Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

H Γέννηση του Χριστού...



Toυ σχολιαστή "Αντιγραφέα"

Λίγες γραμμές για το τεράστιο θέμα της ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Οι πληροφορίες είναι συλλογή από το google:

Το όλο σκηνικό της Γέννησης μας περιγράφεται λεπτομερώς στο Ευαγγέλιο του Λουκά στο β΄ κεφάλαιο, ως εξής:
«Εν εκείναις δε ταις ημέραις εξήλθε διάταγμα παρά του Καίσαρος Αυγούστου να απογραφή πάσα η Οικουμένη. Αύτη η απογραφή έγινε ΠΡΩΤΗ (σ.Σπ.: ας το σημειώσουμε αυτό) ότε ηγεμόνευε της Συρίας ο Κυρήνιος. Και ήρχοντο πάντες να απογράφωνται, έκαστος εις την εαυτού πόλιν. Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας, εκ της πόλεως Ναζαρέτ, εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν του Δαυίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ, δια να απογραφή μετά της Μαριάμ, της ηρραβωνισμένης με αυτόν εις γυναίκα, ήτις ήτο έγκυος (Σημ: δια Πνεύματος Αγίου και όχι εκ σπέρματος ανδρός – Λουκάς α΄ 26-38). Και ενώ ήσαν εκεί, επληρώθησαν αι ημέραι του να γεννήση και εγέννησεν τον υιόν αυτής, τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν, και κατέκληνεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι δεν ήτο τόπος δι’ αυτούς εν τω καταλύματι. Και ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις ΑΓΡΟΙΣ, και φυλάττοντες φυλακάς της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών (εδάφια 1-8)».
Με την γέννηση του Χριστού ασχολήθηκαν αρκετοί πατέρες της εκκλησίας καθώς και πολλοί ιστορικοί. Διχάζονται όμως οι γνώμες τους ως προς την ημέρα της γέννησης του Θεανθρώπου. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έκανε την εμφάνισή της στη Δύση την 4η εκατονταετηρίδα. Η ημερομηνία που επικράτησε στην Ανατολή ήταν η 6η Ιανουαρίου που τον 3ο αιώνα εορτάζονταν με τα Επιφάνεια. Την 6η Ιανουαρίου – εθνική εορτή της Αλεξανδρείας – εόρταζαν τα γενέθλια του ειδωλολάτρη θεού τους Αιώνα, του Αιωνίου Χρόνου, και όλων το βλέμμα ήταν στραμμένο στην εορτή εκείνη. Με φόβο μήπως και οι χριστιανοί πλανηθούν από την εορτή εκείνη των ειδωλολατρών και εορτάσουν σ’ αυτήν, ετοποθετήθει, από την Εκκλησία, η γέννηση του Χριστού την 6η Ιανουαρίου, προς αντιπερισπασμό. Με την αλλαγή όμως του ημερολογίου, καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως η επικρατέστερη ημέρα της γέννησης του Χριστού.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (160-220 μ.χ.) γράφει ότι «τινές παραδέχονται την εικοστήν του μηνός Πασχιάν (Μαΐου), άλλοι δε αναφέρουν ως ημέρα της γέννησης του Χριστού την 24ην μηνός Φαρμουθί (Απριλίου 19)».
Ο Επιφάνιος (354-430 μ.Χ.) αναγράφει ότι η Εκκλησία εν τω συνόλω της παραδέχθη την εικοστήν πέμπτην Δεκεμβρίου (Νέο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Αγίας Γραφής, Γ.Ζ. Κωνσταντινίδη, σελ. 388-389).
Βλέπουμε ότι οι γνώμες διχάζονται. Μια απλή ματιά όμως στις Γραφές θα μας φέρει σε απορία, αν μέσα στο καταχείμωνο, με ψύχος, χιόνι η βροχή, οι ποιμένες θα διανυχτέρευαν έξω στους αγρούς φυλάττοντας βάρδιες στα ποίμνια που έβοσκαν (Λουκάς β΄ 8). Άγνωστη, λοιπόν, φαίνεται πως είναι η ακριβής ημερομηνία της γέννησης του Θεανθρώπου, όμως δεν πρέπει να νομίζουμε την 25η Δεκεμβρίου.
