλεξία. Όταν σου παρουσιάζουν κάτι με μη λογική βάση, αυτό σου φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο στην κατανόηση ή στην απομνημόνευση ή στη χρήση (στη δεξιοτεχνία σχεδιασμού των γραμμάτων, στην ορθογραφία κ.λπ) και μετά και το αντιπαθείς και δεν το μαθαίνεις σωστά. Όταν ο μαθητής βλέπει κάτι ως πάρα πολύ δύσκολο (εδώ, όταν νομίζεις ότι το μυαλό σου δεν χωρά τα σύμβολα, κανόνες κ.τ.λ. ή όταν νομίζεις ότι δεν μπορεί η δεξιοτεχνία σου να σχεδιάσει τα γράμματα κ.τ.λ.) όχι μόνο δεν το μαθαίνεις σωστά, αλλά επέρχεται και φοβία - ψυχική διαταραχή – άγχος, που, αν είσαι και ευερέθιστος, σε συνοδεύει και όποτε ασχοληθείς μ’ αυτό. Όταν ο μαθητής είναι απών σε μερικά μαθήματα ή αφηρημένος, χάνει τη συνέχεια και μετά όλα γίνονται δύσκολα, επέρχεται άγχος, φοβία κλπ.
Γ) Στον αντιπαθή ή κακό εκπαιδευτικό. Όταν ο δάσκαλος είναι αντιπαθής (προκαλείται όταν ο δάσκαλος είναι βίαιος, άσχημος κ.α.), επόμενο είναι να δημιουργηθεί στο μαθητή αντιπαθητική εικόνα και για τη γραφή. Σημειώνεται ότι η γραφή είναι το πρώτο μάθημα με το οποίο έρχεται σε επαφή ένα παιδί , άρα παίζει τεράστιο ρόλο το πώς θα γίνει η επαφή μεταξύ παιδιού και δασκάλου.
γ) Στην κακή ψυχική κατάσταση. Όταν ο μαθητής βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση, άρα δεν είναι σε θέση να συγκεντρωθεί και να καταλάβει ή αδυνατεί να συγκρατήσει στη μνήμη του τους κανόνες ορθογραφίας ή να εντοπίσει τα λάθη του ή να διαφοροποιήσει τους φθόγγους κ.λπ.
Όταν ένα παιδί είναι ευαίσθητο και συνάμα κατά την περίοδο της εκπαίδευσή του βλέπει π.χ. οι γονείς του να μαλώνουν ή αντίθετα να το βρίζουν άδικα κάποιοι (οι γονείς ή δάσκαλοι ή οι συμμαθητές κ.τ.λ.) για κάτι, είναι πιθανόν να πάθει απογοήτευση ή άσχημη ψυχική κατάσταση με συνέπεια τη δυσλεξία.
Γενικά, όταν οι μαθητές έχουν κακή ψυχική κατάσταση ή φόβο ή άγχος για τη γραφή (λόγω κακής εκπαίδευσης ή άλλης αιτίας) γίνονται ημιμαθείς και συνάμα όταν πάνε να γράψουν ή να διαβάσουν, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι τους, κάτι όπως αυτό που παθαίνουν και αυτοί με αγοραφοβία ή αυτοί με πανικό, με επακόλουθο τη νευρολογική υπολειτουργία του εγκέφαλου και αποσυντονισμό κάπως των αισθήσεών, με συνέπεια: Να ξεχνούν. Να κάνουν ορθογραφικά λάθη. Να κάνουν άσχημα ή ακανόνιστα γράμματα (τα καλά γίνονται με σταθερό χέρι και ήρεμο χαρακτήρα). Να μην βλέπουν καλά ή να αργούν να συνδυάσουν πληροφορίες ή ερεθίσματα που προέρχονται από δυο ή περισσότερες αισθήσεις ή να τις λαμβάνουν λάθος. Να μην μαθαίνουν εύκολα την αντιστοιχία φθόγγων – γραμμάτων ή να μη μπορούν να προφέρουν άνετα όλους τους φθόγγους ή να τους μπερδεύουν λέγοντας π.χ. "λ" αντί "ρ"..... Να μη δίνουν την απαιτούμενη προσοχή και να ατονεί η παρατηρητικότητα τους. Όλα πάνε μετά ως αλυσίδα και τελικό επακόλουθο αυτών: απογοήτευση, ντροπή, μελαγχολία, απώλεια αυτοπεποίθησης, κοινωνική απομόνωση, εκρήξεις θυμού κ.α.