Η Συνοπτική Εγκυκλοπαίδεια της Αγίας Γραφής του Henry H. Halley, σελ. 667, αναφέρει: «το γεγονός ότι οι βοσκοί διανυκτερεύουν με τα ποίμνιά τους στο ύπαιθρο από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο και όχι – συνήθως τουλάχιστον – τον Χειμώνα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ο Ιησούς Χριστός δε γεννήθηκε στην καρδιά του Χειμώνα».
Με τι χρονολογία όμως τι γίνεται; Η γέννηση του Κυρίου φαίνεται να έλαβε χώρα γύρω στο... 4 π.Χ. Στην γέννησή Του, ο χρόνος, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπολογίζονταν από «κτίσεως Ρώμης». Όταν όμως επικράτησε η Χριστιανική θρησκεία, ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ανάθεσε σε κάποιο μοναχό, ονόματι Διονύσιος ο Μικρός, το έτος 526 μ.Χ., να κάνει ένα νέο ημερολόγιο – προς αντικατάσταση του Ρωμαϊκού – που να υπολογίζει το χρόνο της γέννησης του Χριστού. Αργότερα, όμως, με έρευνες διαπιστώθηκε ότι ο Διονύσιος τοποθέτησε από λάθος τη γέννηση του Χριστού στο 753 από κτίσεως Ρώμης, αντί το 750. Έτσι έπεσε έξω γύρω στα 4 χρόνια. Ο Ηρώδης, που διέταξε τη σφαγή των νηπίων έως δύο ετών, πέθανε το 750 από κτίσεως Ρώμης. Δεν γίνεται, λοιπόν, ο Χριστός να γεννήθηκε μετά το θάνατο του Ηρώδη γιατί έτσι ανατρέπεται η Γραφή και η ιστορία. Εξάλλου, στην απογραφή που διέταξε ο Κυρήνιος, μας λέει ο Λουκάς, η Μαριάμ εγέννησεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον. Αυτή όμως η απογραφή ήταν η ΠΡΩΤΗ όπως γράφει ο Λουκάς. Ιστορικά μνημεία της Ρώμης τοποθετούν την απογραφή του Κυρήνιου το 7 μ.Χ. και για αρκετό καιρό η ιστορική αυτή αντίφαση απασχόλησε τους ερευνητές της Γραφής. Όμως αργότερα ανακαλύφθηκαν μερικοί αρχαίοι πάπυροι που μας πληροφόρησαν ότι ο Κυρήνιος διετέλεσε δύο φορές διοικητής της Συρίας. Έτσι, ο Ευαγγελιστής Λουκάς αποδείχθηκε ακριβής όταν έγραφε «... αύτη είναι η πρώτη απογραφή». Ο Γερμανός θεολόγος A. W. Zumpt καθορίζει την ηγεμονία του Κυρήνιου, την πρώτη το 4-1 π.Χ και τη δεύτερη 6-10 μ.Χ
Βλέπουμε πάλι ότι ο Χριστός δε γεννήθηκε το ΜΗΔΕΝ ή ΕΝΑ αλλά γύρο στο 4 π.Χ. Τα στοιχεία αυτά δίνονται προς ενημέρωση, δίχως να θέλω να κλονίσω την πίστη κανενός. Το σίγουρο είναι ότι η γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι πραγματικότητα, άσχετα το πότε αυτή έγινε
Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ.
Επί Πάπα Ιουλίου Α' (336-332) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν:"Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι" (Ιωάνν. γ'30). Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του "ακατανίκητου" θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια.
Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων. Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο καθ' όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.
Στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλίων (354 μ.Χ.) περιλαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. "γέννηση του ακατανίκητου (ήλιου)", την φράση "VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea".
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης. Τον καιρό του Αγ. Αυγουστίνου (354-430) η ημερομηνία της Γιορτής της Γέννησης είχε καθοριστεί, πάντως ο Αυγουστίνος την παραλείπει από τον κατάλογό του με τις σημαντικές χριστιανικές επετείους (PL 33.200).
Με τον χρόνο επεκράτησε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο εκτός της Αρμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνεχίζει τον συνεορτασμό με τα Θεοφάνια.
Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρησή του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά. Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου και Ηγεμόνα Κυρήνιου της Συρίας , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3). Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20). Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ (της Ιουδαίας) που Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, - Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14). Ενώ συμβαίνουν αυτά άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδηγεί τρεις[11] Μάγους[12] προς τα Ιεροσόλυμα που μετά συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντας Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών και ότι ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Ιστορική έρευνα της ημερομηνίας γέννησης του Ιησού Χριστού
Η ακριβής χρονολόγηση της ζωής του Ιησού είναι αδύνατη αφού οι υπάρχουσες μαρτυρίες που προέρχονται από την Καινή Διαθήκη χαρακτηρίζονται από χρονολογική ασάφεια και επίσης το αφετηριακό 1 μ.Χ. δεν εναρμονίζεται επακριβώς με τα γενικότερα ιστορικά δεδομένα των χρόνων εκείνων.
Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.Χ. Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε χρόνια προ Χριστού.
Οι πληροφορίες των Ευαγγελίων
Πέρα από αυτό, τα λίγα στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού, προέρχονται κυρίως από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου και αφορούν:
• Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. - 14 μ.Χ.)
• Τη γέννηση του Ιησού "εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας" (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
• Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
• Στα γεγονότα της "πρώτης" απογραφής, η οποία "εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου" (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.Χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ' όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε "εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως", πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.Χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.
Αλλά το πρόβλημα είναι, πόσο πριν.
Λαμβάνοντες υπ' όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ "από διετούς και κατωτέρω", υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.Χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως "παιδίον" και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 "από κτίσεως Ρώμης" (7 ή 6 π.Χ.).
Το άστρο της Βηθλεέμ, αν τελικά αφορούσε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, οδηγεί και πάλι στο έτος 747 από κτίσεως Ρώμης ή 7 π.Χ., αφού κατά τον Κέπλερ και άλλους αστρονόμους υπήρξε πράγματι τότε ένα παρόμοιο ουράνιο φαινόμενο που προκαλείται κατά τη συνάντηση των τριών πλανητών, του Κρόνου, του Δία και της Αφροδίτης. Στο φαινόμενο αυτό, μετά παρέλευση δύο ή τριών μηνών, ο Δίας δύει ή εξέρχεται από την τροχιά. Τότε παρατηρείται και πάλι το ίδιο έντονο φωτεινό φαινόμενο που παρουσιάζεται στην αρχή, σαν να εμφανίζεται εκ νέου.
Το γεγονός αυτό ταιριάζει με την παρατήρηση του Ματθαίου ότι οι Μάγοι πορευόμενοι προς τη Βηθλεέμ, "είδον" τον "αστέρα" και "εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα", προσθέτοντας ότι το "αστέρι" αυτό ήταν ίδιο με εκείνο "ον είδον εν τη Ανατολή" (Ματθ. 2,9-10). Καθώς ένα ταξίδι από τη Μεσοποταμία στην Παλαιστίνη με τα μέσα της εποχής απαιτούσε δύο ή τρεις μήνες, η χρονική αυτή απόσταση ταιριάζει με την αντίστοιχη φυσική κίνηση του πλανήτη Δία και τη διπλή εμφάνιση του κατά την είσοδο και έξοδο από την τροχιά συνάντησης με τους άλλους δύο πλανήτες.
Η απογραφή Κυρηνίου και οι δυσκολίες χρονολόγησης
Μετά την αποκάλυψη που είχε ο Ιωσήφ για τα συμβαίνοντα στην Μαρία, πέρασαν οι υπόλοιποι μήνες της αναμονής μέχρι το χρόνο του τοκετού. Τότε, "εγένετο εν ταις ημέραις εκείναις και εξήλθεν δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην" (Λουκ. 2,1). Από την ιστορία γνωρίζουμε, ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος είχε διατάξει και άλλοτε τέτοιες γενικής φύσεως απογραφές. Κατά συνέπεια, η αναφορά του Λουκά σε μια παρόμοια απογραφή δεν πρέπει να δημιουργεί προβλήματα. Η αναφορά, όμως, στη συγκεκριμένη αυτή απογραφή του Κυρηνίου, δημιουργεί δυσκολίες από πλευράς χρονολόγησης των γεγονότων της Καινής Διαθήκης, καθώς την εποχή στην οποία αναφέρεται η απογραφή του Ιωσήφ και της Μαρίας, στην ηγεμονία της Συρίας βρισκόταν ο Σέντιος Σατουρνίνος και όχι ο Κυρήνιος.