Παρέβαλε επίσης ότι ακόμη και οι φυσιολογικοί άνθρωποι, όταν εκνευριστούν ή όταν έχουν δίπλα τους άνθρωπο που το φοβούνται ή δεν τους αρέσει κ.τ.λ., γίνονται ανυπόμονοι, δεν βλέπουν τη ζωή ωραία, κάνουν λάθη, δε μαθαίνουν εύκολα, κάνουν άσχημα γράμματα και σχέδια κ.τ.λ., ενώ αντίθετα, όταν έχουν ωραία παρέα ή είναι ήρεμοι, βλέπουν τη ζωή πιο ωραία, κάνουν πιο ωραία γράμματα ή σχέδια, δεν κάνουν πολλά λάθη, μαθαίνουν πιο εύκολα κ.τ.λ. Ο λόγος και για τον οποίον λέγεται ότι το γραπτό κείμενο είναι και ο καθρέπτης της ψυχής εκείνου που το έγραψε.

Πιο απλά, αφού οι μαθητές με δυσλεξία είναι φυσιολογικά στο πνεύμα άτομα, όμως γράφουν ανορθόγραφα (π.χ. γράφουν «τόρα» αντί «τώρα», «καλή» ή «καλί» αντί «καλοί» …) ή μπερδεύοντας τους φθόγγους ( π.χ. γράφουν «παιθί» αντί «παιδί» …), επομένως οι μαθητές αυτοί από τη μια βρίσκονται κάτω από το κράτος του φόβου - ψυχικής διαταραχής - εκνευρισμού και από την άλλη της ημιμάθειας, δηλαδή δεν έχουν εμπεδώσει, αν και τα έχουν διδαχθεί:
1) Ποιοι και πόσοι επακριβώς είναι οι φθόγγοι των λέξεων,
2) Ποια και πόσα είναι επακριβώς τα γράμματα με τα οποία παριστάνουμε στη γραφή τους φθόγγους των λέξεων και την αντιστοιχία φθόγγων – γραμμάτων,
3) Την αιτία για την οποία υπάρχουν στη γραφή τα απρόφερτα γράμματα ι, υ στα: αι, οι, ει, υι…, καθώς και τα ομόφωνα γράμματα: ο & ω, ει & η & ι….,
4) Τη διαφορά μεταξύ των διφθόγγων: αϊ, εϊ, οϊ… και των διψήφων γραμμάτων: αι, ει, οι…,
5) Τα είδη των γραμμάτων (κεφαλαία, μικρά, ομόφωνα, απρόφερτα, ιδιοπρόφερτα….) και τους κανόνες με τους οποίους βάζουμε στις γραπτές λέξεις αφενός τα ομόφωνα γράμματα: ο & ω, η & υ & ι… (δηλαδή πότε π.χ. βάζουμε το γράμμα ο αντί ω, το γράμμα η αντί ι κ.τ.λ.) και αφετέρου τα κεφαλαία: Α, Β, Γ… και μικρά γράμματα: α, β, γ…, τα ορθογραφικά σημεία (τονικό σημάδι, διαλυτικά κ.τ.λ.) και τα σημεία στίξης (κόμμα, άνω τελεία, εισαγωγικά, θαυμαστικό κ.τ.λ.).
Ένα θέμα που φαίνεται τεράστιο και κάτι πάρα πολύ δύσκολο - περίπλοκο στην εκμάθησή του, αν διδαχθεί με τον τρόπο που λένε τα σχολικά βιβλία (δηλαδή με την αποστήθιση των λέξεων ως οπτικά ινδάλματα), όπως γίνεται στις ιστορικές γραφές (= οι σημερινές γραφές με λατινικό αλφάβητο) και κάτι πανεύκολο, αν διδαχθεί όπως πρέπει (δηλαδή με εκμάθηση των ετυμολογικών κανόνων), όπως είδαμε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη.

2. Η δυσλεξία για τους Έλληνες δυσλεξικούς μαθητές καταπολεμείτε από τη μια με την αποβολή του άγχους ή των τυχών ψυχικών προβλημάτων τους και από την άλλη με την εκμάθηση - εξοικείωση τους ομαλά με τη γραφή. Δηλαδή με την από αρχής και όπως πρέπει διδασκαλία και της γραφής και της γλώσσας (αυτά είναι αλληλένδετα) από ένα δάσκαλο με κατανοητή - σωστή διδασκαλία, με ήρεμο χαρακτήρα (ώστε να μην εκνευρίζεται από τη βραδεία πρόοδο του μαθητή) και με νόηση τέτοια που να καταλαβαίνει που το παιδί έχει τη δυσκολία (που «κολλάει»).
Υπενθυμίζουμε από το βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής» Α. Κρασανάκη ότι η καταγραφή των λέξεων στην Ελληνική γραφή δε γίνεται ούτε ιστορικά, όπως λένε τα σχολικά βιβλία, ούτε μόνο φθογγικά, αλλά αφενός φθογγικά και αφ΄ ετέρου ανάλογα με την ετυμολογία τους. Δηλαδή ανάλογα αφενός με το τι μέρους λόγου ή τύπου είναι το σημαινόμενό τους και αφετέρου ανάλογα με τη ρίζα ή την πρωτότυπή τους λέξη, αν έχουμε λέξη παράγωγη και χρησιμοποιώντας ανάλογα τα ομόφωνα γράμματα Ω(ω) & Ο(ο), Η(η) & Υ(υ) & Ι(ι) …, ώστε ο αναγνώστης να έχει βοήθεια και στην κατανόησή των λέξεων και στη διάκριση των ομοήχων, πρβλ π.χ.: Κρήτη > Κρητικός με –η- και κρίνω, κριτής > κριτικός με ι. Παρέβαλε ομοίως ότι τα κύρια ονόματα γράφονται με κεφαλαίο γράμμα και τα κοινά, καθώς και οι κοινές λέξεις με μικρό: νίκη & Νίκη, αγαθή & Αγαθή, Έλληνας & Ελληνική… Παρέβαλε ομοίως ότι τα θηλυκά γράφονται στην κατάληξη με –η ενώ τα ουδέτερα με –ι. τα επίθετα με –ο και τα ρήματα με –ω,ει: καλ-οί = με –οι, αν έχουμε επίθετο πληθ. & καλ-ή = με –η, αν έχουμε επίθ. θηλυκό ενικού & καλ-εί = με –ει, αν έχουμε ρήμα… Επομένως:
Α) Η Ελληνική γραφή δεν μαθαίνεται με τον τρόπο που γίνεται στις γραφές με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με την αποστήθιση του «οπτικού ινδάλματος» των λέξεων, αλλά με το να μάθουν οι μαθητές να μάθουν από τη μια το αλφάβητο και το μηχανισμό του ελληνικού συστήματος γραφής (κανόνες ορθογραφίας) και από την άλλη τις γλωσσολογικές γνώσεις που απαιτεί – καταγράφει το ελληνικό σύστημα γραφής. Οι ετυμολογικές – γλωσσολογικές έννοιες που απαιτεί- καταγράφει το ελληνικό σύστημα γραφής είναι: τα μέρη λόγου ( άρθρο, ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο..), τα συστατικά στοιχεία των λέξεων (ρίζα, θέμα, κατάληξη, α’ & β’ συνθετικό κ.τ.λ.), οι τύποι των λέξεων (= η κλίση, τα γένη, οι αριθμοί, οι πτώσεις και τα πρόσωπα), η παραγωγή και η σύνθεση των λέξεων) και τα φθογγικά πάθη (συναίρεση, αφομοίωση..).
Β) Αν δεν μάθει όλα τα πιο πάνω ο μαθητής και συνάμα, αν δεν κάνει πάρα πολύ εξάσκηση, είναι αδύνατο να μάθει να γράφει σωστά. Λειτουργικός αναλφάβητος θα γίνει ή δυσλεξικός.
Γ) Μόλις μάθει όλα τα πιο πάνω ο δυσλεξικός μαθητής, αμέσως θα του αποβληθεί και η ημιμάθεια και ο φόβος που έχει απέναντι στη γραφή.

Σημειώνεται, επίσης, ότι:
1) Δεδομένου ότι από τη μια δεν έχουν όλα τα παιδιά τον ίδιο δείκτη νοημοσύνης και από την άλλη, για να μάθεις κάτι με σχετική δυσκολία, όπως είναι η γραφή, θα πρέπει όχι μόνο να σου το διδάξουν με κατανοητό τρόπο, αλλά και να είσαι σε φυσιολογική (ήρεμη) κατάσταση, κάτι που λείπει σήμερα από πάρα πολλά παιδιά για τους γνωστούς λόγους του σημερινού τρόπου ζωής, άρα ο δάσκαλος θα πρέπει να γνωρίζει καλά όχι μόνο το σύστημα γραφής, αλλά και τι είδους παιδιά από άποψης ψυχικής και νοητικής κατάστασης διδάσκει, καθώς και τι πρέπει να κάνει από άποψης ψυχολογίας και εκπαίδευσης, ώστε να εφαρμόζει την ανάλογη διδασκαλία, να αφιερώνει τον ανάλογο χρόνο κ.τ.λ. Ωστόσο μια τέτοια εκπαίδευση δεν γίνεται στις ελληνικές παιδαγωγικές σχολές, αφού εκεί αφενός δεν παραδίδονται μαθήματα παιδοψυχολογίας και αφετέρου διδάσκονται και λάθος βιβλία για την Ελληνική γλώσσα και γραφή, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ο λόγος και για τον οποίο η δυσλεξία έχει φουντώσει τελευταία. Ας λάβουμε και υπόψη ότι η γραφή είναι το πρώτο μάθημα με το οποίο έρχονται σε επαφή τα παιδιά, άρα σ΄αυτό παθαίνουν το πρώτο στρεσάρισμα. Προ αυτού τα παιδιά που είναι αφενός ήρεμα ή έχουν καλή ψυχολογική κατάσταση και αφετέρου καλό δάσκαλο (σε χαρακτήρα, επιστημονική κατάρτιση κ.τ.λ) το ξεπερνούν. Αυτά που δεν έχουν, παθαίνουν, φυσικά, φοβία στη γραφή, άρα ημιμάθεια – δυσλεξία.
2) Ένας από τους βασικούς λόγους της δυσλεξίας, όπως προαναφέραμε, είναι η ψυχική διαταραχήενός παιδιού. Κατόπιν αυτού ευάλωτα παιδιά για δυσλεξία, κάτι που πρέπει να γνωρίζουν οι εκπαιδευτικοί, είναι όχι μόνα εκείνα με ψυχικά ή ψυχολογικά προβλήματα (= τα: ανασφαλή, φοβητσιάρικα, ανυπόμονα, δειλά….), αλλά και τα φυσιολογικά, όταν είναι: δυσαρεστημένα, παραμελημένα, κακοποιημένα, κακομαθημένα, υιοθετημένα, ορφανά, ανάπηρα…. Κάθε παιδί, όταν βρίσκεται σε διαταραχή έχει ως συνέπεια να μη μπορεί να συγκεντρωθεί κατά την ώρα του μαθήματος. Επίσης δυσλεξία μπορεί να παρουσιάσουν και τα παιδιά εκείνα που κατά την ώρα της εκπαίδευσης: αφηρημένα ή απρόσεχτα ή ανέμελα … με συνέπεια να μη μαθαίνουν τη γραφή σωστά. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα διάγνωση για το ποια παιδιά είναι τέτοιου είδους και να τίθεται αυτό υπόψη του δασκάλου, για να προσέξει ιδιαίτερα την εκπαίδευσή τους ή για να οριστεί και ιδιαίτερος εκπαιδευτής ή παιδο-ψυχολόγος, αν χρειάζεται. Βέβαια, πολλοί γονείς, ενώ βλέπουν ότι κάτι δεν πάει καλά με τα γραπτά του παιδιού τους, δεν το γνωρίζουν αυτό στο δάσκαλο και μεταθέτουν το πρόβλημα για αργότερα, σημαδεύοντας έτσι τη σχολική του επίδοση και τραυματίζοντας το ψυχισμό του κόσμο.
3) Το να σταματάμε να διδάσκουμε τη γραφή στα δυσλεξικό παιδιά ή να μην εξετάζονται γραπτώς είναι ενέργεια καταστροφή. Έτσι τα οδηγούμε μια ώρα ενωρίτερα στο περιθώριο, αφού τα περισσότερα πράγματα σήμερα στη ζωή τα μαθαίνουμε όχι με το να μας τα πουν οι άλλοι, αλλά διαβάζοντάς τα οι ίδιοι από τα βιβλία. Ας λάβουμε υπόψη μας ότι με τη γραφή δίδεται η δυνατότητα στο μαθητή να γράψει κάτι που ακούει σε κάποια στιγμή και δεν είναι εύκολο να το απομνημονεύσει αμέσως. Ομοίως στα γραπτά κείμενα του μαθητή φαίνονται όχι μόνο τα ορθογραφικά λάθη, αλλά και τα της σκέψης, του τι έχει ξέρει επακριβώς κ.τ.λ.. Επομένως, αν κάποιος δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει δεν μπορούμε και να του υπαγορεύσουμε, και να του διορθώσουμε τα λάθη κ.τ.λ. Η λύση είναι η άμεση εντόπιση του προβλήματος και θεραπεία.
4) Φυσικά, πολλά παιδιά, ενώ δεν έχουν κανένα πνευματικό ή οικογενειακό κ.τ.λ. πρόβλημα, παρουσιάζουν σημάδια δυσλεξίας, επειδή είναι ημιμαθείς στο θέμα της γραφής ή δεν έχουν εξασκηθεί πλήρως. Για να γράφεις ωραία και χωρίς λάθη, θα πρέπει από τη μια να είσαι ήρεμος και συνάμα να μάθεις όλους τους κανόνες γραφής και από την άλλη να εξασκηθείς, δηλαδή να γράψεις αρκετά κείμενα (δοκιμαστικές εκθέσεις), ώστε να τριφτείς. Τα άλλα είναι ημίμετρα και ως εξ αυτού ανάλογα είναι και το αποτέλεσμα. Από τα λάθη που κάνει ένα δυσλεξικό παιδί καταλαβαίνουμε και το τι ακριβώς είναι αυτό που το προβληματίζει και το αντιμετωπίζουμε ανάλογα. Για παράδειγμα, όταν δεν τονίζει καλά τις λέξεις (γράφει π.χ. Θεοδώρος αντί Θεόδωρος) αυτό σημαίνει ότι είναι ή απρόσεχτος ή συγχυσμένος λόγω άγνοιας, μερικής ή ολικής, της τονικής κλίσης και παραγωγής των λέξεων. Υπενθυμίζουμε ότι μερικές λέξεις κατά την κλίση και παραγωγή μετακινούν τον τόνο από συλλαβή σε συλλαβή, ενώ άλλες όχι, πρβλ π.χ.: Θεόδωρος, Θεόδωρου ή Θεοδώρου, υπόγειος > υπογείως…, ενώ Ιωάννης, Ιωάννη… Ομοίως, όταν γράφει λάθος τις καταλήξεις ή τα θέματα των λέξεων ( γράφει π.χ. αυτί αντί αυτοί ή αυτή ή αφτί) αυτό σημαίνει ότι έχει άγνοια, μερικής ή ολικής, αφενός των κανόνων της γραμματικής (π.χ. το ότι τα θηλυκά γράφονται με –η, τα ουδέτερα με –ι,ο, τα ρήματα με –ω,ει…) και αφετέρου των γλωσσολογικών γνώσεων που απαιτεί – υποδείχνει η Ελληνική γραφή (δεν γνωρίζει τα μέρη λόγου, τους τύπους κ.τ.λ.) δεν γνωρίζει τα συστατικά στοιχεία των λέξεων απ΄όπου φαίνεται η έννοια ή το μέρος λόγου κ.τ.λ. κ.τ.λ. (Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής» Α. Κρασανάκη)
5) Πολλοί γονείς και δάσκαλοι, επειδή ξέρουν τη γραφή μηχανικά (δηλαδή χωρίς να γνωρίζουν ενσυνείδητα αφενός τους κανόνες γραφής και αφετέρου τις ετυμολογικές έννοιες που υποδείχνει – καταγράφει η Ελληνική γραφή), δε δίδουν στο παιδί να καταλάβει όπως πρέπει το σύστημα γραφής. Δηλαδή δεν του δίδουν απάντηση σε όλα τα ερωτήματα: «ποιο, πού, πώς, πότε, γιατί» και έτσι το παιδί κάπου κολλάει – εκνευρίζεται και δε μαθαίνει όπως πρέπει το σύστημα γραφής. Για παράδειγμα, ρωτήσαμε τη μάνα κάποιου δυσλεξικού παιδιού, που σημειωτέον είναι πτυχιούχος (φιλόλογος), να μας πει πόσοι είναι οι φθόγγοι της Ελληνικής γλώσσας και δεν ήξερε. Τη μια μας έλεγε ότι αυτοί είναι 24, την άλλη 18 κ.τ.λ. Ωστόσο αυτή ήξερε να γράφει κάπως σωστά, όμως ασυνείδητα. Δηλαδή, ενώ γνωρίζει κατά βάθος τα στοιχεία και τους κανόνες γραφής δεν ξέρει να τους πει, άρα ξεδιαλύνει, διδάξει κ.τ.λ. Είχε μάθει να γράφει πρακτικά, του τύπου π.χ. «καλοί άνθρωποι» (το καλοί με –οι), ενώ «καλή γυναίκα» (το καλή με –η) κ.τ.λ. Ομοίως ρωτήσαμε τη μάνα κάποιου άλλου δυσλεξικού παιδιού, που σημειωτέον είναι δασκάλα, την αιτία που βρίσκονται στη γραφή τα γράμματα: ω & ο, η & υ & ι… και δεν ήξερε. Απλώς μας επαναλάμβανε άλλοτε τις απόψεις του Έρασμου για την ιστορική Ελληνική γραφή και την άλλη τις απόψεις των αλεξανδρινών γραμματικών για τα μακρά και βραχέα φωνήεντα κ.τ.λ.(Για τους φθόγγους, το μηχανισμό, τους κανόνες κ.τ.λ. του ελληνικού συστήματος γραφής βλέπε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη.)
6) Πολλά παιδιά με δυσλεξία, αν και σήμερα διδάσκονται σωστά τη γραφή, αδυνατούν να τη μάθουν - κατανοήσουν. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί βρίσκονται ακόμη σε εκνευρισμό – φοβία απέναντι στη γραφή είτε γιατί η διδασκαλία τους δεν είναι όπως πρέπει είτε γιατί, όταν κάποιος από μικρός πάρει κάτι στραβά ή το φοβηθεί, κατόπιν δύσκολα το διορθώνει. Η δυσλεξία, όπως είπαμε πιο πριν, είναι κάτι όπως ο πανικός ή η αγοραφοβία, επομένως χρειάζεται όχι βία, αλλά εξοικείωση με τη γραφή με ενθάρρυνση, επιμονή και υπομονή, για να την ξεπεράσουμε. (Για το σωστό και γρήγορο τρόπο διδασκαλίας του ελληνικού συστήματος γραφής βλέπε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη.)
7) Σύμφωνα με τη ψυχολόγο msc Μυρσίνη Κωστοπούλου, η δυσλεξία είναι μαθησιακή διαταραχή νευρολογικής φύσεως, η οποία επηρεάζει αρνητικά την εκμάθηση και την επεξεργασία της γλώσσας. Εκδηλώνεται με δυσκολίες στην ανάγνωση, στη γραφή, στην ορθογραφία και άλλοτε στην αριθμητική. Για την ίδια, η δυσλεξία οφείλεται στην αλληλεπίδραση γενετικών και νευρο-βιολογικών μηχανισμών, είναι κληρονομική (εμφανίζεται συχνότερα σε βιολογικούς συγγενείς πρώτου βαθμού) και πρόσφατες έρευνες εντοπίζουν τις ρίζες της σε συγκεκριμένο γονίδιο. Τα λεγόμενα αυτά της κ. Κωστοπούλου από ψυχολογικής άποψης είναι πάρα πολύ σωστά. Απλώς μιλά γενικά και συνάμα φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη της και τους παράγοντες των δύσκολων γραφών και τη λανθασμένη ή ακατανόητη διδασκαλία, καθώς και τους άλλους λόγους που είδαμε πιο πριν. Κάτι, όμως, που παραδέχθηκε σε μια επικοινωνία που είχαμε μαζί και κατά την οποία βγήκαν πολλά από τα συμπεράσματα που βλέπετε εδώ. Φυσικά, το ευερέθιστο ή ο αγχωτικός χαρακτήρας ενός παιδιού από μόνος του δεν είναι και η αιτία που έγινε δυσλεξικό. Για να γίνει ένα παιδί δυσλεξικό φταίνε και οι άλλοι λόγοι (ή μέρος αυτών) που είδαμε πιο πριν. Φυσικά και η δυσλεξία αυτή καθ’ αυτή δεν είναι κληρονομική. Κληρονομικός είναι ο χαρακτήρας και, αν αυτός είναι αγχωτικός ή νευρωτικός, υπάρχει και το ενδεχόμενο, αν δεν σε προσέξουν, να γίνεις δυσλεξικός.
8) Οι Έλληνες σχολικοί σύμβουλοι, για να δικαιολογήσουν τα αίτια των μαθησιακών προβλημάτων (δυσλεξίας, ανορθογραφίας, αναλφαβητισμός κ.τ.λ.) που προκαλεί η από τα βιβλία τους λανθασμένη διδασκαλία της Ελληνικής γραφής, λένε τα εξής, σχετικά με τα μαθησιακά προβλήματα: «Μια αιτία για την κρίση αυτή (εννοείται για τα μαθησιακά προβλήματα) θα μπορούσε να θεωρηθεί η απόσταση που τα διάφορα αλφαβητικά συστήματα έχουν από την γραφή……. Ο προφορικός λόγος διαφοροποιείται κατά την γεωγραφική τάξη και το γεωγραφικό διαμέρισμα και εξελίσσεται διαρκώς μέσα στο χρόνο, αντίθετα το σύστημα γραφής είναι αναγκαστικά κοινό για όλους τους ομιλητές και διότι οι άνθρωποι δένονται συναισθηματικά με τη γραπτή μορφή των λέξεων της γλώσσας τους.. Δε διαβάζουμε γράμμα προς γράμμα, αλλά αναγνωρίζουμε τα σχήματα των λέξεων ως σύνολα με τον ίδιο τρόπο που αναγνωρίζουμε τα πρόσωπα των φίλων μας. Το πρόβλημα αυτό ξεπερνιέται με την κατάλληλη διδασκαλία, παραμένει όμως για τους δυσλεξικούς μαθητές... Μια δεύτερη, και ουσιαστικότερη, αιτία για την κρίση των σχολείων είναι ότι η κριτική ανάγνωση ενός κειμένου καθώς και η γραπτή έκφραση είναι επίκτητες ικανότητες και όχι έμφυτες, όπως ο προφορικός λόγος...... Ο κόσμος της γραφής είναι για το μέσο άνθρωπο ο κόσμος των ανεξέλεγκτων διισταμένων απόψεων......Ένας Γάλλος, Γερμανός ή Έλληνας χρειάζεται είκοσι χρόνια, για να αποκτήσει πλήρη ευχέρεια στο γραπτό λόγο»..... («Έκθεση-Έκφραση για το Λύκειο», τεύχος Α', Χρ. Τσολάκη Δ. Τομπαϊδη κ.α.). Ωστόσο αυτά είναι λάθος ή απόψεις που ισχύουν για άλλες γραφές, γιατί:
α) Και ο γραπτός και ο προφορικός λόγος (η γλώσσα) δεν είναι κάτι το έμφυτο, αλλά το επίκτητο. Έμφυτα είναι μόνο η γλωσσο-γραμματική ικανότητα του ανθρώπου (λόγω: λογικής, αυτιών, στόματος, ματιών, γλώσσας κ.τ.λ.), όπως λέει ο Επίκουρος. Αν δεν ήταν έτσι, όλοι οι άνθρωποι θα μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Παρέβαλε και ότι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, όπως τα ζώα, δεν γνωρίζει ούτε γραφή ούτε γλώσσα και το ποια γλώσσα και ποια γραφή θα χρησιμοποιεί εξαρτάται από το αυτές που θα του μάθουν οι άλλοι. Τώρα, επειδή η γραφή διδάσκεται μετά που θα μάθουμε τη γλώσσα (σε πιο μεγάλη ηλικία) και συνάμα η γραφή είναι κάτι το διαφορετικό από τη γλώσσα, γι αυτό και αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα.
β) Η Ελληνική γραφή δεν είναι ιστορική, για να λέμε τα πιο πάνω (δηλαδή ότι είναι δύσκολη ή ότι εκεί άλλα βλέπουμε και άλλα διαβάζουμε… ). Ιστορικές είναι π.χ. οι γραφές με λατινικούς χαρακτήρες και επομένως εκεί ισχύουν κάποια από τα ως άνω αναφερόμενα και απ΄όπου (από τα βιβλία διδασκαλίας των γραφών αυτών) αντέγραψαν οι ως άνω Έλληνες σχολικοί συγγραφείς χωρίς να ελέγξουν, αν αυτά ισχύουν και στην Ελλάδα.
Σαφώς πολλές γραφές είναι φοβερά δύσκολες στην εκμάθησή τους και ως απ’ αυτό προκαλούν σε πολλούς μαθητές ψυχική διαταραχή - δυσλεξία. Για παράδειγμα η Κινέζικη γραφή έχει κάπου 50.000 ιδεογράμματα, κάτι που δίδει και το μέτρο της δυσκολίας της και για να διαβάσει κάποιος μια εφημερίδα, θα πρέπει να ξέρει τουλάχιστον 3.000 ενώ, για να διαβάσει λογοτεχνία, 6.000 περίπου! Έτσι η κινέζικη γραφή απαιτεί αυξημένες πνευματικές ικανότητες ή εδώ, για να μάθουμε να γράφουμε και να διαβάζουμε, θα πρέπει να διαθέτουμε και πάρα πολύ μυαλό και πάρα πολύ χρόνο, για να απομνημονεύσουμε ένα-ένα τα ιδεογράμματα. Κάτι τέτοιο ισχύει και στις γραφές με λατινικούς χαρακτήρες (αγγλική κ.α.) λόγω ιστορικής γραφής, αφού και εδώ θα πρέπει να απομνημονεύσουμε μια-μια την ορθή γραφή των λέξεων μια και οι πιο πολλές λέξεις δεν γράφονται ως προφέρονται, αλλά ως γράφονται στην λατινική ή στην αρχαία Ελληνική, πρβλ π.χ. ελληνικά: ιδέα, τιταν, Ευρώπη… = αγγλικά idea, titan, Europe … (προφορά: «αϊντία», «ταϊτάν», «γιούροπ»…). Αυτή η δυσκολία στην Ελληνική γραφή, όπως θα δούμε πιο κάτω, δεν υπάρχει και ως απ΄αυτό δεν θα έπρεπε να υπάρχει δυσλεξία σε Έλληνες μαθητές. (Περισσότερα για την «ιστορική γραφή» βλέπε πιο κάτω .)
9) Κάποιοι Έλληνες σχολικοί σύμβουλοι λένε ότι η Ελληνική γραφή είναι επιδεξιότητα που αδυνατούν να εννοήσουν ορισμένα παιδιά από εργατικές και φτωχές τάξεις για κοινωνικούς και ατομικούς λόγους ή ότι δυσλεξικοί είναι οι χαμηλής νοημοσύνης μαθητές. Ωστόσο και αυτά είναι λάθος δικαιολογίες, γιατί:
α) Η Ελληνική γραφή, όπως και οι άλλες δεν είναι κάτι το λεπτεπίλεπτο ή κάτι το τυχαίο ή κάτι που ο καθένας κάνει ότι θέλει αρκεί να φαίνεται ωραίο, για να μιλούμε για επιδεξιότητα, αλλά ένα συγκεκριμένο σύστημα γραφής (συγκεκριμένα σύμβολα και συγκεκριμένοι κανόνες χρήσης αυτών των συμβόλων) και που ή τα μαθαίνεις (ξέρεις) και γράφεις ή που δεν τα ξέρεις και δεν γράφεις.
β) Αν η δυσλεξία είναι αποτέλεσμα νοημοσύνης, τότε οι δυσλεξικοί δεν θα έπρεπε να μάθουν και τη γλώσσα, που είναι κάτι απείρως δυσκολότερο.
γ) Το ελληνικό σύστημα γραφής, αν διδαχθεί όπως πρέπει, είναι κάτι πανεύκολο. Μαθαίνεται και μάλιστα τέλεια μόλις σε 30 μόλις λεπτά, όπως είδαμε στο βιβλίο «Το ελληνικό σύστημα γραφής», Α. Κρασανάκη, οπότε δεν μπορούμε να μιλούμε για παιδιά που αδυνατούν να το εννοήσουν κ.τ.λ..
Βέβαια, έτσι που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία η Ελληνική γραφή (διδάσκεται όμοια με τον τρόπο που διδάσκονται οι γραφές με λατινικούς χαρακτήρες, επομένως λάθος, γιατί η Ελληνική γραφή δεν είναι ιστορική, όπως οι γραφές με λατινικούς χαρακτήρες) γίνεται ακατανόητη με συνέπεια είτε τον εκνευρισμό και ανικανότητα πολλών μαθητών να συλλάβουν το μηχανισμό της Ελληνικής γραφής, άρα ημιμάθεια – απέχθεια - αποστροφή για μάθηση και σχολείο, άρα δυσλεξία ή αναλφαβητισμός κ.τ.λ. είτε η διδασκαλία εκμάθησης της γραφής να διαρκεί μέχρι να επινοήσει - καταλάβει ο μαθητής από μόνος και από πείρας ότι η Ελληνική γραφή δεν γίνεται με τον απομνημονεύεις μια-μια τη γραφή των λέξεων, όπως λένε τα σχολικά βιβλία και οι δάσκαλοι σήμερα, αλλά με κανόνες, γράφοντας π.χ. τα ρήματα με –ω: καλώ, τα ουδέτερα με –ο: καλό, τα θηλυκά με –η: καλή...
10) Οι μαθητές με δυσλεξία φαίνονται αφ’ ενός να χάνουν τον ειρμό ή τη συνοχή της σκέψης τους, γιατί απλούστατα δουλεύουν κάτω από το κράτος του φόβου - στρες, άρα κουράζονται και όταν δεν τους προσέχει ο δάσκαλος χαλαρώνουν και ο νους τους μεταφέρεται αλλού, σε πιο απλά πράγματα. Οι ίδιοι φαίνονται να έχουν πρόβλημα προσανατολισμού ή ψυχολογικά προβλήματα, επειδή, όπως προαναφέραμε βρίσκονται κάτω από το κράτος του φόβου – εκνευρισμού απέναντι στη γραφή. Παρέβαλε και ότι όταν μας νευριάσει ή φοβίσει κάτι, όχι μόνο χάνουμε τα λόγια μας, κάνουμε λάθη στους υπολογισμούς μας κ.τ.λ. Μέχρι και τον προσανατολισμό μας χάνουμε.