Μέσα από μελέτη των πηγών, προκύπτει ότι η πρώτη ηγεμονία του Κυρηνίου, αν υπήρξε, τοποθετείται μεταξύ των ετών 12-8 π.Χ. Η πρώτη λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της χρονολόγησης ήταν να υποτεθεί πως ο Κυρήνιος εκτέλεσε την απογραφή προς το τέλος της θητείας του (8 π.Χ.), όπως διέταξε ο Αύγουστος Οκταβιανός. Η απογραφή αυτή επειδή ήταν η "πρώτη" που γινόταν στους Ιουδαίους διήρκεσε πολύ χρόνο και την έφερε εις πέρας, σύμφωνα και με τον Τερτυλλιανό, ο διάδοχος του στην ηγεμονία της Συρίας, ο Σέντιος Σατουρνίνος. Έτσι, οι μεν Ρωμαίοι ανέφεραν στα ρωμαϊκά έγγραφα το όνομα εκείνου που ολοκλήρωσε την απογραφή, του Σέντιου Σατουρνίνου, οι δε Ιουδαίοι, από τους οποίους άντλησε την πληροφορία ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κράτησαν στη μνήμη τους το όνομα αυτού που την άρχισε και ο οποίος αργότερα, το 6-7 μ.Χ., διενήργησε και την άλλη απογραφή. Συνεπώς, αφού ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει "απογραφή πρώτη εγένετο", εννοείται ότι γνώριζε τη δεύτερη απογραφή του 6-7 μ.Χ. και χρησιμοποίησε το επίθετο "πρώτη" σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη απογραφή. Η απογραφή, επομένως, που αναφέρει ο Λουκάς πρέπει να αποφασίσθηκε την περίοδο 12 π.Χ. έως 8 π.Χ. και να συνδέθηκε με το όνομα του Κυρήνιου αντί του Σατουρνίνου.
Η δεύτερη λύση, που προτείνεται, είναι εκείνη η οποία δέχεται μεν επί Κυρηνίου την αρχή της απογραφής περί το 9 π.Χ., η πρακτική ολοκλήρωση της όμως, ιδιαίτερα στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης κ.λπ., πραγματοποιήθηκε από το διάδοχο του, Σατουρνίνο, έξαρχο της Συρίας από το 8-6 π.Χ. Αλλά η απογραφή συνέχιζε να ονομάζεται "απογραφή Κυρηνίου" εξαιτίας σχετικού διατάγματος, και προς την οποία είναι σύμφωνο το σχετικό κείμενο του Λουκά.
Ως τρίτη λύση έχει προταθεί η συνύπαρξη δύο έξαρχων σε κάποια περιοχή, σύμφωνα με πρακτική της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο διαδοχής, για ενημέρωση και ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας. Μπορεί έτσι να υποτεθεί ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 8-6 π.Χ., κατά τό σύστημα της συνδιοίκησης υπάρχουν στην εξαρχία της Συρίας δύο αξιωματούχοι, ο Κυρήνιος και ο Σατουρνίνος, εκδοχή που προσφέρει μία ακόμη λύση στο πρόβλημα της απογραφής.
Η σφαγή των νηπίων
Το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του Χριστού, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, κλείνει με το θλιβερό συμβάν της σφαγής των νηπίων "υπό του Ηρώδου αναιρεθέντα", τα οποία σύμφωνα με το το εορτολογικό Συναξάρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανέρχονται σε 14.000 αν και στα ιερά κείμενα δεν υπάρχει καμιά αναφορά αριθμητικής φύσης. Από πλευράς καθαρά ιστορικής ακρίβειας, τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα της εποχής εκείνης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη Βηθλεέμ και τα περίχωρα της θα ζούσαν τότε περίπου 1.000 κάτοικοι κι επομένως τα άρρενα νήπια "διετούς και κατωτέρω" δεν θα ξεπερνούσαν τα 30 με 40, ίσως και λιγότερα]. Για το λόγο αυτό, θεωρείται λογικό από κάποιους ερευνητές να μην αναφέρει το γεγονός ο Ιώσηπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: